διάβροχος

From LSJ
Revision as of 11:35, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάβροχος Medium diacritics: διάβροχος Low diacritics: διάβροχος Capitals: ΔΙΑΒΡΟΧΟΣ
Transliteration A: diábrochos Transliteration B: diabrochos Transliteration C: diavrochos Beta Code: dia/broxos

English (LSJ)

διάβροχον, (διαβρέχω)
A very wet, moist, ὄμμα διάβροχον E.El.503; ἄγκος ὕδασι διάβροχον Id.Ba.1051, cf. Call.Del.48; γῆ διάβροχος Hp.Aër.10, Arist.SE167b7.
2 soaked, sodden, ναῦς διάβροχος = leaky, Th.7.12; σάρξ Arist.Pr.870a11: metaph., ἔρωτι διάβροχος, μέθῃ διάβροχος, Luc.Tox.15, Bis Acc.17.
3 tearful, διάβροχος δάκρυσι Hld.1.26.

Spanish (DGE)

-ον
1 mojado, húmedo, humedecido, empapado ἄγκος ... ὕδασι E.Ba.1051, cf. AP 7.388 (Bianor), 16.178 (Antip.Sid.), γῆ Hp.Aër.10, cf. Arist.SE 167b7, Plb.5.22.6, νῆες διάβροχοι barcos empapados, e.d. cuya madera está hinchada de agua Th.7.12, cf. Plu.2.641e, 698b, (ἡ ὑποχώρησις) Mnesith.Ath.51.41, μαστός Call.Del.48, διαβρόχους σίτου ῥίζας Babr.108.6, de un niño que cayó a un pozo GVI 1159.14 (Notion I d.C.)
bañado en lágrimas ὄμμα E.El.503, διάβροχον ... ποιήσασα τοῖς δάκρυσιν Hld.1.26.2
sudoroso σάρξ Arist.Pr.870a11
teñido κρόκῳ παστός ... δ. δ. una cortina teñida de color azafrán, IMEG 67.1 (imper.).
2 fig. empapado, lleno de διάβροχον ἤδη τῷ ἔρωτι Luc.Tox.15, οὐ γὰρ τέλεον ἦν δ. τῇ Μέθῃ Luc.Bis Acc.17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui laisse passer l'eau, qui fait eau (navire);
2 imprégné d'humidité, humide, mouillé ; διάβροχος μέθῃ LUC plongé dans l'ivresse.
Étymologie: διαβρέχω.

German (Pape)

durchnäßt, benetzt, ἄγκος ὕδασι Eur. Bacch. 1049; ὄμμα El. 503; τόπος Poll. 5.22.6; von Schiffen, leck, Thuc. 7.12; übertragen, ἔρωτι Luc. Tox. 15; τῇ μέθῃ, betrunken, Bis acc. 17; οἴνῳ Suid.

Russian (Dvoretsky)

διάβροχος:
1 орошаемый (ἄγκος ὕδασι διάβροχον Eur.);
2 влажный, полный слез (ὄμμα Eur.);
3 влажный, сырой (γῆ Arst.; τόπος Polyb., Plut.);
4 протекающий, давший течь или отсыревший (νῆες Thuc.);
5 смоченный, вымоченный (ὄξει Plut.);
6 пропитанный или покрытый (αἵματι Plut.): τῇ μέθῃ δ. Luc. совершенно пьяный;
7 размокший (μαλακὸν καὶ διάβροχον σιτίον Plut.): δ. τῷ ἔρωτι ирон. Luc. размякший от любви.

Greek (Liddell-Scott)

διάβροχος: -ον, (διαβρέχω) λίαν ὑγρός, κάθυγρος, ὄμμα Εὐρ. Ἠλ. 503· ἄγκος ὕδασι δ. ὁ αὐτ. Βάκχ. 1051· γῆ Ἱππ. Ἀέρ. 286, κτλ. 2) ἐντελῶς ὑγρός, μουσκευμένος, “μούσκευμα”, ναῦς δ., πλοῖα ὧν τὰ ξύλα ἐσάπησαν καὶ ἅτινα εἶναι πλήρη ὕδατος, Θουκ. 7. 12· γῆ Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 5, 8· σὰρξ ὁ αὐτ. Πρβλ. 2. 34· μεταφ., ἔρωτι, μέθῃ δ. Λουκ. Τοξ. 15, Δὶς Κατηγ. 17.

Greek Monolingual

η, -ο (AM διάβροχος, -ον)
διαβρέχω
βρεγμένος, καταμουσκεμένος
αρχ.
1. δακρυσμένος
2. μεθυσμένος
3. αυτός που κατέχεται υπερβολικά από κάποιο πάθος.

Greek Monotonic

διάβροχος: -ον, νοτισμένος, υγρός, βρεγμένος, σε Ευρ.· ναῦς δ., πλοία που κάνουν νερά γιατί έχουν ξύλα σαπισμένα, σε Θουκ.· μεταφ., ἔρωτι μέθῃ δ., σε Λουκ.

Middle Liddell

διάβροχος, ον [from διαβρέχω
very wet, moist, Eur.: ναῦς δ. ships with their timbers soaked and rotten, Thuc.:—metaph., ἔρωτι, μέθῃ δ. Luc.

English (Woodhouse)

bedewed with tears, suffused with tears, wet with tears

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

moist

Arabic: رَطِب‎, بَلّ‎; Armenian: թաց; Belarusian: вільготны; Bulgarian: влажен; Catalan: humit; Chamicuro: sawa; Chinese Mandarin: 潮濕/潮湿, 濕潤/湿润; Xiang: 水垮垮; Czech: vlhký; Danish: fugtig; Dutch: vochtig, nattig; Esperanto: malseketa; Finnish: kostea; French: humide, moite; Middle French: moiste; Old French: moiste; Friulian: umid; Galician: lento, húmido; Georgian: ნესტიანი; German: feucht; Greek: νοτισμένος, νοτερός, υγρός; Ancient Greek: ἄμυρος, βρεχώδης, βροχμώδης, βροχώδης, διάβροχος, διαντικός, διερός, δροσερός, δροσινός, ἐνδιής, ἔνδιος, ἔνδροσος, ἔνικμος, ἐννότιος, ἔννοτος, ἔνυγρος, ἔνυδρος, κατάρρυτος, νοτερός, παρδακός, πλαδαρός, ὑγρός, ὑδρηλός; Hindi: गीला, आबी, नम; Hungarian: nyirkos; Iban: embap; Icelandic: rakur, tárvotur; Ido: humida; Indonesian: lembap; Ingrian: nepsiä, nahkia; Italian: umido; Japanese: 湿った, しっとり; Korean: 축축한; Kurdish Northern Kurdish: şêdar; Latin: uvidus; Latvian: mitrs, mikls, valgs, valgans; Malay: lembap; Maori: kōpūtoitoi, mākūkū, haumākū, monoku, toriwai, hauwai, hauwai, mākū, tōwahiwahi, tōwahiwahi, tōwāwahi; Middle English: moiste; Norwegian Bokmål: klam, fuktig; Occitan: umid; Persian: نمناک‎; Plautdietsch: feicht; Polish: wilgotny; Portuguese: úmido, húmido; Romanian: umed; Russian: влажный; Slovak: vlhký; Slovene: vlážen; Spanish: húmedo; Swedish: fuktig; Thai: ชุ่มชื้น; Turkish: nemli, rutubetli; Ukrainian: вологий; Vietnamese: ẩm

Lexicon Thucydideum

rimosus, aquam recipiens, leaky, admitting water (de navi concerning the ship), 7.12.3.