ὁμολογουμένως
English (LSJ)
Adv., c. dat.,
A conformably with, τοῖς εἰρημένοις X.Ap.27: abs., Id.Oec.1.11.
b in Stoic Philos., ὁμολογουμένως ζῆν, with or without τῇ φύσει, Zeno Stoic.1.45, Cleanth.ib.125, Chrysipp. ib.3.4.
2 by common consent, confessedly, admittedly, ὁ. μαχιμώτατοι Th.6.90, cf. And.1.140, Pl.Smp. 186b, Hyp.Lyc.6, etc.; ὁμολογουμένως ἀγαθοί, ὁμολογουμένως ἄριστοι, Pl.La.186b, Mx.243c; ἡ ὁμολογουμένως ἰητρική Hp.VM5.
German (Pape)
[Seite 338] zugestandenermaßen, offenbar; τῶν ἐκεῖ ὁμολ. βαρβάρων μαχιμώτατοι, Thuc. 6, 90; oft bei Plat., wie Conv. 186 b Theaet. 157 b; Folgde, wie Pol. 3, 47, 7 u. öfter; auch τινί, übereinstimmend mit Etwas, Xen. Apol. 27; τῇ φύσει ὁμ. ζῆν sagten die Stoiker, D. L. 7, 87.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 d'un accord unanime, de l'aveu de tous;
2 d'une manière conforme ou analogue à, d'accord avec, τινι.
Étymologie: ὁμολογουμένος, part. pf. Pass. de ὁμολογέω.
Russian (Dvoretsky)
ὁμολογουμένως: [adv. к part. praes. pass. от ὁμολογέω
1 по общему признанию Thuc. etc.;
2 в соответствии, согласно (τοῖς εἰρημένοις Xen.; τῇ μαντείᾳ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμολογουμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. ἐνεστ. τοῦ ὁμολογέω, κατὰ τὴν συμφωνίαν, συμφώνως πρός..., τοῖς εἰρημένοις Ξεν. Ἀπολ. 27· τῇ μαντείᾳ Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 1, 7, κτλ.· ἀπολ., Ξεν. Οἰκ. 1. 11· ― ἐν τῇ Στωϊκῇ φράσει, τῇ φύσει ὁμ. ζῆν, τὸ τοῦ Κικέρωνος, naturae convenienter vivere, Διογ. Λ. 7. 87. 2) κατὰ κοινὴν ὁμολογίαν, ὡς πάντες ὁμολογοῦσι, ὁμ. μαχιμωτάτους Θουκ. 6. 90, πρβλ. Ἀνδοκ. 18. 23, Πλάτ. Συμπ. 186Β· ὁμ. ἀγαθοί, ὁμ. ἄριστοι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 186Β, Μενεξ. 243C· ἡ ὁμ. ἰατρικὴ Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρικ. 10.
English (Strong)
adverb of present passive participle of ὁμολογέω; confessedly: without controversy.
English (Thayer)
(ὁμολογέω), adverb, by consent of all, confessedly, without controversy: Thucydides, Xenophon, Plato down; with ἀοπ πάντων added, Isocrates paneg. § 33, where see Baiter's note.)
Greek Monolingual
(Α ὁμολογουμένως)
επίρρ. κατά κοινή ομολογία, αναντίρρητα, αναμφίβολα
αρχ.
σύμφωνα με κάτι («ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν», Ζην.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. της μεσ. φωνής του ρ. ὁμολογῶ].
Greek Monotonic
ὁμολογουμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. ενεστ. του ὁμολογέω·
1. σε συμφωνία με, σύμφωνα με, τοῖς εἰρημένοις, σε Ξεν.
2. με κοινή συναίνεση, κατά κοινή ομολογία, σε Θουκ., Πλάτ.
Middle Liddell
[adverb from part. pres. pass. of ὁμολογέω
1. conformably with, τοῖς εἰρημένοις Xen.
2. by common consent, confessedly, Thuc., Plat.
Chinese
原文音譯:Ðmologoumšnwj 何摩-羅姑姆挪士
詞類次數:副詞(1)
原文字根:有如-安置(說) 似的
字義溯源:公認地,無可否認地,無人不以為然;源自(ὁμολογέω)=同意);由(ὁμοῦ)=相同)與(λόγος)=話)組成,其中 (ὁμοῦ)出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的),而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 無人不以為然(1) 提前3:16
Translations
Czech: nepochybně; French: certes; German: zugegebenermaßen; Greek: ομολογουμένως; Hungarian: kétségkívül, kétségtelenül, kétségtelen, nem vitás, el kell ismerni, be kell vallani; Italian: dichiaratamente, innegabilmente; Portuguese: admitidamente; Russian: по общему признанию; Spanish: la verdad es que, lo cierto es que, es cierto que