ἐρώτημα
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
-ατος, τό,
A that which is asked, question, Th.3.54, etc.; ἡ πρὸς τὸ ἐ. ἀπόκρισις ib.60; τὰ ἐ. τοῦ ξυνθήματος asking for the password, Id.7.44; ἐ. περί τινος Pl.Prt. 336d; ἐ. ἐρέσθαι, Id.Phlb.42e; διπλᾶ ἔστρεφε τὰ ἐρωτήματα Id.Euthd.276d.
2 in Stoic terminology, a question requiring the answer 'Yes' or 'No', opp. πύσμα, Chrysipp.Stoic.2.61.
II in Dialectic, question inviting an answer which may help to refute an opponent, Arist.APr.64a36(pl.), AP0.77a36, al.
German (Pape)
[Seite 1041] τό, das Gefragte, die vorgelegte Frage, Thuc. 3, 54, τοῖς ἐρωτήμασι χρῆσθαι, fragen, 7, 44; περὶ ὅτου τὸ ἐρ. ἦν Plat. Prot. 336 d; ἐρωτᾶν, ἐρέσθαι, Phil. 42 e Rep. VI, 487 e u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
question, interrogation.
Étymologie: ἐρωτάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐρώτημα: ατος τό
1 вопрос (περί τινος Plat. и εἴ … Thuc.): τοῖς ἐρωτήμασι τοῦ ξυνθήματος πυκνοῖς χρῆσθαι Thuc. то и дело спрашивать о пароле; ἐ. ἐρωτᾶν Plat. задавать вопрос;
2 запрос (ἐ. τι προσπέμπειν τινί Plut.);
3 лог. (наводящий) вопрос (δι᾽ ἐρωτημάτων συλλογίζεσθαι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρώτημα: τό, ὡς καὶ νῦν, Θουκ. 3. 54· ἡ πρὸς τὸ ἐρ. ἀπόκρισις αὐτόθι 60 τὰ ἐρ. τοῦ ξυνθήματος, αἱ περὶ τοῦ συνθήματος ἐρωτήσεις. ὁ αὐτ. 7. 44· ἐρ. περί τινος Πλάτ. Πρωτ. 336D· ἐρ. ἐρωτᾶν, ἐρέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 42Ε, Πολ. 487Ε ΙΙ. ἐρώτησις γινομένη πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ προκαλέσῃ τις συμπέρασμα ἐκ τῆς ἀποκρίσεως, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 15, 8, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 2, κ. ἀλλ.· πρβλ. ἐρωτάω ΙΙ. 2
Greek Monolingual
και ρώτημα, το (AM ἐρώτημα) ερωτώ
απορία για διευκρίνηση, πρόβλημα για λύση («μακρότερος λόγος ἐδόθη τῆς πρὸς τὸ ἐρώτημα ἀποκρίσεως», Θουκ.)
νεοελλ.
1. πρόταση που υποβάλλεται σε κάποια αρμόδια αρχή ή υπηρεσία και με την οποία ζητείται απάντηση ή απόφαση πάνω σε ορισμένο θέμα
2. (για σύγγραμμα) θέμα που πραγματεύεται κάποιος
3. φρ. α) «θέλει (και) ρώτημα;» — είναι τόσο αυτονόητο ώστε να μη χρειάζεται συζήτηση
β) «νά ‘χουμε καλό ρώτημα» — να εξηγηθούμε, να διευκρινίσουμε το ζήτημα
αρχ.
(στη διαλεκτική) ερώτηση που γίνεται με σκοπό να βγάλει κάποιος συμπέρασμα από την απάντηση.
Greek Monotonic
ἐρώτημα: -ατος, τό (ἐρωτάω), αυτό που κάποιος ρωτάει, αντικείμενο ερώτησης, σε Θουκ.· τὰ ἐρ. τοῦ ξυνθήματος, οι ερωτήσεις για το σύνθημα, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐρώτημα, ατος, τό, ἐρωτάω
that which is asked, a question, Thuc.; τὰ ἐρ. τοῦ ξυνθήματος asking for the watchword, Thuc.