ἱδρόω

From LSJ
Revision as of 18:47, 11 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱδρόω Medium diacritics: ἱδρόω Low diacritics: ιδρόω Capitals: ΙΔΡΟΩ
Transliteration A: hidróō Transliteration B: hidroō Transliteration C: idroo Beta Code: i(dro/w

English (LSJ)

[ῐ by nature, cf. ἀφῐδρωσον Com.Adesp.3 D.], v. sub fin.: fut. ἱδρώσω Il.2.388: aor. ἵδρωσα 4.27, X.Cyr.8.1.38: pf. ἵδρωκα Luc.Merc. Cond.26:—Pass., pf. ἵδρωται Id.Herm.2: (ἶδος):—sweat, perspire, esp. from toil, τὸν δ' ἱδρώοντα Il.18.372; ἵππους λῦσαν.. ἱδρώοντας Od.4.39; of a hunted deer, ἤϊξε.. σπεύδουσ' ἱδρώουσα Il.11.119; ἱδρώσει.. τελαμὼν ἀμφὶ στήθεσφιν it shall reek with sweat, 2.388: c. acc. cogn., ἱδρῶ θ' ὃν ἵδρωσα μόγῳ 4.27; διὰ τί τὸ πρόσωπον μάλιστα ἱδροῦσιν; Arist.Pr.867b34, cf. 866b28.—The contr. forms (really from ἱδρώ-ω) have ω, ῳ for ου, οι (cf. ῥιγόω), fem. part. ἱδρῶσαι Il.11.598; 3pl. ἱδρῶσι Theophrastus Sud.36; opt. ἱδρῴη Hp.Aër.8: codd. of X. vary between ἱδροῦντι and ἱδρῶντι, HG4.5.7, Cyr.1.4.28, but ἱδροῦντι An.1.8.1, ἱδροῦσι Arist. Il.cc.; ὡς ἂν ἱδρῶντες, corrupted to ὡσανεὶ δρῶντες, Ph.1.490: pres. ἱδρώω in Luc.Syr.D.10,17; Ep.part. ἱδρώουσα, -οντα (v. supr.), -οντας Ar.Pax1283 (hex.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἵδρωσα, pf. ἵδρωκα;
1 suer, transpirer ; acc. : ἱδρῶ ἱδρ. IL être couvert de sueur;
2 en parl. de vêtements être mouillé de sueur.
Étymologie: ἱδρώς.

German (Pape)

kontrah. ion. und ep. in ω und ῳ statt in ου und οι, ἱδρῴη, Hippocr., schwitzen, bes. vor Anstrengung, ἱδρῶθ' ὃν ἵδρωσα μόγῳ, Il. 4.27 und öfter; ἵππους ἱδρώοντας Od. 4.39; ἵπποι ἱδρῶσαι Il. 11.598; ἱδρώουσα ἔλαφος, vom Angstschweiß, ib. 119 (s. ἱδρώω); ἱδρῶντι (so nach den besten mss., nicht ἱδροῦντι) τῷ ἵππῳ Xen. Hell. 4.5.7; οὔτε πρὶν ἱδρῶσαι δεῖπνον αἱρείτω Cyr. 8.1.38; ἱδροῦσι τοὺς πόδας, an den Füßen, Arist. Probl. 2.31; ἱδρῶσαι αἱματώδει περιττώματι, blutartige Feuchtigkeit ausschwitzen, part. an. 3.5.

Russian (Dvoretsky)

ἱδρόω: (ῑ) (Hom. тж. ἱδρῶ ἱ.) покрываться потом, потеть: ἵπποι ἱδρῶσαι Hom. покрытые потом кобылицы; πρὶν ἱδρῶσαι Xen. до появления пота, т. е. прежде, чем станет ощущаться усталость; ἱδρόω τὸ πρόσωπον Arst. у меня потеет лицо; ἱδρῶσαι αἱματώδει περιττώματι Arst. покрываться кровавым потом.

Greek (Liddell-Scott)

ἱδρόω: ῑ, ἴδε ἐν τέλει: μέλλ. -ώσω, Ἰλ. B. 388. ἀόρ. ἵδρωσα, Ἰλ., Ξεν.: πρκμ., ἵδρωκα, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 26: - Παθ., πρκμ. ἵδρωται, ὁ αὐτ. ἐν Ἑρμοτ. 2: (ἶδος) Ἱδρώνω, Ὅμ. (ἰδίως ἐν τῇ Ἰλ.) ἕνεκα κόπου, τὸν δ’ ἱδρώοντα Ἰλ. Σ. 372· ἵππους ὑπὸ ζυγοῦ ἱδρώοντας Θ. 543, Ὀδ. 39, πρβλ. Ἰλ. Β. 390, Λ. 598· ἐπὶ ἐλάφου διωκομένης, ἤϊζε... σπεύδουσ’ ἱδρώοσα Λ. 119· ἱδρώσει τελαμών ἀμφὶ στήθεσι, «ὑγρανθήσεται ὑπὸ τοῦ ἱδρῶτος τοῦ πολεμοῦντος» (Σχόλ.), B. 388· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἱδρῶθ’ ὃν ἵδρωσα μόγῳ Δ. 27: - μεταγεν., ἱδρ. διὰ τί τὸ πρόσωπον... ἱδροῦσιν; Ἀριστ. Προβλ. 2. 17, πρβλ. 2. 2., 2. 31, 32. - Τὸ ῥῆμα τοῦτο, ὡς τὸ ἀντίθετον αὐτῷ, ῥιγόω, συναιρεῖται ἀνωμάλως εἰς ω καὶ ῳ ἀντὶ ου καὶ οι, θηλ. μετοχ. ἱδρῶσαι, Νηλήϊαι ἵπποι ἱδρῶσαι Ἰλ. Λ. 598 (ἐκτεταμ. ἱδρώουσα αὐτόθι 119)· ἀρσ. ἐκτεταμ. ἱδρώοντα, -οντας· γ΄πληθ. ἱδρῶσι Θεοφρ. Ἀποσπ. 9. 36· ἐκτ. ἱδρῴη Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ἀλλὰ παρὰ Ξεν. αἱ ἄρισται ἐκδόσεις ἔχουσιν ἱδροῦντι οὐχὶ ἱδρῶντι, Ἑλλ. 4. 5, 7, Ἀν. 1. 8, 1, Κύρ. 1. 4, 28· καὶ ἱδροῦσι, παρ’ Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - εὕρηται καὶ ἐνεστ. ἱδρώω ἐν Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 10. 17.

English (Autenrieth)

(ἱδρώς), part. ἱδρώοντα, etc., fem. pl. ἱδρῶσαι, fut. ἱδρώσει, aor. ἵδρωσα: sweat.

Greek Monotonic

ἱδρόω: [ῐ], Επικ. μτχ. ἱδρώων, μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ἵδρωσα, παρακ. ἵδρωκα (ἶδοςιδρώνω, εφιδρώνω, σε Όμηρ. (ιδίως σε Ομήρ. Ιλ.)· ἵππους ὑπὸ ζυγοῦ ἱδρώοντας, σε Ομήρ. Οδ.· ἱδρώσει τελαμών, θα βραχεί από τον ιδρώτα του πολεμιστή, σε Ομήρ. Οδ.· με σύστ. αντ., ἱδρῶθ' ὃν ἵδρωσα, στο ίδ.· αυτό το ρήμα, όπως το αντώνυμο ῥιγόω, συναιρείται ανώμαλα σε ωκαι αντί ου και οι· θηλ. μτχ. ἱδρῶσα, -αι, σε Ομήρ. Ιλ., εκτετ. τύπος ἱδρώουσα, αιτ. αρσ. ἱδρώοντα, -οντας· αλλά σε Ξεν. ἱδροῦντι, όχι ἱδρῶντι.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἱδρῶ, ἱδρόω, Μ και ἱδρώνω, Α και ἱδρώω) ιδρώς
εκκρίνω ιδρώτα
νεοελλ.
1. κοπιάζω, μοχθώ («ιδρώνει να βγάλει το ψωμί του»)
2. (για φυτά ή και πράγματα) εκβάλλω από τους πόρους μου σταγονίδια υγρού («ίδρωσε ο τοίχος»)
3. κάνω κάποιον να ιδρώσει
4. προξενώ σε κάποιον μεγάλη στενοχώρια
5. φρ. «δεν ιδρώνει τ' αφτί του» — δεν επηρεάζεται, δεν πείθεται
(νεοελλ.-μσν.) φρ.
1. «ιδρώνω μόσκο» — μοσχοβολώ
2. «ιδρώνω αίμα» — στάζω αίμα
3. «ιδρώνω το αίμα» — φοβίζω κάποιον.

Middle Liddell

ἶδος [This Verb, like its oppos. ῥιγόω, is contracted epic into ω and ωι instead of ου and οι, part. fem. ἱδρῶσα Il., lengthd. ἱδρώουσα, masc. acc. ἱδρώοντα, -οντας; but in Xen. we find ἱδροῦντι, not ἱδρῶντι.]
to sweat, perspire, Hom. (esp. in Il.); ἵππους ὑπὸ ζυγοῦ ἱδρώοντας Od.; ἱδρώσει τελαμών it shall reek with sweat, Il.; c. acc. cogn., ἱδρῶθ' ὃν ἵδρωσα Il.

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=ἱδρώνω). Ἀπό τό ἱδρώς -ῶτος. Ἀρχική ρίζα: σϝιδ-, ϝιδ-, ἀπό ὅπου καί τό ἰδίω, ἶδος, ὕδωρ, ὕω. (Λατιν. sudo, τό s ἔγινε δασεία).
Παράγωγα: ἴδρωμα, ἵδρωσις, ἐφίδρωσις, ἵδρωα ἤ ἱδρῶα, τά (=καλοκαιρινά ἐξανθήματα), ἱδρώεις, ἱδρωτήριον, ἱδρωτικός, ἀνίδρωτος, ἀνιδρωτί.

Translations

sweat

Abkhaz: аԥҳӡы алҵра; Ainu: ポッペ ヌ; Albanian: djersij; Arabic: ⁧عَرِقَ⁩; Hijazi Arabic: ⁧عِرِق⁩, ⁧عَرَّق⁩; Aramaic Classical Syriac: ⁧ܕܥܬ⁩; Armenian: քրտնել; Aromanian: asud; Assamese Central: ঘামা; Eastern: ঘমা; Asturian: sudar; Avar: гӏетӏ базе; Azerbaijani: tərləmək; Belarusian: пацець, упацець, спацець, патнець, успатнець, парыцца; Bulgarian: потя се, изпотявам се, изпотя се; Burmese: ချွေးထွက်; Catalan: suar; Chickasaw: hoyahno; Chinese Cantonese: 出汗, 標汗/标汗; Mandarin: 流汗, 發汗/发汗, 出汗; Crimean Tatar: terlemek; Czech: potit se; Danish: svede; Dutch: zweten, transpireren; Esperanto: ŝviti; Faroese: sveitta; Finnish: hikoilla; French: transpirer, suer; Friulian: sudâ; Galician: suar, transpirar; Georgian: იოფლება, ოფლიანობს; German: schwitzen; Greek: ιδρώνω; Ancient Greek: ἱδρόω; Hebrew: ⁧הִזִּיעַ⁩; Hindi: पसीना आना; Hungarian: izzad, verejtékezik, verítékezik; Icelandic: svitna; Ido: sudorifar; Ilocano: agling-et; Indonesian: berkeringat, berpeluh; Italian: sudare; Japanese: 汗をかく; Kapampangan: pauas; Kazakh: терлеу; Khmer: បែកញើស; Korean: 땀을 흘리다; Kurdish Central Kurdish: ⁧ئارەق⁩; Kyrgyz: тердөө; Lao: ເຫື່ອຕົກ, ເຫື່ອແຕກ; Latin: sudo; Latvian: svīst; Ligurian: sûâ; Lithuanian: prakaitúoti; Lombard: sudà; Macedonian: се поти, се испоти; Malay: berkeringat, berpeluh; Malayalam: വിയർക്കുക; Maltese: għereq; Maore Comorian: ulawa hari; Mongolian Cyrillic: хөлс цутгах, гоожих, хөлрөх, цантах; Neapolitan: sudà; Norwegian Bokmål: svette; Nynorsk: sveitte; Occitan: susar; Ojibwe: abwezo; Old English: swǣtan; Oromo: dafquu; Ossetian: хид кӕнын; Ottoman Turkish: ⁧ترلمك⁩; Persian: ⁧عرق کردن⁩; Piedmontese: sudé; Polish: pocić się, spocić się; Portuguese: transpirar, suar; Quechua: hunp'iy; Romanian: transpira, asuda; Russian: потеть, вспотеть, покрываться испариной, париться; Sanskrit: स्वेदते; Sardinian: suderare; Serbo-Croatian Cyrillic: зно̀јити се; Roman: znòjiti se; Slovak: potiť sa; Slovene: znojiti se; Spanish: sudar, transpirar; Swahili: -toa jasho; Swedish: svettas; Sylheti: ꠊꠣꠝꠣ; Tagalog: magpawis; Tajik: арақ кардан; Thai: เหงื่อออก; Tibetan: རྔུལ་ནག་རྒྱག, རྔུལ་ནག་ཤོར, རྔུལ་ནག་ཐོན, རྔུལ་ནག་བརྒྱབ; Tocharian B: syā-; Turkish: terlemek; Turkmen: derlemek; Tuvan: деридер; Ukrainian: поті́ти, споті́ти, употі́ти, пітні́ти, спітні́ти, упрі́ти, зіпрі́ти; Urdu: ⁧پسینه آنا⁩; Uzbek: terlamoq; Vietnamese: chảy mồ hôi, ra mồ hôi, đổ mồ hôi, mướt, toát mồ hôi; Welsh: chwysu; Yiddish: ⁧שוויצן⁩; Zazaki: ereqiyen