παρανομέω

From LSJ
Revision as of 09:14, 20 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανομέω Medium diacritics: παρανομέω Low diacritics: παρανομέω Capitals: ΠΑΡΑΝΟΜΕΩ
Transliteration A: paranoméō Transliteration B: paranomeō Transliteration C: paranomeo Beta Code: paranome/w

English (LSJ)

impf.
A παρενόμουν Lys.3.17, D.17.22, Aeschin.3.77: fut. παρανομήσω Luc.Tim.45: aor. παρενόμησα Hdt.7.238, Th.3.67, Luc. Am. 20, later παρην- Plu.Demetr.37: pf. παρανενόμηκα D.59.126, later παρηνόμηκα D.S.16.61: plpf. παρενενομήκεσαν X.HG2.1.31:—Pass., aor. παρενομήθην Th.5.16, etc.: pf. παρανενόμημαι D.44.31,54.2; part. παρηνομημένος SIG167.38(Mylasa, iv B.C.):—transgress the law, act unlawfully, Th.3.65, al.; κοινῇτι π. ib.82; παρανομοῦντά τε καὶ ἀδικοῦντα Pl.R. 338e, etc.: c. acc. cogn., παρανομίαν παρανομῶν Them. Or.1.15b.
2 commit a crime or commit an outrage, τι Antipho 5.15, And.4.21, Aeschin.l.c., Arist.Pol. 1307b31; ἐς τὸν νεκρὸν ταῦτα παρενόμησε Hdt.7.238, cf. Lys. 3.17; εἰς θεούς D.59.126; εἰς τὸ μαντεῖον D.S.16.61; also καταισχύνειν καὶ παρανομεῖν εἰς τὸ θεῖον καὶ πάτριον ἀξίωμα τῆς εὐσεβείας = disgrace and transgress the god-given ancestral dignity of our religion Plu.2.166b; περὶ σφᾶς Th.8.108; π. τὰ δημόσια act illegally in public matters, Id.2.37:—Pass., κάθοδος παρανομηθεῖσα a return illegally procured, Id.5.16.
II Pass., παρανομοῦμαι to be ill-used, D.35.45,44.31, PSI4.330.8(iii B.C.); εἰς τὸ σῶμα Plu. Tim. 13; ἡ φύσις παρανομεῖται, ἡ συνήθεια παρανενόμηται, Id.2.755c, 1070c.

German (Pape)

[Seite 491] ein παράνομος sein, gesetzwidrig handeln; οὐ γὰρ ἄν κοτε εἰς τὸν νεκρὸν ταῦτα παρενόμησε, er hätte nicht solche Gesetzwidrigkeiten, so Ungebührliches gegen den Todten gethan, Her. 7, 238; Antiph. 5, 15; εἰς τὴν πατρίδα, Lycurg. 6. 52. 64; τοιαῦτα, τηλικαῦτα, 2; περί τινά τι, Thuc. 8, 108; oft absolut, Thuc. 3, 65; Isocr. 4, 147; Plat. Hipp. mai. 285 a; καὶ ἀδικεῖν, Rep. I, 338 e. – Auch τινά u. τί, Einen gesetzwidrig, ungerecht, ungebührlich behandeln, τὰ δημόσια, Thuc. 2, 37; περί τινά τι, 8, 108; τί, Xen. Mem. 1, 2, 34. 4, 4, 21 u. Folgde; dah. auch pass., κάθοδον παρανομηθεῖσαν, Thuc. 5, 16, widergesetzlich bewirkt; D. Sic. 19, 11; εἰς τὸ σῶμα ταῖς ἀσελγεστάταις ὑπὸ τῶν πολεμίων ἡδοναῖς παρανομηθεῖσα, Plut. Timol. 13. – Aber Dem. 44, 31 braucht das med. = dem act., οἴομαι γὰρ περὶ κλήρου ἀγῶνα μηδένας ἄλλους παρανενομῆσθαι τοιαῦτα οἷα ἡμᾶς. – Es finden sich auch παρηνόμουν εἰς ἐκεῖνον, Lys. 3, 17, von παρανομέω abgeleitet, wie παρηνόμησαν, Thuc. 3, 67, wie D. Hal. 10, 35 u. oft D. Cass., auch παρηνόμηκα, D. C. 39, 59 D. Sic. 16, 61, wie παρηνομημένα, Poll. 8, 78; aber Dem. 17, 22 u. Aesch. 3, 77 hat Bekker παρενόμουν hergestellt; παρανενόμηκα Xen. Hell. 2, 1, 31.

French (Bailly abrégé)

παρανομῶ :
les temps à augment ou à redoublement se forment soit régulièrement, παρενόμουν, παρενόμησα, παρανενόμηκα, etc., soit en η comme si le verbe venait de παρ-ανομέω : παρηνόμουν, παρηνόμησα, παρηνόμηκα, etc.
1 agir contre la loi, violer la loi : τὰ δημόσια THC en ce qui regarde les affaires publiques ; εἴς τινα à l'égard de qqn ; περί τινα THC commettre une illégalité ou un méfait envers qqn ; Pass.συνήθεια παρανενόμηται PLUT on a violé la coutume ; ἡ φύσις παρανομεῖται PLUT on fait violence à la nature;
2 traiter contrairement aux usages, maltraiter ; Pass. être maltraité : εἰς τὸ σῶμα PLUT subir d'indignes outrages.
Étymologie: παράνομος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρανομέω [παράνομος] imperf. ook παρηνόμουν; aor. later ook παρηνόμησα, aor. pass. ook παρηνομήθην; perf. later ook παρηνόμηκα de wet overtreden:. τηρεῖν ὅπως μηθὲν παρανομῶσι ervoor waken dat zij de wet niet overtreden Aristot. Pol. 1307b31. een misdaad begaan: met εἰς + acc.:; εἰς θεούς tegen de goden Apollod. [Dem.] 59.126; met περί + acc.:; φοβούμενοι... μήποτε καὶ περὶ σφᾶς τι παρανομήσῃ uit angst dat hij ook tegen hen een misdaad beging Thuc. 8.108.5; pass.: διὰ τὴν ἐκείνου καθόδον παρανομηθεῖσαν vanwege zijn illegale terugkeer uit ballingschap Thuc. 5.16.1.

Russian (Dvoretsky)

παρανομέω: (impf. παρενόμουν и παρηνόμουν, aor. παρενόμησα и παρηνόμησα и т. д.)
1 преступать закон, поступать противозаконно (π. τε καὶ ἀδικεῖν Plat.): π. εἴς τινα Her., Lys. или περί τινα Thuc. совершать беззаконие по отношению к кому-л.; π. τὰ δημόσια Thuc. совершать преступление против общественной безопасности; κάθοδος παρανομηθεῖσα Thuc. противозаконное возвращение (из изгнания);
2 совершать насилие, нарушать (ἡ φύσις παρανομεῖται Plut.): εἰς τὸ σῶμα παρανομεῖσθαι Plut. подвергаться физическому насилию.

Greek (Liddell-Scott)

παρανομέω: παρατ. παρενόμουν Λυσ. 98. 2, Δημ. 217. 28, Αἰσχίν. 64. 38· μέλλ. -ήσω Λουκ.· ἀόρ. παρενόμησα Ἡρόδ. 7. 238, Θουκ. 3. 67, Πλούτ.· πρκμ. παρανενόμηκα Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 31, Δημ. 1090. 6. - Παθ., ἀορ. παρενομήθην Θουκ., κτλ.: πρκμ. παρανενόμημαι Δημ. 1090. 6, 1257, 1· -παρὰ μεταγεν. οἱ μετ’ αὐξήσεως χρόνοι συνήθως ἐγράφοντο διὰ διπλῆς αὐξήσεως ὥστε οἱ τύποι παρηνόμουν, παρηνόμησα, κτλ., συχνάκις εἰσήγοντο ὑπὸ ἀντιγραφέων εἰς τὸ κείμενον τῶν παλαιοτέρων συγγραφέων· παρηνόμηται ἀπαντᾷ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2691e. 8. Ρῆμα τοῦ πεζοῦ λόγου, πράττω παρὰ τὸν νόμον, παραβαίνω τὸν νόμον, πράττω παρανομίαν, Θουκ. 3. 65, 67, 82· παρανομοῦντά τε καὶ ἀδικοῦντα Πλάτ. Πολ. 338E, κλ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., παρανομίαν π. Θεμίστ. 15Β. 2) πράττω ἔγκλημα, τι Ἀντιφῶν 131. 13, Ἀνδοκ. 32. 1· ἐς τὸν νεκρὸν ταῦτα παρενόμησε Ἡρόδ. 7. 238, πρβλ. 98. 2· περί τινα Θουκ. 8. 108· π. τὰ δημόσια, ἐνεργῶ παρανόμως εἰς ὑποθέσεις τοῦ δημοσίου, ὁ αὐτ. 2. 37. - Παθ., κάθοδος παρανομηθεῖσα, ἐπιστροφὴ εἰς τὴν πατρίδα παρανόμως κατορθωθεῖσα, ὁ αὐτ. 5. 16. ΙΙ. μετ’ αἰτ. ἀντικειμέν., μεταχειρίζομαί τινα κατὰ τρόπον παράνομον, κακομεταχειρίζομαι, τὸ ἀξίωμα τῆς εὐσεβείας Πλούτ. 2. 166B· (κοινότερον, π. εἰς θεοὺς Δημ. 1388. 15· εἰς τὸ μαντεῖον Διόδ. 16. 61, κτλ.). - Παθ., ὑπόκειμαι εἰς κακὴν χρῆσιν, Δημ. 939. 15., 1090. 6· εἰς τὸ σῶμα Πλουτ. Τιμολ. 13· ἡ φύσις παρανομεῖται, ἡ συνήθεια παρανενομῆται ὁ αὐτ. 2. 755B, 1070C. III. ἐν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 36, ὁ Cobet προτείνει παρανενομικέναι, = παραγνῶναι.

English (Strong)

from a compound of παρά and νόμος; to be opposed to law, i.e. to transgress: contrary to law.

English (Thayer)

παρανόμῳ;" to be a παράνομος, to act contrary to law, to break the law": Sept.; Thucydides, Xenophon, Plato, and following.)

Greek Monotonic

παρανομέω: παρατ. παρενόμουν, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ παρενόμησα, παρακ. παρανενόμηκα — Παθ., αόρ. αʹ παρενομήθην, παρακ. παρανενόμημαι· έπειτα με διπλή αύξηση, παρηνόμουν, παρηνόμησα κ.λπ.· (παράνομος
1. παραβαίνω το νόμο, ενεργώ παράνομα, σε Θουκ., Πλάτ. — Παθ., κάθοδος παρανομηθεῖσα, παράνομη επιστροφή στην πατρίδα, σε Θουκ.
2. διαπράττω έγκλημα, ἐς τὸν νεκρόν ταῦτα παρενόμησε, σε Ηρόδ.· περί τινα, σε Θουκ. — Παθ., μεταχειρίζομαι με τρόπο παράνομο, κακομεταχειρίζομαι, σε Δημ.

Middle Liddell

παράνομος
1. to transgress the law, act unlawfully, Thuc., Plat.:—Pass., κάθοδος παρανομήθη a return illegally procured, Thuc.
2. to commit an outrage, ἐς τὸν νεκρὸν ταῦτα παρενόμησε Hdt.; περί τινα Thuc.:—Pass. to be outraged, ill used, Dem.

Chinese

原文音譯:raranomšw 爬拉-挪姆哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在旁-律法 相當於: (רָשָׁע‎)
字義溯源:抵觸律法,犯法,違背律法;由(παρά)*=旁,出於)與(νόμος)=律法,分出)組成;其中 (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 你⋯違背律法(1) 徒23:3

Lexicon Thucydideum

contra leges facere, to act against the laws, 2.37.3, 3.65.2, 3.66.3, 3.67.5, 3.82.6, 7.108.5,
PASS. 5.16.1.