πρίων

From LSJ
Revision as of 06:26, 6 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρίων Medium diacritics: πρίων Low diacritics: πρίων Capitals: ΠΡΙΩΝ
Transliteration A: príōn Transliteration B: priōn Transliteration C: prion Beta Code: pri/wn

English (LSJ)

(A), ὁ, gen.
A πρίονος S.Tr.699:—saw, IG12.313.129, S.Tr. 699, Fr.797, Cratin.437 (pl.), LXX Am.1.3, Plu.2.654f; πρίων ὀδοντωτός, opp. πρίων μαχαιρωτός (toothless saw for cutting stone), Gal. 18(2).331; ὀδόντων πρίων saw of teeth, i.e. jagged row, AP7.401 (Crin.): abs., serrated ridge of hills, Spanish sierra, LXX Ju.3.9; ὁ καλούμενος II. Plb.7.15.6, cf. 1.85.7; λόφοι πάντοθεν ὀξεῖς οἷα πρίονες App.Ill.25, cf. Str.14.1.4.
2 Saw, nickname of a timber-merchant, Com.Adesp.823.
3 cylindrical saw, trephine, Hp.VC21. (Oxyt. acc. to Phot., thus differing from part. πρίων, but parox. acc. to Hdn.Gr.1.20.) [ῑ Trag. and Com., also Opp.H.5.199; ῐ in later Poets, dat. pl. πρῐόνεσσι Nic.Th.52, cf. AP6.204 (Leon.).]

(B), ὁ, nonce-wd., app. one who calls out πρίω (buy), Ar.Ach.36; cf. πρίων· ἀγοράζων Hsch.; the force of a pun on πρίων (A) is not clear.

German (Pape)

[Seite 703] ονος, ὁ, die Säge; πρίονος ἐκβρώματ' ἐν τομῇ ξύλου, Soph. Trach. 696; Ar. Ach. 36; ὀδοντωτός, mit Zähnen, μαχαιρωτός, die Steinsäge ohne Zähne, Galen. Übertr., πρίων ὀδόντων, eine Reihe sägeförmig stehender Zähne, Crinag. 37 (VII, 401). – Eine Art Bohrer zum Trepaniren, Medic. – Phot. lex. p. 331 unterscheidet πριών, die Säge, u. πρίων, der Sägende, vgl. Mein. com. II p. 205, wie auch πρίων' für πρίονθ' Ar. Vesp. 694 von Dindorf geschrieben wird. – [Ι ist von Natur lang, wie die Stellen aus Soph. u. Ar. zeigen; vgl. Pors. Eur. Med. 5; aber Sp., wie Nic. Ther. 52 u. Leon. Tar. 28, 2 (VI, 204), brauchen es auch kurz. Vgl. Jac. A. P. p. 1050.]

French (Bailly abrégé)

1ονος (ὁ) :
scie.
Étymologie: πρίω.
2ουσα, ον :
part. prés. de πρίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρίων, ὁ [1. πρίω en 2. πρίω] kom. woordspeling ‘die man met zijn afgezaagde ‘kopen!, kopen!’, ‘de heer Koopmans'. Aristoph. Ach. 36.
πρίων ptc. praes. act. van 1. πρίω.

Russian (Dvoretsky)

πρίων: III ὁ [игра слов * πρίαμαι и πρίω I] ирон. душераздирающий крик (назойливых продавцов) Arph.
ονος ὁ (ῑ, тж. ῐ)
1 пила (πέλεκυς καὶ π. Plut.): πρίονος ἐκβρώματα Soph. опилки;
2 зубчатый ряд: π. ὀδόντων Anth. ряд зубов, оскал;
3 зубчатая горная цепь, сиерра Polyb.
ονος ὁ пильщик: ὡς πρίων᾽ (dual.) ὁ μὲν ἕλκει, ὁ δ᾽ ἀντενέδωκε Arph. словно два пильщика, (из которых) один тянет, а другой отпускает.
ουσα, ον part. praes. к πρίω I.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΑ
το πριόνι
αρχ.
1. είδος χειρουργικού τρυπάνου με οδοντωτό τροχό κατάλληλο για διάτρηση και πριονισμό του κρανίου
2. ο πριονιστής («ὡς πρίων', ὁ μὲν ἕλκει, ὁ δ' ἀντενέδωκε», Αριστοφ.)
3. ως κύριο όν. Πρίων
παρωνύμιο εμπόρου ξύλων
4. μτφ. πριονοειδής σειρά λόφων
5. φρ. α) «πρίων μαχαιρωτός» — πριόνι χωρίς οδοντωτές εγκοπές, κατάλληλο για την κοπή λίθων
β) «πρίων ὀδόντων» — οδοντωτή σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω» + επίθημα -ων, -ονος (πρβλ. κώδων, πέπων)].
(II)
ὁ, Α
(κωμική λ.)
1. (κατά τον Ησύχ.) «ἀγοράζων»
2. (κατά τον Φώτ.) «ὁ τέμνων τῷ ἀρμένῳ»
3. φρ. «χώ πρίων ἀπῆν»
(στον Αριστοφ.) αυτή η πριονίζουσα λέξη ἀγόρασον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ., η οποία έχει σχηματιστεί από το πρίω, β' εν. προστ. του ἐπριάμην, αόρ. του ὠνοῦμαι «αγοράζω» (βλ. λ. πρίαμαι) και αποτελεί λογοπαίγνιο με τη λ. πρίων (Ι) «πριόνι»].

Greek Monotonic

πρίων: (Α), ὁ, γεν. πρίονος και πρίωνος·
I. αυτός που πριονίζει, πριονιστής, σε Αριστοφ.
II. πριόνι, σε Σοφ.· πρίων ὀδόντων, πριόνι από δόντια, δηλ. οδοντωτό πριόνι, σε Ανθ.· βλ. πρίων Β (, σε Αττ.· αλλά σε μεταγεν. ποιητές).
πρίων: (Β), ὁ, κωμικό ουσ. από το πρίω, προστ. του ἐπριάμην, με λογοπαίγνιο στη λέξη πρίων, πριόνι, ὁ πρίων ἀπῆν, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πρίων: (Α), ὁ· γεν. πρίονος Σοφ. Τρ. 699, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 81· πρίωνος Ἀριστοφ. Σφ. 694, ἂν δεχθῶμεν τὴν διόρθωσιν. ― Πριονιστής, ὁ πριονίζων, ὡς πρίων’ (δυϊκ.), ὁ μὲν ἕλκει, ὁ δ’ ἀντενέδωκε Ἀριστοφ. Σφ. ἔνθ’ ἀνωτ.: οὕτως ὁ Δινδ. ἀντὶ πρίον’, πρβλ. Meineke εἰς Κωμικ. 2. 205. ΙΙ. πριόνιον, Σοφ. Τρ. 699, Ἀποσπ. 787, Κρατῖν. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 654F· πρ. ὀδοντωτός, ἀντίθετον τῷ πρ. μαχαιρωτὸς (πριόνιον ἄνευ ὀδόντων πρὸς κοπὴν λίθων), Γαλην.· πρίων ὀδόντων, πρίων ἐξ ὀδόντων, δηλ. ὀδοντωτὴ πριονοειδὴς σειρά, Ἀνθ. Π. 7. 401· ἀπολ., πριονοειδὴς σειρὰ λόφων, τὸ Ἱσπανικὸν sierra, ἐπὶ τῆς ὀρεινῆς σειρᾶς ἥτις συνδέει τὴν πόλιν καὶ τὴν ἀκρόπολιν τῶν Σάρδεων, Πολύβ. 7. 15, 6· ἐπὶ ὀρεινῆς σειρᾶς παρὰ τὴν Καρχηδόνα, αὐτόθι 1. 85, 7· λόφοι πάντοθεν ὀξεῖς οἷα πρίονες Ἀππ. Ἰλλυρ. 25· πρβλ. Casaub. εἰς Στράβ. 633· ― περὶ τοῦ ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 36, ἴδε πρίων (Β). 2) κυλινδρικὸς πρίων, πριονοειδὲς τρύπανον, Ἱππ. 913Β κἑξ.· πρβλ. πρῖσις. ― Κατὰ Φώτ.: «πριών: ὀξυτόνως, τὸ ἄρμενον· πρίων δέ, ὡς παίων, ὁ τέμνων τῷ ἀρμένῳ τούτῳ· τὸ δὲ πληθυντικόν, πρίονες διὰ τοῦ ο· Κρατῖνος», πρβλ. Meineke ἔνθ’ ἀνωτ. [ῑ, πιθαν. ἀείποτε παρ’ Ἀττ., ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 5· ἀλλὰ ῐ παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς, ὡς Νίκ. ἐν Θηρ. 52, Ἀνθ. Π. 6. 204].

Middle Liddell

1
I. a sawyer, Ar.
II. a saw, Soph.; πρίων ὀδόντων a saw of teeth, i. e. a jagged row, Anth.; v. πρίων2. [ῑ, Attic; but ῐ in later Poets.]
2
a comic Noun, formed from πρίω, imperat. of ἐπριάμην, with a pun upon πρίων, a saw, ὁ πρ. ἀπῆν that rasping word "buy" was unknown, Ar.

Mantoulidis Etymological

-ονος, (=πριόνι). Ἀπό τό πρίω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

Albanian: sharrë; Arabic: مِنْشَار‎; Egyptian Arabic: منشار‎; Armenian: սղոց; Aromanian: sharã; Asturian: sierra; Azerbaijani: mişar; Baluchi: ہرگ‎; Basque: zerra; Belarusian: піла́; Bengali: করাত; Bulgarian: трио́н; Burmese: လွှ; Catalan: serra; Cherokee: ᎦᏅᏙᎩ; Cheyenne: é'ėxovahtȯtse; Chinese Cantonese: 鋸, 锯; Mandarin: 鋸子, 锯子, 鋸, 锯; Coptic: ⲃⲁϣⲟⲩⲣ; Czech: pila; Danish: sav; Daur: kiree; Dolgan: эрбии; Dongxiang: qirou; Dutch: zaag; East Yugur: küree; Esperanto: segilo; Estonian: saag; Faroese: sag; Finnish: saha; French: scie; Friulian: see; Galician: serra; Georgian: ხერხი; German: Säge; Greek: πριόνι; Ancient Greek: πρίων; Greenlandic: pilattuut; Gujarati: કરવત; Hausa: zarto; Hebrew: מַשׂוֹר‎; Hindi: आरा; Hungarian: fűrész; Icelandic: sög; Indonesian: gergaji; Irish: sábh, toireasc; Italian: sega; Japanese: 鋸; Kalmyk: көрә; Kazakh: ара; Khmer: រណារ; Korean: 톱; Kurdish Central Kurdish: مِشار‎, ئەڕە‎; Northern Kurdish: mişar, mişar, birrek; Southern Kurdish: مِشار‎, ھەڕە‎; Kyrgyz: араа; Lao: ເລື່ອຍ; Latin: serra; Latvian: zāģis; Lithuanian: pjūklas; Luxembourgish: See; Macedonian: пи́ла; Malay: gergaji; Maltese: serrieq, sega, munxar; Maori: kani; Maranao: gabas; Mongolian: хөрөө; Navajo: bee achʼiishí, tsin bee nehechʼiishí; Ngazidja Comorian: msimanyo 3 or 4; Northern Northern Norwegian Bokmål: sag; Nynorsk: sag; Occitan: rèssa, ressèga, sèrra; Ojibwe: giishkiboojigan; Persian: اره‎, منشار‎; Polish: piła, piłka; Portuguese: serra, serrote; Romanian: ferăstrău; Romansch: resgia, rezgia; Russian: пила́; Serbo-Croatian Cyrillic: пила, жага, тестера; Roman: pila, žaga, testera; Sicilian: serra; Slovak: píla; Slovene: žaga; Sorbian Lower Sorbian: piła; Southern Altai: кирее, араа, бычкы; Spanish: sierra; Swahili: msumeno; Swedish: såg; Tajik: арра, миншор; Telugu: రంపము; Thai: เลื่อย; Turkish: testere, bıçkı; Turkmen: byçgy; Ukrainian: пила́; Urdu: آرا‎; Uyghur: ھەرە‎; Uzbek: arra; Venetian: siega, sega; Vietnamese: cưa, cái cưa; Walloon: soyete, soye; Welsh: llif; West Frisian: seage; Yiddish: זעג‎