ἐπήβολος
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
(Aeol. ἐπάβ- dub. in Sapph. Supp.10.2), ον,
A having reached, achieved, or gained a thing, c. gen., οὐ νηὸς ἐ. οὐδ' ἐρετάων γίγνομαι Od.2.319; τούτων ἐ. Hdt.9.94; ἱματίου ἐ. γενέσθαι PSI4.418.22 (iii B.C.); τούτων τῶν θεῶν ἐ. in possession of.., Hdt.8.111; τερπνῆς.. τῆσδ' ἐ. νόσου A.Ag.542; ἐ. φρενῶν, Lat. compos mentis, Id.Pr.444, S.Ant.492; ἐπιστήμης, παιδείας ἐ., Pl. Euthd.289b, Lg.724b, cf. Hp.Lex2; μήτε πόλεως μήτε πολιτείας Hyp. Fr.78; μεγάλων καὶ καλῶν Arist.EN1101a13; νόος οἰκωφελίας αἷσιν ἐπάβολος whose mind is skilled in housewifery, Theoc.28.2; τῶν ὄντων ἐ. γενόμενος having become acquainted with the true facts, Hld. 10.20: c. inf., most dexterous at.., κλέψαι ἐπηβολώτατος Plu.Arat.10.
2 pertaining to, befitting, κλήροισιν ἐ. belonging to our fields, Nic.Al. 232; πάντεσσιν ἐ. ἥνδανε μῆτις A.R.4.1380.
II Pass., to be reached or won, ἐπήβολος ἅρματι νύσσα Id.3.1272. (ἐφήβολος CIG (add.)4303a20 (Myra).)
German (Pape)
[Seite 919] (von ἐπιβάλλω, des Hexameters wegen für ἐπίβολος), der Etwas erzielt, erlangt hat, inne habend, theilhaftig, νηός, ἐρετάων, Od. 2, 319; φρενῶν, νόου, Aesch. Prom. 442, wie Soph. Ant. 488; νόσου, behaftet damit, Ag. 528; θεῶν Her. 8, 111, vgl. 9, 94; ἐπιστήμ ης, παιδείας, Plat. Euthyd. 289 b Legg. IV, 724 b; τῶν ἐν τῷ βίῳ καλῶν Arist. Nic. 1, 10; Sp., die es auch c. inf. verbinden, κλέψαι πράγματα ἐπηβολώτατος, sehr geschickt dazu, Plut. Arat. 10. – Auch = zukommend, gebührend, τινί, Theocr. 28, 2; ἐπήβολος ἅρματι νύσσα, das dem Wagen gesetzte Ziel, Ap. Rh. 3, 1272; vgl. noch Nic. Al. 232.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui atteint le but, qui parvient à, qui obtient, qui possède, gén. ; ἐπήβολος φρενῶν maître de sa raison ; ἐπήβολος avec l'inf. qui parvient à faire, apte à faire qch;
2 atteint par, gén..
Étymologie: DELG ἐπί, βάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπήβολος:
1 достигший, обретший, владеющий (чем-л.), располагающий (οὐ νηὸς οὐδ᾽ ἐρετάων Hom.; ἐπιστὴμης Plat.; δυοῖν μεγίστοιν ἀγαθοῖν Plut.): ἐπῆβολον γενέσθαι τινός Hom., Arst.; получить что-л., обладать чем-л.;
2 преисполненный, одержимый (τερπνῆς νόσου Aesch.): ἐ. φρενῶν Aesch., Soph.; находящийся в здравом уме; νῆσος θεῶν ἐ. Her. хранимый богами остров;
3 обладающий способностью, весьма искусный (κλέψαι τι ἐπηβολώτατος Plut.);
4 подобающий, свойственный (γυναιξί Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπήβολος: -ον, ὁ, κάτοχος, κύριος, μετὰ γεν., οὐ… νηὸς ἐπήβολος οὐδ’ ἐρετάων γίγνομαι Ὀδ. Β. 319· τουτέων ἐπήβολος γενόμενος Ἡρόδ. 5. 94· τούτων τῶν θεῶν ἐπηβόλους ἐόντας ὁ αὐτ. 8. 111· τερπνῆς… τῆσδ’ ἐπ. νόσου Αἰσχύλ. Ἀγ. 542· ἐπ. φρενῶν, Λατ. compos mentis, ὁ αὐτ. Πρ. 444, Σοφ. Ἀντ. 492· ἐπιστήμης, παιδείας ἐπ. Πλάτ. Εὐθύδ. 289Β, Νόμ. 742Β· οὐκ ἐπήβολοι γεγόνατε τῆς καλλίστης ᾠδῆς αὐτόθι 666D· μετ’ ἀπαρ., ἐπιδέξιος, κλέψαι ἐπηβολώτατος Πλουτ. Ἄρατ. 10. 2) ἁρμόζων, πρέπων, γυναιξὶν πόνος… ἐπάβολος Θεόκρ. 28. 2· ἠέ τι καὶ κλήροισιν ἐπήβολα, «ἤγουν μέτοχα τοῖς ἡμετέροις χωρίοις... οἱονεὶ τὰ ἡμέτερα» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 232. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ φθάσῃ ἢ κερδήσῃ, ἐπήβολος ἅρματι νύσσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1272. (Ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (Πρόσθ.) 4303a. 20, φέρεται ἐφήβολος:- ἴδε Ruhnk. Τίμ., Blomf. Αἰσχύλ. Πρ. 453, Λοβ. Φρύν. 699).- Περὶ τῆς λέξεως ταύτης καὶ τῶν μετ’ αὐτῆς συνθέτων ἴδε Γλωσσ. Παρατηρήσεις Κόντου ἐν σ. 190 § 72.
English (Autenrieth)
possessed of, Od. 2.319†.
Greek Monolingual
ἐπήβολος, -ον (AM)
1. γνώστης, ενήμερος
2. κάτοχος ενός πράγματος (α. «φρενῶν ἐπηβόλους», Αισχύλ.
β. «οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολο γίγνομαι οὐδ' ἐρετάων», Ομ. Οδ.)
3. αρμόδιος, κατάλληλος
αρχ.
1. ικανός, επιδέξιος
2. προσιτός, εκείνος τον οποίο μπορεί να φθάσει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -βόλος (< βάλλω). Το -η- αναλογικά προς το επ-ήκοος, επ-ημοιβός, όπου το -η- είναι προϊόν εκτάσεως εν συνθέσει].
Greek Monotonic
ἐπήβολος: -ον, ποιητ. αντί ἐπί-βολος (ἐπιβάλλω),
1. κάτοχος, κύριος ή αρμόδιος για κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αισχύλ.· ἐπ. φρενῶν, compos mentis, στον ίδ.
2. λέγεται για πράγματα, αυτός που ανήκει, αναφέρεται σε κάτι, ο αρμόζων, αυτός που ταιριάζει, με δοτ., σε Θεόκρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: who gets something, participating, have possession of (Od.), also attainable (A. R.; cf. Wifstrand Krit. und exeget. Bemerkungen zu A. R. [Lund 1929] 28f.); ἐπαβολά f. share (Gortyn), ἐπηβολή μέρος H.
Derivatives: Cf. ἐπηβολία συνηβολία (EM 357,29). κατηβολή τὸ ἐπιβάλλον (E. Fr. 614, 750).
Origin: IE [Indo-European] [471] *gʷelh₁- throw?
Etymology: Verbal nouns of ἐπι-, κατα-βάλλω with -η- after ἐπ-, κατ-ήκοος, ἐπ-ημοιβός etc. (lengthening in compounds). Brugmann Sächs. Ber. 1901, 103.
Middle Liddell
ἐπή-βολος, ον poet. for ἐπί-βολος ἐπιβάλλω
1. having achieved or gained a thing, c. gen., Od., Hdt., Aesch.; ἐπ. φρενῶν compos mentis, Aesch.
2. of things, pertaining to, befitting, c. dat., Theocr.
Frisk Etymology German
ἐπήβολος: {epḗbolos}
Meaning: dem etwas zufällt, teilhaftig, habhaft (seit Od.), auch erreichbar (A. R.; vgl. Wifstrand Krit. und exeget. Bemerkungen zu A. R. [Lund 1929] 28f.); ἐπαβολά f. Anteil (Gortyn), ἐπηβολή· μέρος H.
Derivative: Daneben κατηβολή· τὸ ἐπιβάλλον (E. Fr. 614, 750).
Etymology: Verbalnomina von ἐπι-, καταβάλλω mit -η- nach ἐπ-, κατήκοος, ἐπημοιβός usw. (Dehnung in der Kompositionsfuge). Brugmann Sächs. Ber. 1901, 103.
Page 1,534
English (Woodhouse)
endowed with, dowered with, gifted with, indued with, instinct with, master of, possessed of, possessed with
Mantoulidis Etymological
(=κάτοχος, ἁρμόδιος). Ἀπό τό ἐπί + βάλλω μέ τήν ἐπένθεση ἑνός η. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα βάλλω.