φλεγμονή
Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst
English (LSJ)
ἡ,
A fiery heat, dub.l. in Plu.2.398e (pl.).
II inflammation, Pl.Ax.366a (pl.), Philem.113, Plu.2.699e, Alex.35, etc.
2 Medic., inflamed tumour, boil, Hp.VM18, Epid.3.4, Pl.Ax.368c, Gal.10.66.
III metaph., heat, passion, excess, παθητικὴ φλεγμονή Chrysipp.Stoic.3.118; ἡ φλεγμονή τῶν παθῶν ib.124, cf. LXX 4 Ma.3.17 (pl.), Plu.2.994a, Ath.1.10e.
German (Pape)
[Seite 1291] ἡ, 1) Entzündung der Teile unter der Haut, Geschwulst, Plat. Ax. 366 a 368 c u. Sp. – 2) übertr. Leidenschaft, Erhitzung des Gemüths, bes. Brunst, Geilheit; Athen. I, 10; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. au propre 1 chaleur ardente;
2 inflammation, tumeur enflammée;
II. fig. 1 échauffement des esprits, ardeur des passions;
2 ardeur des sens, libertinage.
Étymologie: φλέγω.
Russian (Dvoretsky)
φλεγμονή: ἡ
1 горящая масса (πέτραι καὶ φλεγμοναί Plut.);
2 лихорадка, жар Plut.;
3 воспаление (φλεγμοναὶ περὶ τραύματα Plut.);
4 возбуждение, волнение (φ. καὶ στυγνότης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φλεγμονή: ἡ, μεγάλη θερμότης, Πλούτ. 2. 699Ε, πρβλ. 398Ε. ΙΙ. φλόγωσις, Πλάτ. Ἀξ. 366Α, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 25, κλπ. 2) παρὰ τοῖς ἰατρ. συγγραφεῦσιν, οἴδημα ἐκ φλογώσεως προελθόν, «πρήξιμον», Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Πλάτ. Ἀξ. 368C, Γαλην., πρβλ. Πλουτ. Ἀλέξ. 35, κλπ.· phlegmona παρὰ Πλινίῳ 20. 13. ΙΙΙ. μεταφορ., ἔξαψις, πάθος, ὀργή, Πλούτ. 2. 994Α, 1059C, Ἀθήν. 10Ε, Ἰωσήπ. Μακκ. 3. 17.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
1. ιατρ. τοπική αντίδραση τών ζωντανών ιστών και, ειδικά, τών αιμοφόρων αγγείων, του περιεχομένου τους και τών συναφών ανατομικών στοιχείων σε μια βλάβη (α. «οξεία φλεγμονή» β. «χρόνια φλεγμονή»)
2. φρ. «καταρροϊκή φλεγμονή»
ιατρ. ορώδης ή βλεννώδης υπερέκκριση ενός βλεννογόνου, χωρίς στοιχεία πύου, όπως είναι λ.χ. ο ρινικός κατάρρους, ο βρογχικός κατάρρους, ο γαστρικός κατάρρους
αρχ.
1. υψηλή θερμότητα
2. φλόγωση
3. οίδημα που οφείλεται σε φλόγωση
4. μτφ. αφροδισιακή διέγερση, έξαψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλεγμ- (πρβλ. φλέγμα, βλ. λ. φλέγω) + κατάλ. -ον-ή (πρβλ. πημονή: πῆμα, πλησμονή: πλῆσμα)].
Translations
af: ontsteking; ar: التهاب; ary: لحرقة; arz: التهاب; ast: inflamación; as: প্ৰদাহ; azb: ایلتیهاب; az: İltihab; be_x_old: запаленьне; be: запаленне; bg: възпаление; bn: প্রদাহ; bs: upala; ca: inflamació; ckb: ھەوکردن; cs: zánět; cy: llid; da: betændelse; de: Entzündung; el: φλεγμονή; en: inflammation; eo: inflamo; es: inflamación; et: põletik; eu: hantura; fa: التهاب; fi: tulehdus; fr: inflammation; ga: athlasadh; gl: inflamación; gn: ruru; he: דלקת; hi: शोथ; hr: upala; hu: gyulladás; hy: բորբոքում; id: radang; io: inflamo; is: bólga; it: infiammazione; jam: inflamieshan; ja: 炎症; kab: azzug; kk: ісіну; ko: 염증; ku: bersîvdana hewdanî; ky: сезгенүү; la: inflammatio; li: óntstaeking; lt: uždegimas; lv: iekaisums; min: radang; ml: കോശജ്വലനം; mn: үрэвсэл; ms: keradangan; nds: sweer; nl: ontsteking; nn: betennelse; no: betennelse; pl: zapalenie; ps: تسپود; pt: inflamação; ro: inflamație; ru: воспаление; sco: inflammation; se: vuolši; sh: upala; simple: inflammation; sk: zápal; sl: vnetje; sr: запаљење; sv: inflammation; ta: அழற்சி; tg: газак; th: การอักเสบ; tr: enflamasyon; tyv: дегдириишкин; uk: запалення; ur: التہاب; uz: yalligʻlanish; vi: viêm; war: inflamasyon; wa: efouwaedje; wuu: 炎症; yi: אנצינדונג; zh_yue: 發炎; zh: 炎症
Arabic: اِلْتِهَاب; Armenian: բորբոքում; Azerbaijani: iltihab; Bulgarian: възпаление; Catalan: inflamació; Chinese Mandarin: 炎症; Czech: zánět; Danish: betændelse; Estonian: põletik; Finnish: tulehdus; French: inflammation; Galician: inflamación; German: Entzündung; Greek: φλεγμονή; Ancient Greek: φλεγμονή, πύρωσις; Hawaiian: ʻūpehupehu; Hebrew: דַּלֶּקֶת; Hungarian: gyulladás; Icelandic: bólga, þroti; Irish: bruith, aodh, athlasadh, gor, séideadh, tine; Italian: infiammazione; Japanese: 炎症; Korean: 염증); Kurdish Northern Kurdish: kulbûnî; Lao: ອັກເສບ; Malay: radang; Manx: ard-lossey; Maori: pauku, mumura; Norman: enfliammâtion; Norwegian: betennelse; Polish: zapalenie; Portuguese: inflamação; Russian: воспале́ние; Slovak: zápal; Spanish: inflamación; Swedish: inflammation; Tagalog: pamamaga; Thai: การอักเสบ; Ukrainian: запалення; Vietnamese: viêm