ἐξαρτύω

From LSJ
Revision as of 09:20, 7 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαρτῡ́ω Medium diacritics: ἐξαρτύω Low diacritics: εξαρτύω Capitals: ΕΞΑΡΤΥΩ
Transliteration A: exartýō Transliteration B: exartyō Transliteration C: eksartyo Beta Code: e)cartu/w

English (LSJ)

[ῡ],
A get ready, τἄνδον ἐξάρτυε E.El. 422; equip thoroughly, fit out, ἐπίπλουν Th.2.17:—more freq. in Med., get ready for oneself, fit out, ναυτικόν Id.1.13, al.; τὰ ἡμέτερα ib.82; φόνον γε μητρὸς ἐξαρτύσομαι will set about it, E.El.647: c. inf., οἷον ἐξαρτύεται γάμον γαμεῖν A.Pr.908:—Pass., to be got ready, πάντα σφι ἐξήρτυτο ἐς τὴν κάτοδον Hdt.1.61; πόλεμος ἐξαρτύεται = is preparing, E.Heracl.419: especially in pf. part. Pass., equipped, harnessed, Id.Hipp. 1186: c. dat. rei, furnished or provided with, ἐξηρτῡμένος νεηνίῃσι καὶ κυσί Hdt.1.43; ὕδατι καὶ σιτίοισι εὖ ἐ. Id.2.32; τόξοισιν ἐξηρτυμένοι (ἐξηρτημένοι cod. Med.) A.Pr.711; ναυτικὰ πλοίοις μακροῖς ἐ. Th.1.14; τοῖς ἄλλοις ἅπασιν ἄριστα ἐ. ib.80; καὶ ναυσὶ καὶ πεζῷ ἅμα ἐξαρτυθείς Id.6.31; τὰ πρὸς τὴν χρείαν D.S.20.4.
II Med., train musically, Plu.2.973d.
III ἐξαρτύειν· παιδεραστεῖν, Hsch.

Spanish (DGE)

• Morfología: [dór. med. aor. ind. 1a sg. ἐξηρτυόμαν Anaxil.15.2]
I tr.
1 disponer, preparar, dejar listo c. ac. de cosa τἄνδον ἐξάρτυε E.El.422, frec. ref. a preparativos bélicos τῇ Πηλοποννήσῳ ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν ἐξαρτύοντες preparando una expedición naval de cien naves contra el Peloponeso Th.2.17, cf. D.S.18.72, ταύτας ἐξήρτυε τὰς παρασκευάς Plb.5.92.1, ἐξήρτυε ... στόλον ναυτικόν Hdn.2.14.7, cf. 3.1.7, Plb.1.36.8, 14.1.2, 29.26.1, D.S.13.71, 20.82, Arr.Ind.27.10, οἱ τὴν ἐπιβουλὴν ἐξαρτύσαντες ref. a los asesinos de César, D.C.Epit.Xiph.33.8, en v. pas. πάντα σφι ἐξήρτυτο ἐς τὴν κάτοδον todo había sido preparado para su regreso Hdt.1.61, οἳ ... τοῖς ἄλλοις ἅπασιν ἄριστα ἐξήρτυνται los cuales están muy bien provistos de todo lo demás Th.1.80, ναυσὶ καὶ πεζῷ ἅμα ἐξαρτυθείς Th.6.31
esp. en part. perf. pas. equipado, guarnecido, provisto frec. c. dat. instrum. ὕδατί τε καὶ σιτίοισι εὖ ἐξηρτυμένοι bien provistos de agua y de víveres Hdt.2.32, ἐξηρτυμένοι λογάσι τε νεηνίῃσι καὶ κυσί para una cacería, Hdt.1.43, τόξοισιν ἐξηρτυμένοι A.Pr.711, (ναυτικὰ) πλοίοις μακροῖς ἐξηρτυμένα Th.1.14, ἐξηρτυμένας πώλους ... ἐστήσαμεν E.Hipp.1186, πάντα δὲ ἐξηρτυμένα ἱκανῶς Pl.Criti.117d, c. ac. de rel. τὰ πρὸς τὴν χρείαν ἐξηρτυμένοι D.S.20.4
en v. med. mismo sent. πόλεμος ἐξαρτύεται E.Heracl.419, ναυτικά τε ἐξηρτύετο ἡ Ἑλλάς Grecia ponía a punto sus fuerzas navales Th.1.13, cf. 121, 2.13, Plu.Luc.13, τὰ ἡμέτερ' ... ἐξαρτύεσθαι poner a punto nuestros asuntos Th.1.82, φόνον γε μητρὸς ἐξαρτύσομαι E.El.647, κιθάρας, λύρας, σκινδαψὸν ἐξηρτυόμαν Anaxil.l.c., πάντα δ' ἐξαρτύονται πρὸς τὴν ἔξοδον I.BI 3.89, κυβερνήτης ... ἐξαρτυσάμενος τὸ σκάφος Onas.4.5, λόγον ὥσπερ ὄργανον ἐξαρτυόμενος Plu.Per.8, cf. Antiochus Ascalonius 13, τὸ σῶμα πρὸς τοὺς ἀγῶνας ἐξαρτυόμενος Plu.Dem.6, δυνάμεις τε ἐξηρτύετο D.C.51.5.5, πρὸς τὸ μέλλον ἑτέρας ἐξηρτύοντο μηχανάς Eun.VS 488, τὰ ἐς τὸν πόλεμον ... ἐξαρτύεσθαι Procop.Pers.2.6.19, c. or. complet. de inf. οἷον ἐξαρτύεται γάμον γαμεῖν según la boda que se dispone a celebrar A.Pr.908, c. dat. instrum. πᾶσιν ἐξηρτύσαντο τοῖς εἰς τὸν ἀγῶνα ἐπιτηδείοις se pertrecharon de todo lo necesario para el combate D.H.5.45
abs. hacer preparativos πρὸς πολιορκίαν τῶν ἐρυμάτων ἐξηρτύετο I.BI 3.127, ἐκείνη ... ἡ μακαρία πάντως ἐξήρτυσε καὶ ἐξαρτύσασα εἰς πρόσωπον ἀγγέλων οὐκ ὤφθη Epiph.Const.M.43.88B.
2 adiestrar, instruir c. ac. de pers. Παῦλος τὸν ... μαχητὴν ἐξαρτύει en el combate espiritual, Cyr.Al.Ep.Fest.15.1.93, en v. pas. Τίμων ... ὑπὸ Μενεδήμου τὸ ἐριστικόν φησι λαβόντα ἐξαρτυθῆναι Numen.25.23.
3 mús., en v. med. ensayar, poner a punto c. ac. de cosa ἄσκησις ... καὶ ἀναχώρησις ... τοῦ μιμητικοῦ καθάπερ ὄργανον ἐξαρτυομένου τὴν φωνὴν καὶ παρασκευάζοντος disciplina y talento de la imitación que ensayaba y preparaba su voz como un instrumento musical ref. a un pájaro parlante, Plu.2.973d.
II ἐξαρτύειν· παιδεραστεῖν Hsch.

German (Pape)

[Seite 873] zurecht machen, zurüsten; τἄνδον ἐξάρτυε Eur. El. 422; νεῶν ἐπίπλουν Thuc. 2, 17; pass., τοῖς ἄλλοις ἅπασιν ἐξήρτυνται ἄριστα, damit waren sie aufs beste versehen, 1, 80; ὁ στόλος καὶ ναυσὶ καὶ πεζῷ ἐξαρτυθείς 6, 31; πάντα ἐξήρτυτο ἐς κάτοδον Her. 1, 61; ἐξηρτυμένος λογάσι, σίτῳ, 1, 43. 7, 147; ταῦτ' οὖν πρὸς τὸν πόλεμον ἡμῖν ἅπαντα ἐξήρτυται Plat. Legg. I, 625 d, u. so die Folgdn bes. von Kriegsrüstungen. – Med., sich rüsten, sich anschicken, οἷον ἐξαρτύεται γάμον γαμεῖν Aesch. Prom. 910; φόνον ἐξαρτύσομαι Eur. El. 647; übh. sich mit Etwas versehen, ναυτικὰ ἐξηρτύετο ἡ Έλλάς Thuc. 1, 13.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐξήρτυον;
Pass. impf. ἐξηρτυόμην, ao. ἐξηρτύθην, pf. ἐξήρτυμαι;
préparer (une expédition, une guerre, etc.) ; particul. harnacher un cheval ; Pass. être muni ou pourvu de qch;
Moy. ἐξαρτύομαι;
1 se préparer, se disposer;
2 préparer pour soi, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀρτύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαρτύω: преимущ. med.
1 устраивать, готовить (πόλεμος ἐξαρτύεται Eur.; med.: γάμον γαμεῖν Aesch.; φόνον τινός Eur.; τὸ σῶμα πρὸς τοὺς ἀγῶνας Plut.): ἐ. τἄνδον Eur. приводить в порядок домашние дела; πάντα ἐξήρτυτο ἐς τὴν κάτοδον Her. все было готово к возвращению; ὄργανον ἐξαρτύεσθαι Plut. настраивать музыкальный инструмент;
2 снабжать (τοῖσί τε ἄλλοισι καὶ σίτῳ ἐξηρτυμένοι Her.): ἐξηρτυμένος νεηνίῃσι Her. в сопровождении юношей; ὁ στόλος καὶ ναυσὶ καὶ πεζῷ ἐξαρτυθείς Thuc. военная экспедиция, состоящая из флота и пехоты; ναυτικὰ ἐξηρτύετο ἡ Ἑλλάς Thuc. Греция обзавелась флотом; τόξοισιν ἐξηρτυμένοι Aesch. вооруженные луками и стрелами;
3 снаряжать (νεῶν ἐπίπλουν Thuc.; med. ναυτικὸν στόλον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαρτύω: ῡ, παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, τἄνδον ἐξάρτυε Εὐρ. Ἠλ. 422: παρασκευάζω ἐντελῶς, ἐξοπλίζω, καὶ τῇ Πελοποννήσῳ ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν ἐξαρτύοντες Θουκ. 2. 17· συχνότερον ἐν τῷ μέσ., ναυτικά τε ἐξηρτύετο ἡ Ἑλλὰς καὶ τῆς θαλάσσης μᾶλλον ἀντείχοντο Θουκ. 1. 13, 25., 2. 13· τὰ ἡμέτερα ὁ αὐτ. 1. 82· ἐγὼ φόνον γε μητρὸς ἐξαρτύσομαι, ἐγὼ θὰ παρασκευάσω τὰ πάντα διὰ τὸν φὸνον τῆς μητρός, Εὐρ. Ἠλ. 647· μετ’ ἀπαρ., οἷον ἐξαρτύεται γάμον γαμεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 908: - Παθ., εἶμαι ἕτοιμος, πάντα σφι ἐξήρτυτο εἰς τὴν κάτοδον Ἡρόδ. 1. 61· πόλεμος ἐξαρτύεται, παρασκευάζεται, Εὐρ. Ἡρακλ. 419: - ἰδίως κατὰ μετοχ. παθ. πρκμ., ἕτοιμος, σεσαγμένος, ἐζευγμένος, ἐπὶ ἵππων, ἐξηρτυμένας πώλους παρ’ αὐτὸν δεσπότην ἐστήσαμεν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1186· ὡσαύτως μετὰ δοτ. πράγμ. (ὡς τὸ ἐξηρτημένος μετ’ αἰτ. πράγμ.), παρεσκευασμένος ἢ ἐφωδιασμένος μέ τι, ἐξηρτυμένος νεηνίῃσι καὶ κυσὶ Ἡρόδ. 1. 43· ὕδασι καὶ σιτίοισι εὖ ἐξ. 2. 32· τόξοισιν ἐξηρτυμένοι (διάφ. γραφ. ἐξηρτημένοι) Αἰσχύλ. Πρ. 711· πλοίοις μακροῖς ἐξ. Θουκ. 1. 14· τοῖς ἅπασιν ἄριστα ἐξ. αὐτόθι 80· καὶ ναυσὶ καὶ πεζῷ ἅμα ἐξαρτυθεὶς ὁ αὐτ. 6. 31· ἐν 6. 17 ὑπάρχει διάφ. γραφ. ἐξήρτηται. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ., ὡσαύτως, ἐξασκῶ, καθάπερ ὄργανον ἐξαρτυομένου τὴν φωνὴν καὶ παρασκευάζοντος Πλούτ. 2. 973D: πρβλ. ἐξάρτυσις.

Greek Monolingual

ἐξαρτύω) αρτύω
ετοιμάζω, συγυρίζω κάτι («χώρει δ' ἐς δόμους, ὅσον τάχος καὶ τάνδον ἐξάρτυε», Ευρ.)
αρχ.
μέσ.
1. συμπληρώνω τα εφόδιά μου, προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι με κάτι ή ως προς κάτι («ναυτικά τε ἐξηρτύετο ἡ Ἑλλάς», Θουκ.)
2. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω («ἐγὼ φόνον γε μητρὸς ἐξαρτύσομαι», Ευρ.)
3. εξασκώ
4. (μτχ.) ἐξηρτημένος
έτοιμος, σαμαρωμένος, ζευγμένος.

Greek Monotonic

ἐξαρτύω: [ῡ], μέλ. -ύσω, ετοιμάζω, παρασκευάζω εντελώς, εφοδιάζω, εξοπλίζω, σε Ευρ., Θουκ. — Μέσ., ετοιμάζω για τον εαυτό μου, εφοδιάζομαι, εξοπλίζομαι, στον ίδ.· με απαρ., ἐξαρτύεται γαμεῖν, σε Αισχύλ. — Παθ., είμαι έτοιμος, πάντα σφι ἐξήρτυτο, σε Ηρόδ.· σε Παθ. μτχ. παρακ. έτοιμος, ζεμένος (λέγεται για άλογο), σε Ευρ.· με δοτ. πράγμ., εφοδιασμένος, εξοπλισμένος ή προμηθευμένος με κάτι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.

Middle Liddell

fut. ύσω
to get ready, equip thoroughly, fit out, Eur., Thuc.:—Mid. to get ready for oneself, fit out, Thuc.: c. inf., ἐξαρτύεται γαμεῖν Aesch.:— Pass. to be got ready, πάντα σφι ἐξήρτυτο Hdt.:—in perf. pass. part., equipt, harnessed, Eur.; c. dat. rei, furnished or provided with, Hdt., Aesch., etc.

Mantoulidis Etymological

(=ἑτοιμάζω, ἐφοδιάζω). Σύνθετο ἀπό τό ἐκ + ἀρτύω (=καρυκεύω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.