κτενίζω

From LSJ
Revision as of 22:13, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (elru replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτενίζω Medium diacritics: κτενίζω Low diacritics: κτενίζω Capitals: ΚΤΕΝΙΖΩ
Transliteration A: ktenízō Transliteration B: ktenizō Transliteration C: ktenizo Beta Code: kteni/zw

English (LSJ)

comb, τινα anaxil.39, cf. PSI4.404.4 (Pass., iii B.C.); curry horses, ψήκτραισιν ἵππων τρίχας E.Hipp.1174: metaph., ὁ δὲ Πλάτων τοὺς ἑαυτοῦ διαλόγους κτενίζων καὶ βοστρυχίζων D.H.Comp. 25:—Med., κτενίζεσθαι τὰς κόμας = comb one's hair, Hdt.7.208: so abs., Ar.Fr.603, Antiph.148.4:—Pass., ἐκτενισμένος = with one's hair combed, Archil.165, cf. Semon.7.65; εἰ κτενισθείη Hippiatr.94.

German (Pape)

[Seite 1518] kämmen; ψήκτραισιν ἵππων ἐκτενίζομεν κόμας Eur. Hipp. 1174; Anaxil. Poll. 2, 34. – Med. sich kämmen; τὰς κόμας Her. 7, 208; πλοκάμους Asius bei Ath. XII, 525 f; Sp. Auch übertr., καὶ βοστρυχίζω διαλόγους D. Hal. C. V. p. 208.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
peigner;
Moy. κτενίζομαι peigner sur soi : τὰς κόμας HDT se peigner les cheveux.
Étymologie: κτείς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτενίζω [κτείς] kammen:; ἵππων ἐκτενίζομεν τρίχας wij kamden de manen van de paarden Eur. Hipp. 1174; med. zich kammen:. τὰς κόμας zijn haren kammen Hdt. 7.208.3.

Russian (Dvoretsky)

κτενίζω: чесать, расчесывать (ψήκτραισιν ἵππων κόμας Eur.); pass. (тж. κ. κόμας Her.) причесываться Plut.

Greek Monolingual

χτενίζω και κτενίζω / κτενίζω, ΝΜΑ
1. διευθετώ, τακτοποιώ με χτένι τα μαλλιά, τα γένεια, το μουστάκι (α. «... στ' άφεγγα τή χτενίζει», δημ. Τραγούδι
β. «κτενίζεσθαι τὰς κόμας», Ηρόδ.)
2. μτφ. (σχετικά με γραπτό κείμενο) κάνω τελική επεξεργασία, ευτρεπίζω (α. «τέλειωσε το κείμενό του, αλλά πρέπει να το χτενίσει» β. «ὁ Πλάτων τοὺς ἑαυτοῦ διαλόγους κτενίζων καὶ βοστρυχίζων», Διον. Αλ.)
3. κάνω ξάνση με χτένι, λαναρίζω
νεοελλ.
1. μτφ. ψάχνω, ερευνώ εξονυχιστικά
2. παροιμ. α) «μ' έλουσαν μέ χτένισαν, ξέρω ποιοι μέ γέννησαν» ή «λούζεις με χτενίζεις με, ξέρω ποια 'ναι η μάνα μου» — όσες περιποιήσεις κι αν κάνουν άλλοι σε κάποιον, η αγάπη για τους γονείς και ιδιαίτερα για τη μάνα είναι ισχυρότερη
β) «ο κόσμος χάνεται και η γριά» [ή η κυρα] χτενίζεται» — λέγεται για κάποιον που δεν έχει συναίσθηση της σοβαρότητας μιας κατάστασης και ασχολείται, ευχαριστημένος μάλιστα, με ασήμαντα πράγματα
αρχ.
τακτοποιώ με ειδική βούρτσα και καθαρίζω τη χαίτη και το τρίχωμα του αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτείς, κτενός (βλ. λ. χτένα / κτένα)].

Greek (Liddell-Scott)

κτενίζω: καὶ νῦν «χτενίζω», τινὰ Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 7· «ξυστρίζω» ἵππους, ψήκτραισιν Εὐρ. Ἱππ. 1174· μεταφορ., ὁ δὲ Πλάτων τοὺς ἑαυτοῦ διαλόγους κτενίζων καὶ βοστρυχίζων Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 25· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κτενίζεσθαι τὰς κόμας Ἡρόδ. 7. 208, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 501, Ἀντιφάν. ἐν «Μαλθάκῃ» 1. 4, ― Παθ., ἐκτενισμένος, κοινῶς: «χτενισμένος», Ἀρχίλ. 156, Σιμων. Ἰαμβ. 6. 65· ἐκτενίσθην Ἱππιατρ.

Greek Monotonic

κτενίζω: μέλ. -σω (κτείς), χτενίζω, κουράρω άλογα, σε Ευρ. — Μέσ., κτενίζεσθαι κόμας, χτενίζω τα μαλλιά μου, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

κτενίζω, fut. -σω κτείς
to comb, curry horses, Eur.:— Mid., κτενίζεσθαι τὰς κόμας to comb one's hair, Hdt.

Translations

comb

Albanian: kreh; Arabic: مَشَطَ‎; Hijazi Arabic: مَشَّط‎; Aragonese: atusar; Armenian: սանրել; Aromanian: cheaptin, chiaptin; Assamese: ফণীওৱা, কঁকিওৱা, আঁচোৰা; Asturian: peñar; Azerbaijani: daramaq; Belarusian: расчэсваць, прычэсваць; Brunei Malay: sisir; Bulgarian: чеша, сресвам; Burmese: ဖြီး; Catalan: pentinar; Cherokee: ᎠᎵᏔᏬᎠ; Chinese Mandarin: 梳, 篦; Czech: česat; Danish: rede; Dutch: kammen; Esperanto: kombi; Estonian: kammida; Faroese: greiða, kemba; Finnish: kammata; French: peigner, coiffer; Friulian: petenâ; Galician: peitear, pentear, pieitar; Gamilaraay: baadali; Georgian: ვარცხნა, დავარცხნა; German: kämmen; Greek: χτενίζω, κτενίζω; Ancient Greek: κτενίζω; Hebrew: סָרַק‎, סֵרֵק‎; Hungarian: fésül; Icelandic: greiða, kemba; Italian: pettinare; Japanese: 解かす; Kabuverdianu: pentia; Khmer: សិត, សិតសក; Kurdish Central Kurdish: داھێنان‎; Northern Kurdish: şe kirin, şeh kirin; Kyrgyz: тароо; Ladino: peynar; Latin: pecto; Latvian: ķemmēt, sukāt; Lithuanian: šukuoti; Luxembourgish: kämmen; Malay: sikat; Maori: heru, wani; Middle English: kemben; Ngazidja Comorian: utsana; Norman: dêmêler; Norwegian Bokmål: gre, greie; Occitan: penchenar; Old English: cemban; Ottoman Turkish: طرامق‎; Polish: czesać; Portuguese: pentear; Quechua: ñaqch'ay; Romanian: pieptăna; Romansch: petner, petnar, petgnar; Russian: причёсывать, причесать, расчёсывать, расчесать; Sardinian: pentonai, petenai, petenare; Scottish Gaelic: cìr; Serbo-Croatian: češljati, počešljati; Sidamo: fixxa; Slovak: česať; Slovene: česati; Sorbian Lower Sorbian: cesaś; Spanish: peinar, peinarse; Swedish: kamma; Tamil: வாரு; Telugu: దువ్వు, దువ్వుకొను; Thai: หวี; Turkish: taramak; Ukrainian: чесати, розчі́сувати; Vietnamese: chải; Vilamovian: kemma; Volapük: köbön; Yakut: тараа