ἀντιπαρέρχομαι
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
A pass by on the opposite side, Ev.Luc.10.31: c. acc. loci, AP12.8 (Strat.).
II come up and help, as against an enemy, LXX.Wi.16.10.
III enter in place of, Diog.Oen.29.
IV penetrate, Chrysipp.Stoic.2.248.
Spanish (DGE)
I intr.
1 pasar de largo de pers. Eu.Luc.10.31, 32.
2 ir en ayuda c. gen. τὸ ἔλεος γάρ σου ἀ. LXX Sap.16.10.
II fig. tr. entrar en lugar de c. ac. τὰ ἥδοντα αὐτὴν (τὴν ψυχήν) ἀντιπαρέρχεται Diog.Oen.28.6.13
•penetrar a su vez c. ac. ἡμᾶς ἐπὶ τοῦ ἐγκεφάλου Chrysipp.Stoic.2.248.
German (Pape)
[Seite 257] vorbeigehen, Strat. 7 (XII, 8).
French (Bailly abrégé)
1 venir à la rencontre l'un de l'autre par deux routes différentes;
2 venir au secours NT;
NT: passer à distance, à l'opposé, de l'autre côté de la route.
Étymologie: ἀντί, παρέρχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπαρέρχομαι: (повстречавшись) проходить мимо (Anth. - v.l. ἄρτι παρέρχομαι NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαρέρχομαι: ἀποθ., παρέρχομαι χωρὶς νὰ πλησιάσω, χωρὶς νὰ δώσω προσοχήν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν (ὁ ἱερεὺς τὸν ἡμιθανῆ ἄνθρωπον) ἀντιπαρῆλθεν, παρῆλθε χωρὶς νὰ τὸν βοηθήσῃ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 31· μετὰ αἰτ. τόπου, Ἀνθ. Π. 12. 8. ΙΙ. προσέρχομαι εἰς ἀντίληψιν, «τοὺς δὲ υἱούς σου οὐδὲ ἰοβόλων δρακόντων ἐνίκησαν ὀδόντες, τὸ ἔλεος γάρ σου ἀντιπαρῆλθε καὶ ἰάσατο αὐτούς», Ἑβδ. Σοφ. Σολ. ιϛ΄, 10.
English (Strong)
from ἀντί and παρέρχομαι; to go along opposite: pass by on the other side.
English (Thayer)
2nd aorist ἀντιπαρηλθον; to pass by opposite to (A. V. to pass by on the other side]: Isaiah, 'he passed by on the side opposite to the wounded Prayer of Manasseh, showing no compassion for him'). (Anthol. Pal. 12,8; to come to one's assistance against a thing, Sap. xvi. 10. Found besides in ecclesiastical and Byzantine writings.)
Greek Monolingual
(AM ἀντιπαρέρχομαι)
νεοελλ.
1. αποφεύγω να κάνω μνεία («αντιπαρέρχομαι τις ύβρεις»)
2. προσπερνώ κάτι, αδιαφορώ για κάτι
3. φρ. «αντιπαρέρχομαι τον κίνδυνο» — ξεφεύγω, γλυτώνω από τον κίνδυνο
αρχ.
1. περνώ δίπλα σε κάποιον χωρίς να τον πλησιάσω, τον προσπερνώ αφήνοντας τον αβοήθητο
2. έρχομαι να βοηθήσω («τὸ ἔλεός σου ἀντιπαρῆλθε καὶ ἰάσατο αὐτούς», ΠΔ).
Greek Monotonic
ἀντιπαρέρχομαι: αόρ. βʹ -παρῆλθον, αποθ., περνώ στην αντίθετη πλευρά, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
Dep. to pass by on the opposite side, NTest.
Chinese
原文音譯:¢ntiparšrcomai 安提-爬而-誒而何買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:交換-在旁-來
字義溯源:沿著對面走去,從那邊過去;由(ἀντί)*=相對,代替,交換)與(παρέρχομαι)=近旁來)組成;其中 (παρέρχομαι)又由(παρά)*=旁,出於)與(ἔρχομαι)*=來)組成。那從耶路撒冷下耶利哥去,被打得半死的人,被丟在路邊;祭司和利未人看見他,以為他可能是死了。如果從屍體旁邊走過,就會受玷污,便得行好些潔淨的手續;為了避免這些麻煩,最簡便的方法,就是從路的對面走過去(ἀντιπαρέρχομαι)),遠遠的繞過死屍,可免受玷污
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編:
1) 從那邊過去了(2) 路10:31; 路10:32