ῥύσιον
English (LSJ)
[ῡ], Dor. ῥύτιον SIG56.41 (Argos, v B.C.): τό: (ἐρύω (B)):—
A surety, pledge.
I property held as a pledge or property seized as a pledge or compensation, ῥύσι' ἐλαυνόμενος driving off his cattle in distraint, Il.11.674; ῥύσια δόντες Sol.11.3 (v.l. ῥύματα protection); μεῖζον ῥύσιον πόλει θήσεις· ἐφάψομαι γὰρ οὐ ταύταιν μόναιν, i.e. Oedipus shall himself be seized, not his daughters alone, as a pledge or surety to Thebes, S.OC858; ἐπαγέτω ῥύτιον δέκα στατήρων shall impose a pledge of ten staters, SIG l.c.; ῥύσιον θεὶς τὸν παῖδα J.BJ1.14.1; ῥύσια κατὰ τῶν πολεμίων ἄγων ib.1.19.2; ῥύσια τῶν χρημάτων καὶ τῶν παρ' ἐκείνοις λῃστῶν ἐποιεῖτο Id.AJ16.9.2; τῆς προθεσμίας παρελθούσης ῥύσια λαμβάνειν ib.16.10.8; ῥύσια καθέξοντες ἀνθ' ὧν.. ἀφείλοντο.. Ῥωμαῖοι χρημάτων D.H.5.33.
2 stolen property taken back as compensation for the theft, τοῦ ῥυσίου θ' ἥμαρτε A.Ag.535; ῥυσίων ἐφάπτορες laying hands on alleged stolen property, Id.Supp.728, cf. 412.
II reprisals, φόνον φόνου ῥύσιον τείσω suffer death as reprisals for death, S.Ph.959; ῥύσια κατήγγειλαν τοῖς Ῥοδίοις proclaimed reprisals, Plb.4.53.2; κατὰ ῤῥύσιον = by way of distraint or by way of reprisals, IG12(2).15.19 (Mytil., iii B.C.); but κατὰ ῥύσιον prob. in search of persons to seize and hold to ransom, ib.12(5).653.11 (Syros, i B.C.).
2 ῥύσια, τά, the right of reprisals, ᾐτοῦντο ῥύσια τοὺς Ἀ χαιοὺς οἱ Δήλιοι κατὰ τῶν Ἀθηναίων Plb.32.7.4; ἀπέδωκε τοῖς αἰτουμένοις τὰ ῥ. κατὰ τῶν Βοιωτῶν granted the right of reprisals against... Id.22.4.13.
III ῥύσια, τά (cf. ῥύσιος), restitution, deliverance, Ἔπαφος ἀληθῶς ῥυσίων ἐπώνυμος A.Supp.315.
2 offerings for deliverance, ῥ. ἀνάγουσιν D.P.527; ὠδίνων ῥ. AP6.274 (Pers.).
German (Pape)
[Seite 853] τό, 1) das, was man wegzieht, wegschleppt, Raub, Beute, Kriegsbeute; ῥύσι' ἐλαυνόμενος, Il. 11, 674; τοῦ ῥυσίου θ' ἥμαρτε, Aesch. Ag. 521. – 2) das als Pfand Weggenommene, Abgepfändete, das Unterpfand, wodurch ich mich bezahlt mache, od. einen Anderen mir gerecht zu werden zwinge, τὸ ἕνεκα ἐνεχύρου κατεχόμενον, Hesych., wie Phot. ἐνέχυρα erkl.; Soph. sagt O. C. 858 καὶ μεῖζον ἆρα ῥύσιον πόλει τάχα θήσεις, Oedipus soll das Unterpfand sein; Andere erklären Böses mit Bösem vergelten, wie φόνον φόνου δὲ ῥύσιον τίσω Phil. 959, Bußgeld, wie Eust. erkl.: τὰ ἀντί τινων ῥυόμενα, ὅ ἐστιν ἑλκόμενα, καὶ ἀντὶ τῶν προαρπασθέντων ἁρπαζόμενα, Repressalien; so καταγγέλλειν ῥύσιά τινι, gegen Einen die Erlaubniß erteilen, Repressalien zu brauchen, Pol. 4, 53, 2; so ῥύσια ᾐτοῦντο τοὺς Ἀχαιοὺς οἱ Δήλιοι κατὰ τῶν Ἀθηναίων, 32, 17, 1; und τὰ ῥύσια ἀποδοῦναι τοῖς αἰτουμένοις κατά τινος, 23, 2, 13. – 3) die Rettung, Aesch. Spt. 310, vgl. ῥύσιος, der Schutz; ῥύσια δόντες, Solon b. Plut. Sol. 30, statt φυλακήν, Wache, v.l. ἐρύματα. – Auch Dankopfer, ὠδίνων, für glückliche Geburt, Pers. 2 (VI, 274). – Übh. Lösegeld, λύτρον, VLL.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
v. ῥύσιος.
Russian (Dvoretsky)
ῥύσιον: (ῡ) τό тж. pl.
1 добыча: ῥύσι(α) ἐλαύνεσθαι Hom. угонять (захваченную) добычу;
2 залог: ῥ. πόλει θεῖναι Soph. взять с города (досл. возложить на город) залог;
3 воздаяние, возмездие (φόνον φόνου ῥ. τῖσαι Soph.): ῥύσια αἰτεῖσθαι κατά τινος Polyb. требовать удовлетворения от кого-л.;
4 требуемая обратно собственность: ῥυσίων ἐφάπτεσθαι Aesch. захватывать обратно свое достояние;
5 освобождение, избавление: Ἔπαφος ῥυσίων ἐπώνυμος Aesch. Эпаф получил (свое) имя от освобождения (Ио) (т. е. от слова ἐφάπτεσθαι);
6 отплата, благодарность: ὠδίνων ῥύσια Anth. благодарственная жертва за разрешение от бремени.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύσῐον: [ῡ], τό, (ῥύομαι, ἐρύω) τὸ ἁρπαζόμενον καὶ συρόμενον διὰ τῆς βίας: Ι. λάφυρον, λεία, ρύσι’ ἐλαύνεσθαι, ἐπὶ βοσκημάτων, Ἰλ. Λ. 674· τοῦ ῥυσίου θ’ ἥμαρτε Αἰσχύλ. Ἀγ. 535 (ὅπερ ὅμως δύναται να ἀνήκῃ εἰς τὴν σημασίαν ΙΙ, ἴδε Ἔρμανν. ἐν τόπῳ) ῥύσιον πολεμίων ἄγων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 19, 2· κατὰ ῥύσιον, ἐπὶ σκοπῷ λαφυραγωγήσεως, Συλλ. Ἐπιγρ. 2347c. 12. ΙΙ. τὸ ἁρπαζόμενον ὡς ἐγγύησις, ἀσφάλεια, ἐνέχυρον, ῥύσια δοῦναι Σόλων 10. 3 (ἔνθα ἴδε Κοραῆν παρὰ τῷ Bach.)· ῥυσίων ἐφάψεται, θὰ σε ἁρπάσῃ ὡς ἐνέχυρον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 412· ῥυσίων ἐφάπτορες αὐτόθι 728· μεῖζον ῥύσιον πόλει θήσεις· ἐφάψομαι γὰρ οὐ ταύταιν μόναιν, διότι οὐ μόνον ταύτας θὰ ἀπαγάγω (πρὸς ἀσφάλειαν τῶν Θηβῶν), ἀλλὰ καὶ κἄτι σπουδαιότερον, αὐτὸν τὸν Οἰδίποδα, Σοφ. Ο. Κ. 858· ῥύσιον θεῖναι τὸν παῖδα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 14, 1· ῥύσια κατέχειν ἀντὶ τινος Διον. Ἀλ. 5. 33. ΙΙΙ. τὸ λαμβανόμενον ὡς ἀποζημίωσις ἢ αὐτὴ ἡ ἀποζημίωσις, φόνον φόνου ῥύσιον τῖσαι, ἀποτῖσαι φόνον ἀντὶ φόνου, Σοφ. Φιλ. 959· ῥύσια καταγγέλειν, ἀπειλεῖν ἀντίποινα, Πολύβ. 4. 53, 2. 2) ῥύσια, τὰ, ἀπαίτησις ἀποζημιώσεως διὰ πρόσωπα ἢ πράγματα βίᾳ καταληφθέντα, ῥύσια αἰτεῖσθαι, ἐγείρειν τοιαύτην ἀπαίτησιν, ὁ αὐτ. 32. 17, 1· ὡσαύτως, ῥ. ἀποδοῦναί τινι κατὰ τινος ὁ αὐτ. 23. 2, 13. IV. ῥύσια, τά, (πρβλ. ῥύσιος), ἀπολύτρωσις, ἀπελευθέρωσις, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 314. 2) προσφορά, δῶρα ἐπὶ σωτηρίᾳ, ῥ. ἀνάγειν Διον. Π. 527, πρβλ, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 605· ὠδίνων ῥύσια αὐτόθι 6. 274. - Καθ’ Ἡσύχ.: ῥύσιον· ἐλκυστόν. λύτρον, τίμημα, ἢ τὸ ἕνεκα ἀνεχύρου κατεχόμενον, παρὰ τὸ ῥύεσθαι τὸν καταχόμενον.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ῥύτιον, τὸ, Α ῥυτός (ΙΙ)]
1. αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία και, ειδικότερα: α) το λάφυρο, η λεία («ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην τοῦ ῥυσίου θ'ἥμαρτε», Αισχύλ.)
β) αυτό που λαμβάνεται ή κρατείται ως εγγύηση, το ενέχυρο («ῥύσιον θεὶς τὸν παῖδα», Ιώσ.)
γ) αυτό που λαμβάνεται ως αποζημίωση («φόνου φόνον ῥύσιον τείσω», Σοφ.)
2. στον πληθ. τὰ ῥύσια
α) απαίτηση αποζημίωσης για πρόσωπα ή πράγματα που αρπάχθηκαν ή καταλήφθηκαν με τη βία
β) αντίποινα («ῥύσια κατήγγειλαν τοῖς Ῥοδίοις», Πολ.).
Greek Monotonic
ῥύσιον: [ῡ], τό (ῥύομαι), αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία·
I. λάφυρο, λεία· ῥύσια ἐλαύνεσθαι, λέγεται για τα ζώα, σε Ομήρ. Ιλ.· τοῦ ῥυσίου θ' ἥμαρτε, δηλ. η Ελένη, σε Αισχύλ.
II. αυτό που λαμβάνεται ως ενέχυρο, εχέγγυο, ασφάλεια, ῥύσια δοῦναι, σε Σόλωνα, ῥύσιον τιθέναι, σε Σοφ.
III. αυτό που λαμβάνεται ως είδος αποζημίωσης, αλλά και η ίδια η αποζημίωση, φόνον φόνου ῥύσιον τῖσαι, υφίσταμαι, τιμωρούμαι με θάνατο, φόνο αντί θανάτου, φόνου, στον ίδ.
IV. στον πληθ., τὰ ῥύσια, προσφορές, δώρα για σωτηρία, απελευθέρωση, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
See also: s. ἔρυμαι
Middle Liddell
ῥύ¯σιον, ου, τό, ῥύομαι
that which is dragged away:
I. booty, prey, ῥύσια ἐλαύνεσθαι, of cattle, Il.; τοῦ ῥυσίου θ' ἥμαρτε, i. e. Helen., Aesch.
II. that which is seized as a pledge, a pledge, surety, ῥύσια δοῦναι Solon.; ῥύσιον τιθέναι Soph.
III. that which is seized by way of reprisal, φόνον φόνου ῥύσιον τῖσαι to suffer death in reprisal for death, Soph.
IV. in plural offerings for deliverance, Anth.