ἐπεξεργάζομαι

From LSJ
Revision as of 07:49, 13 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεξεργάζομαι Medium diacritics: ἐπεξεργάζομαι Low diacritics: επεξεργάζομαι Capitals: ΕΠΕΞΕΡΓΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: epexergázomai Transliteration B: epexergazomai Transliteration C: epeksergazomai Beta Code: e)pecerga/zomai

English (LSJ)

A effect besides, ἕν δ ἐπεξειργάσατο D.18.140; accomplish, βουλὴ μὲν ἄρχει, χεὶρ δ' ἐ. Ion Trag.63.
2 slay over again, ὀλωλότ' ἄνδρ' ἐπεξειργάσω S.Ant.1288 (lyr.).
3 work anew, ἀγρόν Luc.Tim.37.
4 investigate, τὴν αἰτίαν A.D.Synt.82.7, cf. 122.7.

German (Pape)

[Seite 916] noch dazu ausarbeiten, vollenden; βουλὴ μὲν ἄρχει, χεὶρ δ' ἐπεξεργάζεται Ion bei Sext. Emp. adv. rhet. 24; thun, Dem. 18, 140 u. Sp.; ὀλωλότ' ἄνδρα, noch einmal tödten, vernichten, Soph. Ant. 1274; – ἀγρὸν φιλοπόνως, bestellen, Luc. Tim. 37. – Bei Sp., wie Tzetz., = wieder überarbeiten, genau bearbeiten, von Schriftwerken.

French (Bailly abrégé)

1 accomplir en outre;
2 faire périr encore une fois;
3 travailler de nouveau, acc..
Étymologie: ἐπί, ἐξεργάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεξεργάζομαι:
1 доводить до конца, осуществлять, исполнять (βουλὴ μὲν ἄρχει, χεὶρ δ᾽ επεξεργάζεται Sext.);
2 доводить до высшей степени, довершать (τι Dem.);
3 вторично убивать (ὀλωλότα ἄνδρα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεξεργάζομαι: μέλλ. -άσομαι, Ἀποθ., πρὸς τούτοις ἐξεργάζομαι ἢ ἐκτελῶ τι, ἓν δ’ ἐπεξειργάσατο… τοιοῦτον, ὃ πᾶσι τοῖς προτέροις ἐπέθηκε τέλος Δημ. 274. 18˙ ἐκτελῶ, συμπληρῶ, τελειοποιῶ, βουλὴ μὲν ἄρχει, χεὶρ δ’ ἐπεξεργάζεται Ἴων παρὰ Σέξτῳ Ἐμπ. π. Μ. 2. 24. 2) ἐκ νέου φονεύω, αἰαῖ, ὀλωλότ’ ἄνδρ’ ἐπεξειργάσω Σοφ. Ἀντ. 1288, πρβλ. ἐπικτείνω. 3) ἀνιχνεύω, ἐξετάζω, ἐρευνῶ, Ἀπολλ. περὶ Συντ. 132, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. 4. 7. 4) ἐργάζομαι, μετὰ παθ. σημασ., «καὶ πρῴην μοι ἐπεξείργασται μικρὸν συγγραμμάτιον» Τζέτζ. Προοίμ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. σ. 11, ἔκδ. Gaisf.

Greek Monolingual

(AM ἐπεξεργάζομαι) μσν.-νεοελλ.
1. κατεργάζομαι πλήρως, τελειοποιώ, δίνω οριστική μορφή
2. εκπονώ
αρχ.
1. επεξεργάζομαι, εκτελώ κάτι επί πλέον («ἕν δ' ἐπεξεργάσατο... τοιοῦτον, ὅ πᾱσι τοῖς προτέροις ἐπέθηκε τέλος», Δημοσθ.)
2. πραγματοποιώ, φέρω σε πέρας
3. ανιχνεύω, εξετάζω
4. φρ. «ὀλωλότ' ἄνδρ' ἐπεξειργάσω» — ξανασκότωσες τον σκοτωμένο, Σοφ.

Greek Monotonic

ἐπεξεργάζομαι: μέλ. -εξεργάσομαι, αποθ.,
1. πραγματοποιώ, ενεργώ, κάνω κάτι επιπλέον, σε Δημ.
2. σκοτώνω έκ νέου, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. -εξεργάσομαι
Dep.:
1. to effect besides, Dem.
2. to slay over again, Soph.