φρύγανον
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
[ῡ], τό, (φρύγω)
A dry stick; mostly in plural, firewood, Hdt. 4.62, Ar.Av.642, Th.3.111, X.An.4.3.11, SIG1027.13 (Cos, iv/iii B. C.), Act.Ap.28.3; φρυγάνοις καὶ λίθοις περιφράξαντες Arist.HA 603a9: Com., Φρύγες ἐστὶ καινὸν δρᾶμα τοῦτ' Εὐριπίδου.. ᾧ καὶ Σωκράτης τὰ φρύγαν' ὑποτίθησι prob. in Telecl.40: sg. only in collect. sense = τὰ φρύγανα, μαντικῶς τὸ φ. τίθεσθαι Ar.Pax1026; τὸ φ. ἐπικαίουσι Plu.2.553c.
II undershrub, opp. δένδρα, θάμνος, πόα, defined as τὸ ἀπὸ ῥίζης πολυστέλεχες καὶ πολύκλαδον, Thphr. HP 1.3.1.
German (Pape)
[Seite 1311] τό, kleines, dürres Holz, trockne Aeste, Strauchwerk, Reis, bes. Feuer anzumachen, gew. im plur.; Her. 4, 62; Ar. Pax 991 Av. 642; Xen. Cyr. 5, 2,15; Sp.; φρυγάνων ξυλλογή Thuc. 3, 111; Xen. An. 4, 3,11.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
menu bois mort, broussailles.
Étymologie: φρύγω.
Russian (Dvoretsky)
φρύγᾰνον: (ῡ) τό преимущ. pl. хворост Her., Thuc. etc.
Greek (Liddell-Scott)
φρύγᾰνον: [ῡ], τό, (φρύγω) ὡς καὶ νῦν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. φρύγανα, ξηρὰ ξύλα, ξηροὶ θάμνοι, κλάδοι κλπ. χρήσιμοι πρὸς καῦσιν, «τσάκνα», Λατ. sarmenta virgulla, Ἡρόδ. 4. 62, Ἀριστοφ. Ὄρν. 642, Θουκ. 3. 111, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 11, πρβλ. φρύγω Ι· φρυγάνοις καὶ λίθοις περιφράξαντες Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 8. 20, 5· ― τὸ ἑνικὸν μόνον ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας, = τὰ φρύγανα· μαντικῶς τὸ φρ. τίθεσθαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1026· τὸ φρ. ἐπικαίουσι Πλούτ. 2. 553C. II. Ὁ Θεόφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 1, μνημονεύει τὰ φρύγανα ὡς ἰδιαιτέραν τάξιν ἢ διαίρεσιν τοῦ φυτικοῦ βασιλείου διακρινομένην ἀπὸ τῶν τάξεων τῶν δένδρων, θάμνων, ποῶν. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φρύγανα· ὕλη λεπτὴ καὶ ξηρά».
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of phrugo (to roast or parch; akin to the base of φλόξ); something desiccated, i.e. a dry twig: stick.
English (Thayer)
φρυγανου, τό (from φρύγω or φρύσσω, φρύττω, to dry, parch; cf. Latin frigo, frux, fructus), a dry stick, dry twig; generally in the plural this word comprises all dry sticks, brush-wood, fire-wood, or similar material used as fuel: Herodotus 4,62; Arstph, Thucydides, Xenophon, Philo, others; the Sept. for קַשׁ, straw, stubble, חָרוּל, bramble, Job 30:7.)
Greek Monotonic
φρύγᾰνον: [ῡ], τό (φρύγω), κυρίως στον πληθ., ξερά φρύγανα, ξύλα για φωτιά, Λατ. sarmenta, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ο ενικ. μόνο με περιληπτική σημασία, = τὰ φρύγανα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
φρύ¯γᾰνον, ου, τό, φρύγω
mostly in plural dry sticks, firewood, Lat. sarmenta, Hdt., Ar., etc.:—the sg. only in collective sense = τὰ φρύγανα, Ar.
Chinese
原文音譯:frÚganon 弗呂瓜農
詞類次數:名詞(1)
原文字根:點燃
字義溯源:枯枝,柴,樹枝;源自(Φρυγία)X*=烤),而 (Φρυγία)X*出自(φλόξ)=火焰), (φλόξ)又出自(κημόω / φιμόω)X*=焚燒,閃光)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 柴(1) 徒28:3
Mantoulidis Etymological
πληθ. φρύγανα (=ξερά ξύλα, τσάκνα). Ἀπό τό φρύγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.