λάπτω

From LSJ
Revision as of 06:33, 30 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάπτω Medium diacritics: λάπτω Low diacritics: λάπτω Capitals: ΛΑΠΤΩ
Transliteration A: láptō Transliteration B: laptō Transliteration C: lapto Beta Code: la/ptw

English (LSJ)

fut. λάψω Il.16.161, (ἀπο-) Ar.Nu.811: aor.
A ἔλαψα Epic. Alex.Adesp. 1.10, LXX Jd.7.5, (ἐξ-) Ar.Ach.1229: pf. λέλᾰφα Id.Fr. 598:—Med., fut. λάψομαι (ἐκ-) Id.Pax885: aor. ἐλαψάμην Pherecr. 95:—lap with the tongue, of wolves, λάψοντες γλώσσῃσιν… μέλαν ὕδωρ Il.l.c., cf. LXX l.c., Plu.2.971a; πίνει τὰ καρχαρόδοντα λάπτοντα Arist.HA595a7; τῇ γλώττῃ λ. Ael.NA6.53; cf. κάπτω.
2 drink greedily, αἷμα λέλαφας Ar.Fr.l.c., cf. Epic.Alex.Adesp.l.c.; οἶνον Ath. 10.443e:—also in Med., λεπαστὴν λαψαμένοις gulp down, Pherecr. l.c.—In Ath.8.363a λαπάττειν should be restored for λάπτειν, unless it was an error of the writer, as in Eust.1413.3.

German (Pape)

[Seite 16] (VL. erkl. τῇ γλώττῃ πιεῖν), schlappen, mit hohler Zunge lecken u. saufen, wie Hunde u. Katzen, Arist. A. H. 8, 6 u. Ael. N. A. 6, 53; so von Wölfen, λάψοντες γλώσσῃσιν ὕδωρ, Il. 16, 161; vom Hunde, τὸ αἱμα λάπτουσι προθύμως, Plut. Sol. an. 16. – Übh. gierig trinken, schlürfen, τὸ δ' αἱμα λέλαφας τοὐμόν, Ar. bei Ath. XI, 485 e, der es ἀθρόως πιεῖν erklärt, u. med., λεπαστήν, austrinken, XI, 485 a, aus Phereer.; Sp. sagten auch λάπτειν τινός. – Auch = λαπάζειν, ausleeren, soll es gebraucht sein, vgl. Ath. VIII, 363 a, wenn nicht mit Dindorf λαπάπτειν zu lesen ist.

French (Bailly abrégé)

f. λάψω, ao. ἔλαψα, pf. λέλαφα;
lécher avec la langue, laper.
Étymologie: R. Λαπ, lécher ; cf. lat. labrum.

Russian (Dvoretsky)

λάπτω:
1 лакать (γλώσσῃσιν ὕδωρ Hom.);
2 жадно пить, всасывать (αἷμα Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

λάπτω: μέλλ. ψω, Ἰλ., (ἀπο-) Ἀριστοφ. Νεφ. 811· ἀόρ. ἔλαψα Ποιητ. παρ’ Ἀπολλοδ. 3. 4, 4, (ἐξ-) Ἀριστοφ. Ἀχ. 1229· πρκμ. λέλᾰφα ὁ αὐτ. εἰς Ἀποσπ. 492. - Μέσ. (ἴδε κατωτ.)· μέλλ. λάψομαι (ἐκ-) ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 885· ἀόρ. ἐλαψάμην Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 17. (Ἐκ τῆς √ΛΑΠ παράγεται ὡσαύτως τὸ λάπτης· πρβλ. Λατ. lamb-o (παρεντιθεμένου τοῦ m), lab-rum, labium· Ἀρχ. Γερμ. lef-sa (χεῖλος)· λιθ. lùp-a (χεῖλος, lip)· - ἡ ῥίζα γίνεται ΛΑΦ ἐν τῷ λαφύσσω, πρβλ. Ἀρχ. Γερμ. laffan (Ἀγγλ. to lap).) Πίνω ὕδωρ διὰ τῆς γλώσσης, ἐπὶ λύκων, λάψοντες γλώσσῃσιν... μέλαν ὕδωρ Ἰλ. Π. 161· ἐπὶ κυνῶν, Καλλ. Ἀποσπ. 247, Πλούτ. 2. 971Α· πίνει τὰ καρχαρόδοντα λάπτοντα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 1· τῇ γλώσσῃ λ. Αἰλ. π. Ζ. 6. 53, πρβλ. κάπτω. 2) πίνω ἀπλήστως, πίνω, ῥοφῶ, αἷμα λέλαφας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 492· οἶνον Ἀθήν. 443Ε· καπνὸν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23· - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ λεπαστὴν λαψάμενος, καταπίνω, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 17. - Παρ’ Ἀθην. 363Α λαπάττειν διορθωτέον ἀντὶ λάπτειν, ἐκτὸς ἂν θεωρηθῇ ὡς σφάλμα τοῦ συγγραφέως, ὡς παρ’ Εὐστ. 1413. 3.

English (Autenrieth)

fut. part. λάψοντες: lap up with the tongue, Il. 16.161†.

Greek Monolingual

και λάφτω (Α λάπτω)
πίνω νερό με τη γλώσσα («λάψοντες γλώσσῃσιν... μέλαν ὕδωρ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. πίνω με απληστία, ρουφώ («αἷμα λέλαφας», Αριστοφ.
2. μέσ. λάπτομαι
καταπίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητικός εκφραστικός τ. που συνδέεται με άλλους ΙΕ (πρβλ. αλβ. lap «καταπίνω, ρουφώ», που λέγεται για σκύλους και γάτες, πιθ. ρωσ. lopotŭ «καταπίνω», λιθουαν. lapenti «καταπίνω» [για χοίρους], αγγλοσαξ. lapian, λατ. lampo που εμφανίζει και έρρινο ένθημα). Επίσης έχουμε συγγενείς τ. με άηχο δασύ
πρβλ. αρμ. lap'em και λαφύσσω. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο μέλλ. λάψω και ο παρακμ. λέλαφα συνδέονται με λιθουαν. lakti και ρωσ. lokatĩ, υπόθεση που προϋποθέτει ύπαρξη χειλοϋπερωικού συμφώνου. Σ' αυτή την περίπτωση, ο τ. λάπτω θα πρέπει να είναι υστερογενής, άποψη πολύ πιθανή].

Greek Monotonic

λάπτω: (√ΛΑΠ), μέλ. λάψω, αόρ. ἔλαψα, παρακ. λέλᾰφα — Μέσ., μέλ. λάψομαι·
1. πίνω νερό με τη γλώσσα, λέγεται για λύκους, σε Ομήρ. Ιλ.
2. πίνω λαίμαργα, ρουφάω, πίνω μονορούφι, σε Λουκ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: lap with the tongue, drink greedily. gulp down, especially of dogs etc. (Arist.)
Other forms: fut. λάψω (Π 161, Ar.), -ομαι (Ar.), aor. λάψαι, -ασθαι (Ar., Pherecr., LXX), perf. λέλαφα (Ar. Fr. 598).
Compounds: also with ἀπο-, ἐκ-, περι-.
Derivatives: λάπτας τοὺς ῥοφοῦντας H.; by Latte Glotta 34, 197 also supposed in λατταμυῖα Πολυρ<ρ>ήνιοι H., foll. ihm to be read as λάττα<ς> (Cret. for λάπτας) μυῖα; λάψις gulping down (Arist.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Onomatopoetic word; genetically or elementary cognate: Alb. lap id., of dogs, cats, Slav., e. g. Russ. lópatь burst, (Germ.) devour, Lith. lapènti absorb greedily (of swines), Germ., e. g. OE lapian, MHG leffen gulp down (may have IE *b, like Lat. lambō), NHG (with geminate) lappen, Fr. laper id. (WP. 2, 383f., Pok. 651, W.-Hofmann s. lambō, Vasmer and Fraenkel Wb. s. v., Sturtevant Lang. 17, 6). - As λάπτω, λέλαφα compared with λάψω, λάψαι can be secondary, Schulze KZ 52, 105 (= Kl. Schr. 372) reminds of Balt. and Slav. synonymes with k, e. g. Lith. làkti, Russ. lokátь λάπτειν', to which λάψω, λάψαι (if with IE. ) may agree. - Cf. λαφύσσω. - As PIE had no *a, the word will rather be Pre-Greek.

Middle Liddell

[from root !λαπ]
1. to lap with the tongue, of wolves, Il.
2. to drink greedily, suck in, Luc.

Frisk Etymology German

λάπτω: (Arist. usw.),
{láptō}
Forms: Fut. λάψω (Π 161, Ar.), -ομαι (Ar.), Aor. λάψαι, -ασθαι (Ar., Pherekr., LXX u. a.), Perf. λέλαφα (Ar. Fr. 598),
Grammar: v.
Meaning: schlürfen, gierig trinken, bes. von Hunden u. dgl.
Composita: auch mit ἀπο-, ἐκ-, περι-,
Derivative: Davon λάπτας· τοὺς ῥοφοῦντας H.; von Latte Glotta 34, 197 auch in λατταμυῖα· Πολυρ<ρ>ήνιοι H. vermutet, nach ihm als λάττα<ς> (kret. für λάπτας)· μυῖα zu lesen; — λάψις das Schlürfen (Arist.).
Etymology: Onomatopoetisches Wort; damit genetisch od. elementar verwandt: alb. lap schlürfen, von Hunden, Katzen u. dgl., slav., z. B. russ. lópatь platzen, fressen, lit. lapènti gierig herunterschlingen (von Schweinen), germ., z. B. ags. lapian, mhd. leffen schlürfen, trinken (kann auch wie lat. lambō idg. b enthalten), nhd. (mit Geminata) lappen, frz. laper ib. (WP. 2, 383f., Pok. 651, W.-Hofmann s. lambō, Vasmer und Fraenkel Wb. s. v., Sturtevant Lang. 17, 6). — Weil λάπτω, λέλαφα gegenüber λάψω, λάψαι sekundär sind bzw. sein können, erinnert Schulze KZ 52, 105 (= Kl. Schr. 372) an balt. und slav. Synonyme mit k, z. B. lit. làkti, russ. lokátь ’λάπτειν’, zu denen λάψω, λάψαι (falls mit idg. ) an und für sich stimmen könnten. — Vgl. λαφύσσω.
Page 2,85