ἐρώτημα Search Google

From LSJ
Revision as of 09:35, 16 April 2024 by Spiros (talk | contribs)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρώτημα Medium diacritics: ἐρώτημα Low diacritics: ερώτημα Capitals: ΕΡΩΤΗΜΑ
Transliteration A: erṓtēma Transliteration B: erōtēma Transliteration C: erotima Beta Code: e)rw/thma

English (LSJ)

ἐρωτήματος, τό,
A that which is asked, question, Th.3.54, etc.; ἡ πρὸς τὸ ἐρώτημα ἀπόκρισις ib.60; τὰ ἐρωτήματα τοῦ ξυνθήματος asking for the password, Id.7.44; ἐρώτημα περί τινος Pl.Prt. 336d; ἐρώτημα ἐρέσθαι, Id.Phlb.42e; διπλᾶ ἔστρεφε τὰ ἐρωτήματα Id.Euthd.276d.
2 in Stoic terminology, a question requiring the answer 'Yes' or 'No', opp. πύσμα, Chrysipp.Stoic.2.61.
II in Dialectic, question inviting an answer which may help to refute an opponent, Arist.APr.64a36(pl.), AP0.77a36, al.

German (Pape)

[Seite 1041] τό, das Gefragte, die vorgelegte Frage, Thuc. 3, 54, τοῖς ἐρωτήμασι χρῆσθαι, fragen, 7, 44; περὶ ὅτου τὸ ἐρ. ἦν Plat. Prot. 336 d; ἐρωτᾶν, ἐρέσθαι, Phil. 42 e Rep. VI, 487 e u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
question, interrogation.
Étymologie: ἐρωτάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐρώτημα: ἐρωτήματος τό
1 вопрос (περί τινος Plat. и εἴ … Thuc.): τοῖς ἐρωτήμασι τοῦ ξυνθήματος πυκνοῖς χρῆσθαι Thuc. то и дело спрашивать о пароле; ἐ. ἐρωτᾶν Plat. задавать вопрос;
2 запрос (ἐ. τι προσπέμπειν τινί Plut.);
3 лог. (наводящий) вопрос (δι᾽ ἐρωτημάτων συλλογίζεσθαι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρώτημα: τό, ὡς καὶ νῦν, Θουκ. 3. 54· ἡ πρὸς τὸ ἐρ. ἀπόκρισις αὐτόθι 60 τὰ ἐρ. τοῦ ξυνθήματος, αἱ περὶ τοῦ συνθήματος ἐρωτήσεις. ὁ αὐτ. 7. 44· ἐρ. περί τινος Πλάτ. Πρωτ. 336D· ἐρ. ἐρωτᾶν, ἐρέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 42Ε, Πολ. 487Ε ΙΙ. ἐρώτησις γινομένη πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ προκαλέσῃ τις συμπέρασμα ἐκ τῆς ἀποκρίσεως, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 15, 8, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 2, κ. ἀλλ.· πρβλ. ἐρωτάω ΙΙ. 2

Greek Monolingual

και ρώτημα, το (AM ἐρώτημα) ερωτώ
απορία για διευκρίνηση, πρόβλημα για λύση («μακρότερος λόγος ἐδόθη τῆς πρὸς τὸ ἐρώτημα ἀποκρίσεως», Θουκ.)
νεοελλ.
1. πρόταση που υποβάλλεται σε κάποια αρμόδια αρχή ή υπηρεσία και με την οποία ζητείται απάντηση ή απόφαση πάνω σε ορισμένο θέμα
2. (για σύγγραμμα) θέμα που πραγματεύεται κάποιος
3. φρ. α) «θέλει (και) ρώτημα;» — είναι τόσο αυτονόητο ώστε να μη χρειάζεται συζήτηση
β) «νά ‘χουμε καλό ρώτημα» — να εξηγηθούμε, να διευκρινίσουμε το ζήτημα
αρχ.
(στη διαλεκτική) ερώτηση που γίνεται με σκοπό να βγάλει κάποιος συμπέρασμα από την απάντηση.

Greek Monotonic

ἐρώτημα: ἐρωτήματος, τό (ἐρωτάω), αυτό που κάποιος ρωτάει, αντικείμενο ερώτησης, σε Θουκ.· τὰ ἐρ. τοῦ ξυνθήματος, οι ερωτήσεις για το σύνθημα, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐρώτημα, ἐρωτήματος, τό, ἐρωτάω
that which is asked, a question, Thuc.; τὰ ἐρ. τοῦ ξυνθήματος asking for the watchword, Thuc.

English (Woodhouse)

question, something asked

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations