ἀσάλευτος

From LSJ
Revision as of 07:50, 15 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσᾰ́λευτος Medium diacritics: ἀσάλευτος Low diacritics: ασάλευτος Capitals: ΑΣΑΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: asáleutos Transliteration B: asaleutos Transliteration C: asaleftos Beta Code: a)sa/leutos

English (LSJ)

[σᾰ], ον, unmoved, unshaken, ἀσάλευτος ἡ γῆ Arist.Mu.392b34; of Delos, AP9.100 (Alph.); ἔσται ἀσάλευτον πρὸ ὀφθαλμῶν LXXEx. 13.16, al.; πρῷρα Act.Ap.27.41; of the sea, prob. in Plu.2.982f: metaph. of the mind, E.Ba.391 (lyr.); ἀσάλευτος ἡσυχία Pl.Ax.370d; πίστις Polystr.p.10 W.; βασιλεία Ep.Hebr.12.28; στάλα ἀσάλευτος Hymn.Is.4; νίκη IG9(1).270 (Atalante); ἀσαλεύτως μένειν, of ordinances, PLips.34.35 (iv A.D.), cf. Sammelb.4324.12. Adv. ἀσαλεύτως = without agitation Plb.9.9.8: neuter plural as adverb, χείλεσι ἀσάλευτα μεμυκόσι AP12.183 (Strat.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-σᾰ-]
1 inamovible, firme, seguro ἡσυχία Pl.Ax.370d, νίκη IG 9(1).270.3 (Opunte III a.C.), ἕνωσις Hero Def.136.24, στάλα Hymn.Is.4 (Andros), βασιλεία Ep.Hebr.12.28, τὰ νόμιμα SB 9252.24 (II d.C.), τὰ δὲ Πλάτωνος δόγματα Them.Or.31.354b, cf. Polystr.Contempt.2.26, Plot.4.3.15, καταβολή SB 9525.2 (VI d.C.)
frec. en usos pred. τὸ φρονεῖν ἀσάλευτον μένει E.Ba.391, γῆ ... συνέστηκεν ... ἀ. Arist.Mu.392b34, cf. Orác. en Didyma 132.4 (II a.C.), Plu.2.982f, SEG 27.848.6 (Ancira V/VI d.C.), ἡ μὲν πρῷρα ἐρείσασα ἔμεινε ἀ. Act.Ap.27.41, ἀσαλεύτου μενο[ύσης τῆς παρούσης ὁ] μολογίας Sardis 18.50 (V d.C.), cf. PLips.34.18 (IV d.C.)
de pers., Corn.ND 26, D.Chr.74.24, Eun.VS 504
c. gen. ἵνα ... ἀ. μου ᾖ Νῖλος para que sea inseparable de mí Nilo, PMag.15.12
neutr. subst. ἔσται ... ἀ. πρὸ ὀφθαλμῶν σοῦ servirá (de señal) fija ante tus ojos LXX Ex.13.16
neutr. plu. como adv. χείλεσι ... ἐπ' ἄκροις ἀσάλευτα μεμυκόσιν = con las puntas de los labios cerradas (besar) sin moverse, AP 12.183 (Strat.).
2 subst. ἡ ἀσάλευτος = la afianzada n. poético de la isla de Delos AP 9.100 (Alph.).
3 adv. ἀσαλεύτως = sin moverse μένειν ἀσαλεύτως Plb.9.9.8, cf. M.Ant.1.16.

German (Pape)

[Seite 368] unbewegt, eigtl. vom Meere, neben ἀκύμων Plut. sol. an. 35; unerschüttert, Eur. Bacch. 389; ἡσυχία Plat. Ax. 370 d; vgl. Alph. 10 (XI, 100); Strat. 25 (XII, 183). – Adv., ἀσαλεύτως καὶ βεβαίως μένειν Pol. 9, 9, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non agité, fixe, ferme en parl. de la terre ; fig. en parl. de l'esprit calme, tranquille;
NT: immobile ; inébranlable.
Étymologie: , σάλευω.

Russian (Dvoretsky)

ἀσάλευτος: (σᾰ)
1 непоколебимый, незыблемый (γῆ Arst.; τυραννίς Plut.);
2 невозмутимый, безмятежный (τὸ φρονεῖν Eur.; ἡσυχία Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσάλευτος: -ον, ἀκίνητος, γαλήνιος, ἐπὶ τῆς θαλάσσης (ἴδε ἐν λ. ἀστάλακτος), ἀσ. ἡ γῆ Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 4: - μεταφ. ἐπὶ τοῦ νοῦ, ὁ δὲ τᾶς ἡσυχίας βίοτος καὶ τὸ φρονεῖν ἀσάλευτον... μένει Εὐρ. Βάκχ. 390· ἀσ. ἡσυχία Πλάτ. Ἀξ. 370D· στάλα ἀσ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1028. 4· νίκη αὐτόθι 855. 3. - Ἐπίρρ. ἀσαλεύτως Πολύβ. 9. 9, 8.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of σαλεύω; unshaken, i.e. (by implication) immovable (figuratively): which cannot be moved, unmovable.

English (Thayer)

(Ἀσάφ) ὁ (אָסָף, collector), a man's name, a clerical error for R G Ασα (which see), adopted by L T Tr WH in Matthew 1:7f.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσάλευτος, -ον)
1. αυτός που δεν κινείται, ο ακλόνητος
2. (για τη θάλασσα) ακίνητη, γαλήνια
3. μτφ. ο σταθερός, ο αδιατάρακτος
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να μετακινηθεί ή να μεταβληθεί.

Greek Monotonic

ἀσάλευτος: -ον (σᾰλεύω), αυτός που δεν έχει διαταραχτεί, ήρεμος, γαλήνιος, ακίνητος, λέγεται για τη θάλασσα· μεταφ., λέγεται για το νου, σε Ευρ.

Middle Liddell

σαλεύω
not agitated, tranquil, of the sea:—metaph. of the mind, Eur.

Chinese

原文音譯:¢s£leutoj 阿-沙留拖士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-(可)搖動(的)
字義溯源:不搖動的,不可移動的,不能震動的,不能;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(σαλεύω)=擺動)組成;而 (σαλεύω)出自(σάλος)*=震動)。( 來12:28)說到不能震動的國,意即:這國是不變的,永久的
出現次數:總共(2);徒(1);來(1)
譯字彙編
1) 不能震動的(1) 來12:28;
2) 不動(1) 徒27:41