δεκατόω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
take tithe of a person, τινά Ep.Hebr.7.6:—Pass., pay tithe, ib.9.
Spanish (DGE)
I 1percibir, cobrar el diezmo c. gen. δουλείας ἡμῶν LXX 2Es.20.38
•c. ac. de pers. (τὸν) Ἀβραάμ (Melquisedec) cobró diezmo a Abraham, Ep.Hebr.7.6, Cyr.Al.Luc.1.300.6.
2 fig., astrol. ser dominante (σκόπει) τὸ τετράγωνον καὶ τίνι δεκατοῖ Cat.Cod.Astr.8(1).251.6.
II en v. med.-pas. ser sometido a pagar el diezmo, pagar el diezmo, Ep.Hebr.7.9, Gr.Nyss.Eun.1.634.
German (Pape)
[Seite 543] mit dem Zehend belegen, τινά N.T.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
percevoir la dîme ; Pass. payer la dîme.
Étymologie: δέκατος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκατόω [δέκατος] tienden heffen van, tienden laten betalen.
Russian (Dvoretsky)
δεκᾰτόω:
1 взимать десятину NT;
2 pass. платить десятину NT.
English (Strong)
from δεκάτη; to tithe, i.e. to give or take a tenth: pay (receive) tithes.
English (Thayer)
δεκάτῳ: perfect δεδεκάτωκα; perfect passive δεδεκατωμαι; (δέκατος); to exact or receive the tenth part (for which Greek writers use δεκατεύω (Winer's Grammar, 24)): with the accusative of person from whom, Winer's Grammar, § 40,4a.; Lightfoot St. Clement, Appendix, p. 414); passive to pay tithes (Vulg. decimor): ἀποδεκατόω.)
Greek Monotonic
δεκατόω: μέλ. -ώσω, όπως το δεκατεύω, παίρνω, λαμβάνω το δέκατο μέρος από κάποιον, τινά, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., πληρώνω τη δεκάτη, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
δεκατόω: ὡς τὸ δεκατεύω, λαμβάνω δέκατον παρά τινος, τινὰ Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ζ΄, 6· ἐν τῷ παθ., πληρώνω δέκατον, αὐτόθι 9.
Middle Liddell
like δεκατεύω, to take tithe of a person, τινα NTest.: Pass. to pay tithe, NTest.
Chinese
原文音譯:dekatÒw 得卡拖哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(第)十
字義溯源:納十分之一,取十分之一;源自(δέκατος)=十分之一);而 (δέκατος)出自(δέκατος)=第十), (δέκατος)出自(δέκα / δεκαέξ / δεκαοκτώ)*=十)
出現次數:總共(2);來(2)
譯字彙編:
1) 納了十分之一(1) 來7:9;
2) 取十分之一(1) 來7:6