περισπώ

From LSJ
Revision as of 21:11, 23 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

περισπῶ, -άω ΝΜΑ σπω
1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή
2. παθ. περισπῶμαι, -άομαι
αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου
3. γραμμ. θέτω το σημείο της περισπωμένης πάνω στο φωνήεν μιας λέξης και ιδίως στη λήγουσα («οὐκ ὀρθῶς τὴν δευτέραν συλλαβὴν περισπῶντας», Πλούτ.)
4. παθ. (για λέξεις, φθόγγους) δέχομαι περισπωμένη, τονίζομαι με περισπωμένη (α. «περισπώμενα ρήματα» — τα ρήματα που δέχονται περισπωμένη στην λήγουσα του ενεστ. η οποία προέρχεται από συναίρεση, αλλ. συνηρημένα ρήματα
μσν.-αρχ.
αποσπώ, αφαιρώ κάτι με βίαιο τρόπο («μήτε ἄρχοντος μήτε ἡγεμόνος τὴν σὴν δίαιταν περισπῶντος», Καισ. Δαπ.)
αρχ.
1. απογυμνώνω, αφαιρώ βίαια κάτι από πάνω μου ή από κάποιον («τὸ μὲν χλαμύδιον ἑαυτοῦ περιέσπασε», Διόδ.)
2. (σχετικά με ξίφος) ξεγυμνώνω, σύρω, τραβώ («ὁ δὲ περισπάσας ξίφος», Ευρ.)
3. (σχετικά με χαλινό) έλκω, τραβώ
4. μέσ. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι («ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾱτο περὶ πολλὴν διακονίαν», ΚΔ)
5. στρέφω κάτι προς άλλη κατεύθυνση, απασχολώ κάποιον σε κάτι, μεταφέρω (α. «ἐξέπληττε καὶ περιέσπα Ῥωμαίους» — απασχολούσε την προσοχή τών Ρωμαίων, Πολ.
β. «εἰς τὴν Λιβύην πλεῖν καὶ τὸν πόλεμον ἐκεῖ περισπᾶν» — στη Λιβύη να πλεύσουν και να μεταφέρουν εκεί τον πόλεμο, Πολ.)
6. μέσ. περιστρέφω («περισπώμενος τὰς ὄψεις» — περιστρέφοντας τα μάτια, Λουκιαν.)
7. ενοχλώ, πειράζω, εξοργίζω κάποιον («τί δὲ μοι περισπᾷς, ἱερόσυλε;», Μέν.)
8. κλέβω, αρπάζω («ἅπαντα περιέσπασμαι» — μού έχουν κλέψει τα πάντα, Μέν.)
9. (για στρατηγό σε μάχη) διατάσσω στροφή, περισπασμό, περίκαμψη («τοὺς δ' ἐπὶ τῆς οὐραγίας ὑπάρχοντας περισπῶν ἐξέταττε πρὸς τὴν τῶν πολεμίων ἐπιφάνειαν», Πολ.)
10. (για στράτευμα) εκτελώ στροφή («ἀπράκτους τοὺς πολεμίους παρεσκεύαζον περισπῶντες καὶ πανταχόθεν προσπίπτοντες», Πολ.)
11. παθ. εξαναγκάζομαι να πράξω κάτι («περιεσπάσθην ἀνενεγκεῖν», πάπ.)
12. στρέφομαι δύο φορές κατά ορθή γωνία.