διηθέω
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
English (LSJ)
A strain through, filter, Hp.Acut.7, Pl.Sph.226b, Ti.45c; οἶνον δ. πυρέττοντι Plu.2.101c, cf. Mim.Oxy.413.161:—Pass., Arist.Mete.368a22, Plb.34.9.10; of air in the lungs, Gal.2.705; καθαρὸν καὶ διηθημένον [γένος], opp. μικτόν, Ph.2.3.
2 wash out, cleanse, τὴν κοιλίην οἴνῳ, θυμιήμασι, Hdt.2.86.
II intr., of liquid, filter through, percolate, Id.2.93.
Spanish (DGE)
I tr.
1 colar, filtrar δι' ὀθονίου τὸν χυλόν Hp.Acut.7, (ἔλαιον) διηθήσας, ἔγχεε ἐς τὰς μήτρας Hp.Mul.1.78, cf. Morb.3.17, Steril.234, Amynt.1, Dsc.5.75.9, σάρξ (τοῦ μαστοῦ) διηθοῦσα (γάλα) la carne (de la mama) permite que se filtre (la leche) Plu.2.496a, cf. Aem.14, τὸν οἶνον Plu.2.101c, Gr.Nyss.Beat.116.12, τὸ γλεῦκος I.AI 2.64
•tamizar, cribar τυρὸν ... τρῖβε καὶ ... διήθει Chrysipp.Tyan. en Ath.647e, τὴν τέφραν τοῦ νεκροῦ Plu.Cat.Mi.11, abs. Pl.Sph.226b, en v. pas. Plb.34.9.10.
2 mezclar o diluir (φάρμακον) μετ' οἰνομέλιτος διηθήσασα Mim.Fr.Pap.Adult.45.
3 medic. evacuar, excretar τὰ δὲ διηθεῖ ἔξω Hp.Morb.4.38, cf. 46, Mul.1.2, en v. pas. τὸ δὲ ἀφ' ἡμῶν διηθούμενον οὖρον Mnesith.Ath.45.11.
4 limpiar (τὴν κοιλίην) διηθήσαντες οἴνῳ ... διηθέουσι θυμιήμασι τετριμμένοισι al embalsamar, Hdt.2.86
•purificar en v. pas. ἔστιν ... τόπος ... χρυσίῳ ὅθεν διηθεῖται LXX Ib.28.1
•fig. depurar, seleccionar en v. pas. τὸ καθαρωτάτον καὶ διηθημένον (γένος) la raza más pura y selecta Ph.2.3, cf. 1.33.
II intr. filtrarse, penetrar, pasar por τὸ πνεῦμα δι' αὐτοῦ διηθεῖ Hp.Nat.Puer.25, διηθέοντος τοῦ ὕδατος ἐκ τοῦ ποταμοῦ Hdt.2.93, cf. Arist.PA 683b22, τὸ τοιοῦτον (πῦρ) ... μόνον αὐτὸ καθαρὸν διηθεῖν Pl.Ti.45c
•en v. med.-pas. διὰ δὲ ταύταιν ταῖν φλεβοῖν ... διηθεῖται τὸ λεπτότατον τοῦ κολλωδεστάτου Hp.Carn.17, cf. Pl.Ti.82d, δι' ἧς (τῆς θηλῆς) ... τὸ γάλα διηθεῖται Arist.HA 493a14, cf. 590a20, PA 672a2, Alex.Aphr.Pr.1.55, διὰ μὲν τὸ ῥᾳδίως διηθεῖσθαι οὐ δύναται κινεῖν (el fluido) por filtrarse más fácilmente no puede moverla (la tierra), Arist.Mete.368a22, cf. GA 773a27, Thphr.CP 6.6.5, Plu.2.913c, Gal.2.705, Aristid.Quint.78.10, Hld.9.22.3, Gp.6.2.6
•filtrarse, salir fuera de τὸ αἷμα ... ἐκ τῶν ἀγγείων Steph.in Hp.Progn.134.26.
French (Bailly abrégé)
διηθῶ :
I. tr. 1 faire filtrer, clarifier ; nettoyer, purifier;
2 p. ext. verser goutte à goutte : τί τινι qch à qqn;
II. intr. filtrer, s'infiltrer.
Étymologie: διά, ἠθέω.
German (Pape)
durchseihen, durchschlagen; Plat. Soph. 226b; Arist. Meteor. 2.2; οἴνῳ, mit Wein ausspülen, Her. 2.86, der es 2.93 auch intr. braucht, διηθέοντος τοῦ ὕδατος ἐκ τοῦ ποταμοῦ, durchsickern; – οἶνόν τινι, Wein eintröpfeln, Plut. virt. et vit.
Russian (Dvoretsky)
διηθέω:
1 процеживать (δ. καὶ διαττᾶν Plat.; διηθούμενον ὕδωρ διά τινος Arst.; τὸν ἄκρατον Plut.);
2 просеивать, провеивать (κοσκίνῳ τὴν τέφραν Plut.);
3 прополаскивать, промывать (τὴν κοιλίην οἴνῳ Her.);
4 отцеживать, наливать (οἶνον πυρέττοντι Plut.);
5 просачиваться (διηθέον τὸ ὕδωρ ἐκ τοῦ ποταμοῦ Her.).
Greek (Liddell-Scott)
διηθέω: διαβιβάζω τι διὰ τοῦ ἠθητηρίου, διυλίζω, στραγγίζω, Λατ. percolare, Ἱππ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Σοφ. 226Β, Τιμ. 45C. - Παθ., Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 4. 2) ἐκπλύνω, καθαίρω, καθαρίζω, τὴν κοιλίην οἴνῳ, θυμιήμασι Ἡρόδ. 2. 86. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ τοῦ ὑγροῦ, στραγγίζομαι, «λαγαρίζομαι», ὁ αὐτ. 2. 93.
Greek Monotonic
διηθέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. διυλίζω, στραγγίζω, φιλτράρω, Λατ. percolare, σε Πλάτ.
2. ξεπλένω, καθαρίζω, εξαγνίζω, καθαίρω, εκπλένω, σε Ηρόδ.
II. αμτβ., λέγεται για υγρά, στραγγίζομαι, φιλτράρομαι, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to strain through, filter, Lat. percolare, Plat.
2. to wash out, cleanse, purge, Hdt.
II. intr., of the liquid, to percolate, Hdt.
Translations
mix
Acehnese: lawök; Arabic: خَلَطَ, مَزَجَ; Egyptian Arabic: خلط; Armenian: խառնել; Aromanian: meastic, ameastic, mintescu; Assamese: মিহলা, মিহলোৱা; Asturian: amestar; Azerbaijani: qarışdırmaq; Belarusian: змешваць, змяшаць, мяшаць; Bulgarian: забъ́рквам, забъ́ркам, разбъ́рквам, разбъ́ркам, бъ́ркам, смесвам, смеся; Burmese: နယ်, မွှေ, စရနယ်; Catalan: barrejar, mesclar; Cherokee: ᎠᏑᎨᎭ; Chinese Cantonese: 混合, 溝/沟, 撈/捞; Mandarin: 混合; Czech: míchat, smíchat, mísit, smísit; Danish: blande, mikse, røre; Dutch: mengen; Esperanto: miksi; Estonian: segama; Finnish: sekoittaa; French: mélanger; Friulian: miscliçâ, messedâ, misturâ; Georgian: არევა; German: mischen, vermischen, vermengen, mixen; Greek: αναδεύω, ανακατώνω, ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω; Ancient Greek: ἀματίζω, ἀμμείγνυμι, ἀμφικυκάω, ἀναδεύω, ἀνακεράννυμι, ἀνακεραννύω, ἀνακίρναμαι, ἀνακιρνάω, ἀνακίρνημι, ἀνακυκάω, ἀναμείγνυμι, ἀναμίγνυμι, ἀναμιγνύω, ἀναμίσγω, ἀναφορύσσω, ἀναφυράω, ἀναφύρω, δεύω, διακεράννυμι, διαμιγνύω, διαμίσγω, διασυγχέω, διαφυράω, διαφύρω, διηθέω, ἐγκατακεράννυμι, ἐγκαταμείγνυμι, ἐγκαταμίσγω, ἐγκεράννυμι, ἐγκεραννύω, ἐγκεράω, ἐγκίρνημι, ἐγκυκάω, εἰσκεραννύω, εἰσφύρω, ἐμμείγνυμι, ἐμφυράω, ἐνιμίσγω, ἑνόω, ἐνστύφω, κατακεράννυμι, κεράννυμι, κιρνάω, κίρνημι, κιρνῶ, κυκάω, κυκῶ, κυρκανάω, κυρκανῶ, μείγνυμι, μειγνύω, μίγνυμι, μιγνύω, παραχραίνω, περιπλέκω, προσκατακυκάω, προσκατακυκῶ, συγκεράννυμι, συμπλέκω, ταράσσω, ταράττω, φύρω; Hindi: मिलाना; Hungarian: kever; Icelandic: blanda; Indonesian: mencampurkan; Ingrian: sotkia; Interlingua: miscer; Irish: measc; Italian: mischiare, mixare, mescolare; Japanese: 混ぜる; Javanese: nyampur; Kazakh: араластыру; Khmer: កូរ, លាយ; Korean: 섞다; Kumyk: булгъамакъ; Kurdish Central Kurdish: تێکەڵ بکە; Kyrgyz: аралаштыруу; Ladin: mescedèr; Ladino: karishtrear, mesklar; Lao: ປະສົມ; Latgalian: maiseit; Latin: misceo, remisceo; Latvian: maisīt; Lithuanian: maišyti; Low German: mengen; Macedonian: меша, измеша, помеша; Malay: campur; Maori: ranu, whakaranu, whāranu, natu, miki; Maranao: sambor; Mongolian: холих; Cyrillic: хутгалдах; Norman: mêler; Norwegian Bokmål: blande, mikse; Occitan: barrejar, mesclar; Old East Slavic: мѣшати; Old English: menġan; Persian: آمیختن; Polish: mieszać, zmieszać, bełtać, zbełtać; Portuguese: misturar; Romanian: amesteca, mesteca; Romansch: maschadar, mischedar, masdar, masder; Russian: смешивать, смешать, мешать, помешать, размешать; Sanskrit: श्रीणाति; Sardinian: ammasturai; Scottish Gaelic: measg; Serbo-Croatian Cyrillic: мешати, помешати, мијешати, помијешати; Roman: méšati, poméšati, mijéšati, pomijéšati; Sicilian: mmiscari, miscari, ammiscari; Slovak: miešať, zmiešať, zmiešavať; Slovene: mešati, zmešati; Somali: qasid; Southern Altai: булгаар; Spanish: mezclar, mixturar; Swedish: blanda; Tajik: омехтан, аралаш кардан, қатӣ кардан; Thai: ผสม; Tocharian B: triw-; Turkish: karıştırmak; Ugaritic: 𐎎𐎒𐎋; Ukrainian: змі́шувати, змішати, мішати; Urdu: ملانا; Uzbek: aralashtirmoq; Venetian: misciar, misiar, mesedar; Vietnamese: pha; Walloon: maxhî; Yiddish: מישן