υπογράφω

From LSJ
Revision as of 14:50, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source

Greek Monolingual

ὑπογράφω ΝΜΑ γράφω
1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ.
γ. «ὁ δεῖνα ὑπέγραψα ὑπὲρ αὑτοῦ διὰ τὸ λέγειν αὐτὸν γράμματα μὴ εἰδέναι», πάπ.)
2. εγκρίνω, αποδέχομαι (α. «μάλιστα, το υπογράφω» β. «ὑπογράψαντες μὲν ἀνάστασιν σωμάτων νεκρῶν, οὐ λαμβάνοντες δέ», Ιωάνν. Χρυσ.)
νεοελλ.
1. επικυρώνω συμφωνία με την υπογραφή μου (α. «υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης» β. «θα υπογράψουν τα συμβόλαια αύριο»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο υπογεγραμμένος, η υπογεγραμμένη
τυπική έκφραση πριν από το όνομα αυτού που υπογράφει
3. (το θηλ. παθ. μτχ. παρακμ.) γραμμ. σύμβολο της αρχαίας ελληνικής το οποίο δηλώνει το υποτακτικό φωνήεν -ι τών μακρόφωνων διφθόγγων αι, ηι και ωι
4. φρ. «υπογράφω και με τα δυο μου χέρια» — συμφωνώ απολύτως
μσν.
τίθεμαι ως βάση («εἰς συμπλήρωσιν τῆς τὸ πᾶν ὑπογραφούσης ὁλότητος γινώσκεται πεποιημένη», Μαξ. Ομολ.)
μσν.-αρχ.
1. προσθέτω, κάνω προσθήκες σε γραπτό κείμενο (α. «τῇ στήλῆ ὑπέγραψαν ὄτι οὐκ ἔμειναν τοῖς ὅροις», Θουκ.
β. «μετεμελήθησαν τῷ παρ' ἡμῶν ἐπιδοθέντι αὐτοῖς βιβλίῳ ὑπογράφοντες», Βασ.)
2. γράφω κατ' εντολήν ή καθ' υπαγόρευση («οὐκ ἔχων οὐδὲ τὸν ὑπογράφοντα», Ιουλ.)
3. καταγράφωὑπογράφω ᾆσμα», Γρηγ. Νύσσ.)
4. εκπροσωπώ («οἱ δύο λησταὶ τοὺς δύο ὑπέγραφον λαούς», Ισίδ. Πηλ.)
5. φαντάζομαι, ανακαλώ στη μνήμη μου («ὑπόγραψόν μοι τὸν Ἠλίαν τοῖς ὀφθαλμοῖς», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. διατυπώνω πρόσθετη κατηγορία εναντίον κάποιου («εἴ τι καινὸν ὑπογράφει τὠμῷ βίῳ», Ευρ.)
2. γράφω γραμμές ή σχέδια ως σχολικά υποδείγματα
3. σχεδιάζω κάτι ως υπόδειγμα, ως οδηγό («ἡ πόλις νόμους ὑπογράφει», Πλάτ.)
4. σχεδιάζω («οἱ γραφεῖς ὑπογράψαντες ταῖς γραμμαῖς οὕτως ἐναλείφουσι τοῖς χρώμασι τὸ ζῷον», Αριστοτ.)
5. μτφ. σχεδιάζω αμυδρά, δίνω μια γενική εικόνα («ἡ φύσις τοῖς τιμιωτέροις ὑπογράφει τὴν βοήθειαν», Αριστοτ.)
6. περιγράφω σε γενικές γραμμές, δίνω τα κύρια μόνο σημεία («τύπῳ... ὑπογεγράφθω περὶ ψυχῆς», Αριστοτ.)
7. σημειώνω πάνω στον χάρτη («πόλεις ὑπογράψας», Πτολ.)
8. υποθηκεύω («ὑπογράψονται τὼς χώρως», πάπ.)
9. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) γυναίκα με βαμμένα τα μάτια
10. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ ὑπογεγραμμένα- ιατρ. τα συμπτώματα που έχουν αναφερθεί
11. φρ. α) «κατὰ τὰ ὑπογεγραμμένα» — όπως έχει δηλωθεί ανωτέρω (παπ.)
β) «ὑπογράφω τὰς καταβολάς» — υπογράφω κατοχυρώνοντας το δικαίωμα πληρωμής (Δημοσθ.)
γ) «τοὺς ἵππους ἰδίους ὑπογράφω» — γράφω το όνομά μου για να δηλώσω την κυριότητα (Διόδ.)
δ) «ὑπογράψας ἐπιβουλεῦσαι με» — κατηγορώντας με για συνωμοσία (Δημοσθ.)
ε) «ὑπογράφω κρίσεις τινί» — διατυπώνω κατηγορίες εναντίον κάποιου (Πολ.)
στ) «ὑπογράφω τὴν ἀντωμοσίαν τινί» — καταθέτω κατηγορία εναντίον κάποιου (Θεμίστ.)
ζ) «ὑπογράφομαι ἐμαυτῷ εἰς μνήμην» — σημειώνω κάτι για να το θυμηθώ (Αππ.)
η) «ὑπογράφω [ή ὑπογράφομαι] τοὺς ὀφθαλμούς [ή τὰ βλέφαρα]» — βάφω τα μάτια μου, τα βλέφαρα.