τάβλα

From LSJ
Revision as of 22:10, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (elru replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάβλα Medium diacritics: τάβλα Low diacritics: τάβλα Capitals: ΤΑΒΛΑ
Transliteration A: tábla Transliteration B: tabla Transliteration C: tavla Beta Code: ta/bla

English (LSJ)

(so BGU 1079.29 (i A.D.)) or τάβλη, ἡ, = Lat. tabula, ἀπὸ χαλκῆς τάβλης Wilcken Chr.460.15 (ii A.D.), cf. BGU780.15 (ii A.D.); dice-table, acc. τάβλην AP9.482.27 (Agath.), but τάβλαν ib. 767 lemma; acc. τάβλαν, of a mummy-label, Wilcken Chr.499.5 (ii/ iii A.D.); acc. pl. τάβλας, of corn-distribution tokens, Sammelb.4514 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1063] ἡ, das Spiel- od. Würfelbrett, aus dem lat. tabula gebildet, VLL.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
= lat. tabula, particul. pour le jeu de dés.

Russian (Dvoretsky)

τάβλα: и τάβλη ἡ (лат. tabula) игральная доска Anth.

Greek (Liddell-Scott)

τάβλα: ἢ τάβλη, ἡ, = τῷ Λατ. tabula, ἄβαξ, ἀβάκιον κυβευτικόν, νῦν «τάβλι», τό, Ἀνθ. Π. 9. 482, 27., 9. 767, Ἀπολλών. Ἐφέσ. 1385Α, κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ταῡλα Μ, και τάβλη Α
νεοελλ.
1. σανίδα με αρκετό πάχος
2. χαμηλό στενόμακρο τραπέζι (α. «βάλε του τάβλα να γευτεί, χρυσό σκαμνί να κάτσει», δημ. τραγούδι
β. «κι ως να γυρίστε, η τάβλα έτοιμη θά 'ναι», Ζερβ.)
3. φρ. α) «τραγούδια της τάβλας»
(λαογρ.) επιτραπέζια τραγούδια που τραγουδιούνται σε συμπόσια ή γιορτές
β) «έγινε τάβλα [στο μεθύσι]» — μέθυσε τελείως, έγινε στουπί
γ) «έχω τάβλα σήμερα»
(διαλ.) έχω προσκεκλημένους σε γεύμα
αρχ.
1. αβακας, αβάκιο
2. επιφάνεια πάνω στην οποία έπαιζαν τους κύβους, τα ζάρια
3. είδος παιχνιδιού
4. επιγραφή, ταμπέλα
5. σημείο, μάρκα με την επίδειξη της οποίας έπαιρνε κανείς μερίδιο κατά τη διανομή σιταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabula «πινακίδα, ξύλινη πλάκα, κατάλογος, επιστολή»].

Greek Monotonic

τάβλα: ή τάβλη, ἡ, = Λατ. tabula, επιφάνεια για το ρίξιμο των κύβων, το σημερινό τάβλι, σε Ανθ.

Middle Liddell

τάβλα, ορ τάβλη, ἡ,
= Lat. tabula, a dice-table, Anth.