ἐσχατιά
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
Ion. ἐσχατιή, ἡ,
A farthest part, edge, border, especially of a place, Ep., Ion., Lyr., and sometimes in Trag. (lyr.); νήσου ἐπ' ἐσχατιῆς Od.5.238; ἀγροῦ ἐπ' ἐσχατιήν (v.l. -ῆς) on the edge of the land, 4.517, cf. 5.489 (v.l. -ῇς, -ῇ); simply ἐπ' ἐσχατιῇ, -ῆς, on the edge or shore, 9.182,280; ἐπ' ἐσχατιῇ λιμένος at the mouth of the harbour, 2.391; ἐσχατιῇ πολέμοιο on the skirts of battle (i.e. farthest parts of the field), Il.11.524, cf. 20.328; ἐσχατιῇ round the edge [of the funeral pile], 23.242; ἐσχατιαῖς, for ἐν ἐ., on the outskirts, S.Ph.144 (anap.); also, of parts of the body, καρδίης ἡ ἐ. Hp.Cord.4; γένυος Arat.57: metaph., the extremity, highest point, ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῖς (v.l. -ιάς) Pi.I.6(5).12; πρὸς ἐσχατιὰν ἀρεταῖσιν ἱκάνων Id.O.3.43; τὸ μηδαμῶς ὂν ἐ. τῆς πρώτης αἰτίας Dam.Pr.441; μέχρι τῶν ἐ. Ph.1.685.
2 border of a country, ἐσχατιῇ Γόρτυνος Od.3.294; ναῖον δ' ἐσχατιὴν Φθίης Il.9 484; ἐσχατιῇ alone, Od.14.104; ἀν' ἐσχατιήν Archil.89.4: pl., αἱ ἐ. τῆς οἰκεομένης the extremities of the world, Hdt.3.106; also, borders, frontierland, τῆς Αἰτωλίδος Id.6.127: abs., Id.3.115,116, X.HG2.4.4, etc.: in Attica, a boundary estate, i.e. one at the sea-side or the foot of the mountains (cf. AB256), Aeschin.1.97, D.42.5, IG22.1594 (iv B.C.), Alciphr.3.34, cf. IG12(5).872.82 (Tenos): pl., ib.88.
3 of time, ἀν' ἐσχατιάν at last, Pi.P.11.56: so dat., ἐσχατιῇ Nic.Th.437.
4 in plural, = δύσεις, Arat.574.
German (Pape)
[Seite 1045] ἡ, der äußerste Teil, der Rand, die Gränze eines Ortes, z. B. νήσου, Od. 5, 238. 9, 182. 280; λιμένος, die Mündung des Hafens, 2, 391. 10, 96; πολέμου, der entlegenste Teil der Schlacht, die äußersten, hintersten Glieder des Treffens, Il. 11, 524. 20, 328; des Scheiterhaufens, 23, 242. So auch ἀγροῦ, vom entlegensten, fernsten Teile des Landgutes, Od. 4, 517. 5, 489; auch ἐσχατιή allein, ein einzelnes von der Stadt entlegenes Landstück, bes. am Meere od. Gebirge belegenes Landgut, Gränzstück, 14, 104; Her. 6, 107; so auch bei den Attikern (Harpocr. τὰ πρὸς τοῖς τέρμασι τῶν χωρίων, οἷς γειτνιᾷ εἴτε ὄρος εἴτε θάλασσα). Soph. Phil. 144; ἐπ' ἐσχατιᾶς κεκτημένος Plat. Legg. VIII, 842 e; Dem. 42, 5; vgl. Böckh's Staatshh. I p. 68. Bei Theocr. 13, 25 sind ἐσχατιαί abgegränzte Aecker. – Übertr., die νων Pind. Ol. 3, 45; πρὸς ἐσχατιὰς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6, 11; ἀν' ἐσχατιήν Archil. frg. 60; ἐσχατιῇ, endlich, Nic. Th. 437; – ἐσχατιαί = δύσις, Arat. 574.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
limite extrême, extrémité : πυρῆς IL bord d'un bûcher ; νήσου OD bord d'une île ; λιμένος OD entrée d'un port ; ἀγροῦ OD extrémité d'un champ ; ἐσχατιὰ πολέμοιο IL extrémité d'un combat, d'un champ de bataille ; territoire ou champ à l'extrémité d'un pays, sel. d'autres bien, domaine en gén. ; αἱ ἐσχατιαὶ τῆς οἰκουμένης HDT les extrémités du monde ; ἐπ' ἐσχατιῇ (ion.) OD, ἐσχατιαῖς SOPH à l'extrémité, à la limite extrême de la portée de la vue, càd au fond ou au loin ; particul. extrémité d'une ville bordée par la mer ou au pied d'une montagne.
Étymologie: ἔσχατος.
Russian (Dvoretsky)
ἐσχατιά: ион. ἐσχατιή ἡ тж. pl.
1 край, конец, граница, окраина (νήσου Hom.; τῆς οἰκουμένης Her.; sc. τῇς πόλεως Arst.; sc. ἀγροῦ Theocr.): (ἐπ᾽) ἐσχατιῇ и ἐπ᾽ ἐσχατιῆς Hom. с краю, на краю; ἐσχατιῇ πολέμοιο Hom. в конце поля сражения; ἐπ᾽ ἐσχατιῇ λιμένος Hom. в самом устье бухты; τόπον ἐσχατιαῖς (v.l. ἐσχατιᾶς) δέρκου Soph. окинь взором местность до горизонта; αἱ ἐσχατιαὶ τῆς Αἰτωλίδος Her. границы Этолиды;
2 предел, верх совершенства (ἐ. ὄλβου Pind.): πρὸς ἐσχατιὰν ἀρεταῖσιν ἱκάνειν Pind. достигнуть вершины добродетелей;
3 окончание, завершение, конец: ἀν᾽ ἐσχατιάν Pind. наконец.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσχᾰτιά: Ἰων. -ιή, ἡ, (ἔσχατος) τὸ ἔσχατον μέρος, ἄκρα, ὅριον, ἰδίως τόπου τινός, Ὅμ., Ἡρόδ., καὶ Ἀττ., ἀλλὰ σπάν. παρὰ Τραγ.· νήσου ἐπ᾿ ἐσχατιῆς, ἐπὶ τῶν ἐσχάτων μερῶν τῆς νήσου, Ὀδ. Ε. 238· ἀγροῦ ἐπ᾿ ἐσχατιήν, ἐπὶ τῆς ἄκρας τοῦ ἀγροῦ, Δ. 517, Ε. 489· καὶ ἁπλῶς, ἐπ᾿ ἐσχατιῇ ἢ -ῆς, ἐπὶ τῆς ἄκρας ἢ τῆς ἀκτῆς, Ι. 182, 180· ἐπ᾿ ἐσχατιῇ λιμένος, «ἁπλῶς ἐσχατιὰ τὸ τοῦ λιμένος ἄκρον μεθ᾿ ὃ ἡ θάλασσα» (Σχόλ.), Β. 391, Κ. 96· ἐσχατιῇ πολέμου, κατὰ τὰ ἀπώτατα ἄκρα τοῦ πεδίου τῆς μάχης, Ἰλ. Λ. 524, Υ. 328· ἐσχατιῇ, ἐν τῷ κατωτάτῳ μέρει τῆς ἐπικηδείου πυρᾶς, Ἰλ. Ψ. 242· ἐσχατιαῖς, ἀντὶ ἐν ἐσχ., κατὰ τὰ πέριξ ἄκρα, Σοφοκλ. Φιλ. 144: - μεταφ., τὸ ἔσχατον, ὕψιστον σημεῖον, ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῖς Πινδ. Ι. 6. (5), 17· πρὸς ἐσχατιὰν ἀρεταῖσιν ἱκάνειν ὁ αὐτ. ἐν Ο. 3. 77· ὡσαύτως ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος, καρδίης ἡ ἐσχ. Ἱππ. 269. 4· γένυος Ἄρατ. 57. 2) τὰ σύνορα χώρας τινός, ἐσχατιῇ Γόρτυνος Ὀδ. Γ. 294· ναῖον δ᾿ ἐσχατιὴν Φθίης Ἰλ. Ι. 484· οὕτως, ἐσχατιῇ, μόνον ἐν Ὀδ. Ξ. 104, Ἀρχίλ. 82· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐσχατιαὶ τῆς οἰκουμένης, τὰ ἄκρα, τὰ πέρατα τοῦ κόσμου, Ἡρότ. 3. 106· ὡσαύτως, τὰ σύνορα, ἡ μεθόριος χώρα, τῆς Αἰτωλίδος ὁ αὐτ. 6. 127: ἀπολ. ὁ αὐτ. 3. 115. 116, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 4, κτλ., πρβλ. 6. 127: - ἐν τῇ Ἀττ., «ἐσχατιαί: τὰ χωρία λέγουσιν ἐσχατιὰς τὰ πρὸς τοῖς ὅροις τῆς χώρας ἢ τὰ πρὸς τῇ θαλάσσῃ» (Α. Β. 256. 30)· κτῆμα, οἰκίαν μὲν γὰρ ὄπισθεν τῆς πόλεως, ἐσχατιὰν δὲ Σφηττοῖ, Ἀλωπεκῆσι δ᾿ ἕτερον χωρίον Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχ. 97, Δημ. 1040. 13, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2338. 52 κἑξ, Böckh Α. Ε. 1. 86, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λ. 3) ἐπὶ χρόνου, ἀν᾿ ἐσχατιάν, ἐπὶ τέλους, Πινδ. Π. 11. 86· οὕτω κατὰ δοτ., ἐσχατιῇ Νικ. Θηρ. 437. 4) ἐσχατιαί, = δύσεις, Ἄρατ. 574.
English (Slater)
ἐσχᾰτιά highest point, extremity, extreme πρὸς ἐσχατιὰν Θήρων ἀρεταῖσιν ἱκάνων ἅπτεται οἴκοθεν Ἡρακλέος σταλᾶν (O. 3.43) μέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου λτ;στείχοι> (supp. Wil.: ἐν codd.) (P. 11.56) ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν θεότιμος ἐών (v.l. ἐσχατιὰς) (I. 6.13)
Greek Monolingual
η (Α ἐσχατιὰ και ιων. ἐσχατιή) έσχατος
το έσχατο μέρος ή σημείο μιας έκτασης, το τελευταίο όριο, το τέρμα, το ακραίο σημείο («εις την εσχατιάν του χωρίου, εις τα Λιβάδια», Παπαδ.)
αρχ.
1. το ακραίο, το υψιστο σημείο («ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῖς», Πίνδ.)
2. τα όρια, τα σύνορα μιας χώρας («ἐσχατιῇ Γόρτυνος», Ομ. Οδ.)
3. (στην Αττική) κτήμα που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα ή στις υπώρειες όρους
4. απόκεντρο μέρος, ησυχαστήριο
5. η κατάσταση της έσχατης ταπεινότητας («τὴν ἀνθρωπίνην ἐσχατιὰν ἐξ ἧς ἀρρήτως ὁ ἁπλοῦς Ἰησοῦς συνετέθη», Διον. Αρ.)
6. (στη δοτ. εν.) ἐσχατιῇ
στο κατώτατο μέρος (της επικήδειου πυράς)
7. στον πληθ. α) ἐσχατιαί
δύσεις
β) (στη δοτ.) ἐσχατιαῖς
(αντί ἐν ἐσχατιαῖς) στα γύρω απομακρυσμένα μέρη
8. φρ. α) «ἐπ' ἐσχατιῇ» ή «ἐσχατιῆς» — στην άκρη ή στην ακτή («ἐπ' ἐσχατιῇ λιμένος» — το τελευταίο σημείο του λιμανιού μετά το οποίο αρχίζει η θάλασσα)
β) «ἐσχατιῇ πολέμου» — τα πιο απομακρυσμένα μέρη του πεδίου της μάχης
γ) «αἱ ἐσχατιαὶ τῆς οἰκουμένης» — τα πέρατα του κόσμου
δ) (για χρόνο) «ἀν' ἐσχατιάν» — επιτέλους.
Greek Monotonic
ἐσχᾰτιά: Ιων. -ιή, ἡ (ἔσχατος), έσχατο μέρος, άκρο, όριο, τελευταία σύνορα χώρας, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., σύνορα, σε Ηρόδ.· τα πέρατα του κόσμου, στον ίδ.
Middle Liddell
ἔσχατος
the furthest part, edge, border, verge, Hom., Hdt., Attic: in plural the borders, Hdt.; the extremities of the world, Hdt.