κύω
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
post-Hom. form of κυέω (aor. 1 in Ep., v. infr. ΙΙ):
I in pres. and impf., of females, conceive, Λάβδα κύει τέξει δὲ κτλ. Orac. ap. Hdt.5.92.β, cf. Ar.Fr.609, Pl.Lg.789e, etc.; κύω μῆνα ὄγδοον ἤδη Luc.DMeretr.2.1; κ. ἀπό τινος Id.Gall.19: metaph., κύει πόλις ἥδε Thgn.39.
2 rarely c.acc., to be pregnant with, οὐδὲ κύουσι πολλὰ κυήματα Arist.HA543b22; παιδίον Luc.DMeretr.2.4: metaph., ἡ ψυχή μου ἀεὶ τοῦτο κύουσα (al. κυοῦσα) διῆγεν X.Cyr.5.4.35:—Pass., to be borne in the womb, τὰ κυόμενα παιδία Arist.Pr.860a21, Jul.Or.2.99c.
II in aor. Act. ἔκῡσα, causal, of the male, impregnate, metaph., ὄμβρος ἔκυσε γαῖαν A.Fr.44.4:—aor. Med. ἐκῡσάμην, of the female, conceive, οὓς τέκε κυσαμένη Hes.Th.125, cf. 405, h.Hom.1.4; Ζηνί by Zeus, Asius Fr.Ep.1.3 K.; ὅσσους… Τυφάονι κύσατο Κητώ Euph.112.—The forms κυέω and κύω seem synonymous, but κυέω (κυῶ) is the better-attested form in Att. Prose (κύοντα only v.l. in Pl. Tht.151b, κύοντες is read in Arist.HA544a23 (v.l. κύονες, ποιοῦντες) , κύοντα ib.585a3, κυόμενα (v.l. κυούμενα) Pr.l.c., κυόμενον (v.l. κυούμενον) GA730b4, but κυοῦντες HA610b3; ἐκύομεν LXX ls.59.13).—The pres. κύω has ῠ in verse, but forms of κῠέω can be restored by altering the accent.—The causal sense belongs only to the aor. ἔκῡσα.
German (Pape)
[Seite 1540] eigtl. in sich aufnehmen, in sich enthalten, bes. von schwangeren Frauen u. trächtigen Tieren, die Leibesfrucht tragen, auch empfangen, schwanger gehen; Λάβδα κύει, τέξει δὲ ὀλοοίτροχον, Orak. bei Her. 5, 92, 2, wie Theogn. 39. 1081; Bion. 6, 17; Plat. κύουσα, Legg. VII, 789 e u. 792 e (sonst immer κυέω); Callias bei Ath. X, 454 a; κύειν, Andoc. 1, 125; ἔκ τινος, Lys. 13, 42; Arist. u. Sp.; häufig mit der v.l. κυέω, vgl. Lob. zu Soph. Ai. p. 182 ff, u. App. ad Paralip. p. 556; auch übertr., ἡ ψυχή μου διῆγε τοῦτο κύουσα, ἆρά ποτε ἔσται ἀποτίσασθαι, ging schwanger mit dem Gedanken, Xen. Cyr. 5, 4, 35; fut. u. die anderen tempp. von κυέω, nur aor. med. κυσσαμένη, in der Bdtg des act., nachdem sie empfangen hatte, schwanger geworden, Hes. Th. 125. 405; richtiger würde κυσαμένη geschrieben, vgl. Buttmanns Gr. Gr.; – ἔκυσε, befruchtete, Aesch. tr. Ath. XIII, 600 a. – Die Unterscheidung zwischen κύω, befruchten, schwängern, u. κυέω, gebären, findet sich nicht bestätigt. – Vgl. auch κυνέω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. ἔκυσα ; les autres temps sont ceux de κυέω;
être grosse ou enceinte : ἔκ τινος, des œuvres de qqn ; fig. en parl. de l'esprit concevoir, acc.;
Moy. κύομαι (ao. part. κυσαμένη) être enceinte.
Étymologie: R. Κυ, grossir, enfler ; cf. κυέω, κῦμα, etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύω [~ κυέω, κύος] zwanger zijn: abs.:; κύειν... ἐξ αὐτοῦ σκήπτεται zij wendde voor dat zij zwanger van hem was Luc. 57.15; soms met acc.:; μοι κυούσης παιδίον terwijl ze zwanger is van mijn kind Luc. 80.2.4; overdr.: ἡ ψυχή μου αἰεὶ τοῦτο κυοῦσα mijn ziel was altijd zwanger van deze gedachte Xen. Cyr. 5.4.35.
Russian (Dvoretsky)
κύω: (только praes. и aor. ἔκῡσα; остальные формы - от κυέω)
1 быть беременной (ἑξήκοντα ἡμέρας Arst.; ἀπό τινος Luc.): κυσ(σ)αμένη Hes. забеременевшая;
2 носить в чреве (πολλά κυήματα Arst.; παιδίον Luc.);
3 оплодотворять (ὄμβρος ἔκυσε γαῖαν Aesch.).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κύω (Α)
1. έχω στην κοιλιά μου, συλλαμβάνω, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («κύω μῆνα ὄγδοον ἤδη», Λουκιαν.)
2. μτφ. κυοφορώ κάτι («κύει πόλις ἥδε», Θέογν.)
3. (στον ενεργ. αόρ.) ἔκυσα
αφήνω έγκυο μια γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κυῶ, κατά τα βαρύτονα ρ.].
Greek Monotonic
κύω:I. 1. στον ενεστ. και παρατ., λέγεται για γυναίκες, συλλαμβάνω, κυοφορώ, σε Χρησμ. παρά Ηροδ., σε Θέογν. κ.λπ.
2. σπανίως με αιτ., είμαι έγκυος με παιδί, σε Ξεν.
II. στον αόρ. αʹ ἔκῡσα, Ενεργ., λέγεται για τον άνδρα, καθιστώ έγκυο, γονιμοποιώ, και Μέσ. ἐκῡσάμην, λέγεται για τη γυναίκα, συλλαμβάνω, σε Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
κύω: μεθ’ Ὅμηρον τύπος τοῦ κυέω (πλὴν ἐν τῷ ἀορ. α΄, ἴδε κατωτ. ΙΙ)· Ι. κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐπὶ θηλέων, συλλαμβάνω, ἔχω ἐν γαστρί, εἶμαι ἔγκυος, Λάβδα κύει, τέξει δὲ Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 92, 2, Θέογν. 39. 1081, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 458, Ξεν., κλ.· κύω μῆνα ὄγδοον ἤδη Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 2. 1· κ. ἀπό τινος Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτ. 19. 2) σπαν. μετ’ αἰτιατ., κυοφορῶ τι, κυήματα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 11, 4· παιδίον Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 2. 4· μεταφορ., ἡ ψυχή μου ἀεὶ τοῦτο κύουσα (ἄλλ. κυοῦσα) διῆγεν Ξεν. Κύρ. 5. 4, 35· ― παθ., κυοφοροῦμαι, φέρομαι ἐν τῇ κοιλίᾳ, Ἀριστ. Προβλ. 1. 9, 2. ΙΙ. κατ’ ἐνεργ. ἀόρ. ἔκῡσα, μεταβ. ἐνεργείας, ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, κάμνω τινὰ νὰ ἐγκυμονῇ, μεταφορ., ὄμβρος ἔκυσε γαῖαν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 38. πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 24· καὶ μέσ. ἀόρ. ἐκῡσάμην, ἐπὶ τῆς θηλείας, συλλαμβάνω, ὃν τέκε κυσαμένη (ὡς παρ’ Ὁμ. ὑποκυσαμένη) Ἡσ. Θ. 125, πρβλ. 405, Ὁμ. Ὕμν. 26. 4· Ζηνί, παρὰ τοῦ Διός, Ἄσιος παρὰ Παυσ. 2. 6, 4· ὅσσους... κύσατο Κητὼ Εὔπολ. ἐν Ἀποσπ. 86. ― Οἱ τύποι κυέω καὶ κύω φαίνονται ἐν χρήσει ἀδιακρίτως, ἂν καὶ οἱ Ἀττικοὶ προτιμῶσι τὸν τύπον κυέω· ἀλλὰ παρατηρητέον ὅτι τὸ κυέω εἶναι κοινότερον ἐν τῇ μεταβατ. σημασ., τὸ δὲ κύω ἐν τῇ ἀμεταβ. Ἡ μεταβατ. ἐνεργείας σημασίας ἀνήκει εἰς μόνον τὸν ἀόρ. ἔκῡσα, ὅστις διακριτέος ἀπὸ τοῦ ἔκῠσα (ἀόρ. α΄ τοῦ κυνέω)· ἄγνοια τῆς διαφορᾶς ταύτης τῆς ποσότητος παρεπλάνησε καὶ αὐτὸν τὸν Wolf, ὅστις ἔγραψεν ἐν Ὁμήρῳ ὑποκυσσαμένη.
Middle Liddell
κύω,
I. in pres. and imperf., of females, to conceive, Orac. ap. Hdt., Theogn., etc.
2. rarely c. acc. to be pregnant with a child, Xen.
II. in aor1 ἔκῡσα, Causal, of the male, to impregnate, and mid. ἐκῡσάμην, of the female, to conceive, Hes.