προπάροιθε
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
English (LSJ)
[ᾰ], before a vowel πρόπαροιθεν
A (προπάροιθ' Od.24.416,447, A. Ag.1020), Prep. with genitive, before, in front of, ὑμείων π. μαχοίατο Il. 4.348; πάντων δὲ π. 16.218; Ἰλίου π. 15.66; Αἰγύπτου π. Od.4.355; π. ὁμίλου before the assembly, Il.23.804; π. ποδῶν at one's feet, 13.205; ποδῶν π. Od.17.357; π. ἀνδρός at a man's feet, A.l.c. (lyr.); π. θυράων before the door, i.e. outside, Od.1.107; Σκαιῶν π. πυλάων Il.6.307; π. πόλιος, πόληος, 2.811, Hes.Sc.285; πύργων π. B.5.148; ἠϊόνος π. before, i.e. along, Il.2.92; π. νεός in front of, i.e. beyond the ship, Od.9.482 (opp. μετόπισθε νεός ib.539): metaph., τῆς ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ π. ἔθηκαν Hes.Op.289.
2 before the time of, νομίμων π. A.Th.334 (lyr.).
II as adverb,
1 of place, before, in front, π. κιών Il.15.260, cf. Hes.Th. 769; οὐδ' εἴ οἱ π.… υἱὸν χαλκῷ δηϊόῳεν before his eyes, Od.4.225.
2 of time, before, first, Il.10.476, Od. 17.277; σφι π. φάνη μέγα ἔργον ere that, Il.11.734, cf. Call.Fr.182; opp. ὀπίσσω, Od.11.483; τῶν π. εὐγενετᾶν E.Ph.1510 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 738] u. vor einem Vocal προπάροιθεν, 1) als praepos. mit dem gen., vor, vom Orte; oft bei Hom.; προπάροιθεν ὁμίλου, vor, in Gegenwart der Versammlung, Il. 23, 804; πρ. ποδῶν. – Davorhin, längshin, entlang, Il. 2, 92; νεός, vor dem absegelnden Schiffe, dessen Vordertheil gegen das Meer hin gerichtet war, also vom Lande aus jenseits, Od. 9, 482; im Gegensatz von μετόπισθε νεός, 539. – Auch dem gen. nachgesetzt, Il. 14, 297. 15, 66; τῆς ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν, Hes. O. 291, wie ὠμοδρόπων νομίμων προπάροιθεν Aesch. Spt. 316. – 2) ohne Casus, als adv., – a) vom Orte, vorn, voran, davor; Il. 15, 260. 16, 319. 22, 197 Od. 17, 277. 282; h. Merc. 299; Hes. Th. 769. – b) von der Zeit, vorher; zuvor; Il. 10, 476. 11, 734; h. Cer. 377; Gegensatz ὀπίσω, Od. 11, 483; Aesch. Ag. 992.
French (Bailly abrégé)
c. προπάροιθεν.
Russian (Dvoretsky)
προπάροιθε: (ν) adv.
1 впереди, вперед: π. κιών Hom. шествуя впереди; εἶμι π. Hom. я пойду вперед;
2 раньше, прежде: τὸν π. ἰδών Hom. первым увидев его; οἱ π. Eur. люди прежних поколений.
(ν) praep. cum gen.
1 перед, впереди (πάντων π. Hom.): π. ποδῶν τινι πίπτειν Hom. упасть к чьим-л. ногам; ἠϊόνος π. Hom. вдоль берега;
2 ранее, до: π. τινος Aesch. ранее чего-л.
Greek (Liddell-Scott)
προπάροιθε: πρὸ φωνήεντος, -θεν, πρόθ. μετὰ γεν., ἔμπροσθεν, ὑμείων πρ. μαχοίατο Ἰλ. Δ. 348· πάντων δὲ πρ. Π. 218· Ἰλίου πρ. Ο. 66· Αἰγύπτου πρ. Ὀδ. Δ. 355· προπάροιθεν ὁμίλου, ἔμπροσθεν τῆς συνελεύσεως, Ἰλ. Ψ. 804· πρ. ποδῶν, παρὰ τοὺς πόδας τινός, δηλ. πρόχειρος (πρβλ. ἐμποδὼν) Ν. 205· ποδῶν πρ. Ὀδ. Ρ. 357· πρ. θυράων, ἔμπροσθεν τῆς θύρας, δηλ. ἔξωθεν, Α. 107· Σκαιῶν πρ. πυλάων Ἰλ. Ζ. 307· πρ. πόλιος Β. 811, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 385· ― ἠιόνος πρ., ἔμπροσθεν τοῦ αἰγιαλοῦ, ἐμπρὸς εἰς τὴν παραλίαν, Ἰλ. Β. 92· πρ. νεός, ἔμπροσθεν τοῦ πλοίου, Ὀδ. Ι. 482· ἀντίθετον τῷ μετόπισθε νεὸς αὐτόθι 539· π[ροπάροι]θεν αὐλᾶς Βακχυλ. ΙΙΙ, 32· πύργων προπάροιθε κιχήσας ὁ αὐτ. 5, 148· ― μεταφ., τῆς ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 287. β) οὐδέποτε μετὰ δοτ., διότι ἐν χωρίοις οἷα τὰ ἐν Ἰλ. Λ. 734, Ὀδ. Δ. 225, ἡ δοτ. ἀνήκει εἰς τὸ ῥῆμα, τὸ δὲ προπάροιθε κεῖται ὡς ἀνεξάρτητον ἐπίρρ. 2) πρὸ τοῦ καιροῦ, Αἰσχύλ. Θήβ. 334. ΙΙ. ὡς ἐπίρρ., 1) ἐπὶ τόπου, ἔμπροσθεν, πρόσω, πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἰλ. Ο. 260, Ὀδ. Ρ. 277, Ἡσ. Θ. 769. 2) ἐπὶ χρόνου, πρότερον, προηγουμένως (ἴδε ὀπίσω), Ἰλ. Κ. 476, Λ. 734, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1019· ἀντίθετον τῷ ὀπίσσω, Ὀδ. Λ. 483· τῶν πρ. εὐγενετᾶν Εὐρ. Φοίν. 1510.
Greek Monolingual
Α
Ι. (πρόθ. συντασσόμενη με γεν.)
1. τοπ. μπροστά από (α. «Σκαιῶν προπάροιθε πυλάων», Ομ. Ιλ.
β. «τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι», Ησίοδ.)
2. χρον. πριν από («νομίμων προπάροιθεν», Αισχύλ.)
II. (ως επίρρημα)
1. τοπ. μπροστά («δόμοι ἠχήεντες... δεινὸς δὲ Κύων προπάροιθε φυλάσσει», Ησίοδ.)
2. χρον. προηγουμένως, στο παρελθόν («τῶν προπάροιθεν εὐγενετᾱν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πάροιθε(ν) «μπροστά σε κάποιον, ενώπιον»].
Greek Monotonic
προπάροιθε: πριν από φωνήεν -θεν·
I. 1. πρόθ. με γεν., μπροστά, εμπρός από, σε Όμηρ.· προπάροιθε ποδῶν, μπροστά στα πόδια κάποιου, δηλ. πολύ κοντά, στον ίδ.· ἠιόνος προπάροιθε, εμπρός, δηλ. κατά μήκος της ακτής, σε Ομήρ. Ιλ.· προπάροιθε νεός, εμπρός, δηλ. πιο πέρα από το πλοίο, σε Ομήρ. Οδ.
2. πριν από τον καιρό του, σε Αισχύλ.
II. ως επίρρ.,
1. λέγεται για τόπο, μπροστά, πρόσω, προς τα εμπρός, εμπρός, σε Όμηρ., Ησίοδ.
2. λέγεται για χρόνο, πριν, προηγουμένως, σε Όμηρ., Αισχύλ.
Middle Liddell
I. prep. with genitive, before, in front of, Hom.; πρ. ποδῶν at one's feet, i. e. close at hand, Hom.; ἠιόνος πρ. before, i. e. along the shore, Il.; πρ. νεός before, i. e. beyond the ship, Od.
2. before the time of, Aesch.
II. as adv.,
1. of place, in front, in advance, forward, before, Hom., Hes.
2. of time, before, formerly, Hom., Aesch.