χρέος

From LSJ
Revision as of 11:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρέος Medium diacritics: χρέος Low diacritics: χρέος Capitals: ΧΡΕΟΣ
Transliteration A: chréos Transliteration B: chreos Transliteration C: chreos Beta Code: xre/os

English (LSJ)

τό Ep. χρεῖος Hom. (who also uses χρέος, but only in Od., v. infr. 1.1): Att. χρέως Phryn.370, Moeris p.403 P., Choerob.in Theod.1.360H. (and this form appears in codd. of D.25.69, 33.24, 38.14, 40.37, 42.5; but χρέος in Pl.Plt.267a, Lg.958b): gen.

   A χρείους E.IA373 (troch., s. v.l.), χρέους Lys.17.5 codd., χρέως D.49.18 (and so Choerob.l.c.); no dat. occurs in Ep. forms:—pl., nom. and acc. χρέᾰ Hes.Op.647, χρέᾱ Ar.Nu.39, 443 (anap.), cf. Isoc.21.13, Pl.Lg. 684e, etc.; Arc. χρήατα (but Schwyzer [665] χρῆα τά) IG5(2).343.20, 27 (Orchom., iv B. C.); gen. χρεῶν Ar.Nu.13,117, Pl.R.566a, etc.; Ep. χρειῶν Hes.Op.404 (χρεέων cj. Rzach); Ep. dat. χρέεσι Man. 4.135; χρήεσσι A.R.3.1198: (χράομαι, χρή):    I that which one needs must pay, obligation, debt, Ἄρης . . χρέος καὶ δεσμὸν ἀλύξας Od. 8.353, cf. 355; χρεῖος ἀποστήσασθαι, i.e. pay it in full, Il.13.746: esp. of the obligation to restore or pay for 'lified' cattle and plunder, so the heralds of the Pylians summoned to share in booty all οἷσι χρεῖος ὀφείλετ'· . . πολέσιν γὰρ Ἐπειοὶ χρεῖος ὄφειλον (where Sch. A, τὰ περιελασθέντα ἐκ τῆς Πύλου ὑπὸ τῶν Ἐπειῶν θρέμματα χρέως καλεῖ) Il. 11.686, cf. Od.3.367, 21.17; later simply, debt, αὐτὸς ἔτεισε . . χρέος Thgn.205; ἀρᾶς τίνει χ. pays the debt demanded by the curse, A.Ag. 457 (lyr.); μή τι πέρα χρέος . . πόλει προσάψῃς debt, i. e. guilt, S.OC235 (lyr.); χ. πράσσειν τινά exact payment of a debt from one, Pi.O.3.7; ἐμὸν καταίσχυνε χ. dishonoured my debt, i.e. dishonoured me for not paying my debt, for not keeping my promise, ib.10(11).8; τεὸν χ. the debt due to thee, Id.P.8.33: in Com. and Prose, χ. ἀποδιδόναι repay a debt, Hdt.2.136 (where also we have χ. διδόναι to give a loan, and χ. λαμβάνειν to receive a loan), cf. Ar.Nu.117, Pl.Plt.267a; ἔχω χ. ὡς εἰπεῖν οὐδὲν ἀνδρὸς Ἕλληνος I know of nothing that 1 owe to any man of Greece, Hdt.3.140; χ. ἀπαιτεῖν Plu.Oth.2; τὰ ὑπάρχοντα τῶν χ. ἀνεῖσθαι Id.Sol.15; τὸ ἐπὶ τὴν τράπεζαν χρέως (sc. ὀφειλόμενον) D.33.24; ὢ καλὸν εἰς ἄλοχον θέμενος χ., like χάριν θέσθαι (v. τίθημι A. 11.7 fin.), Epigr. in Arch.Pap.1.220 (Ptolemaic); ἔχειν εἴς τι χ. Plu.Caes.48: pl., debts, Hes.Op.647, Ar.Nu.13, etc.; χρειῶν λύσις Hes.Op.404; χρέα ἀπολαβεῖν And.3.15; χρέα ἐπὶ τόκοις ὀφειλόμενα Is.11.42; τὴν οὐσίαν ἅπασαν χρέα κατέλιπον left all the property in outstanding debts, D.38.7; εἰσπραχθέντα χρέα ibid.; ἐκπληρῶσαι τὸ χ. ἅπαν pay it, Pl.Lg.958b; τὸ χ. διαλυέτω SIG306.46 (Tegea, iv B. C.), cf. Plu.Luc.20 (Pass.); πρὸς τὰ χ. ἀπάγεσθαι Plb.38.11.10, D.H.4.9:—cf. ἀποκοπή.    2 metaph., the debt that all must pay, fate, death, οὐκ ἔστι τὸ χ. φυγεῖν Alciphr.1.25; τὸ τῆς ψυχῆς ἀπαιτηθεὶς χ. LXXWi.15.8; also ἂν μή τις θᾶττον ὡς χ. ἀποδιδῷ τὸ ζην Pl.Ax.367b; ὁπότε εἰς τὸν ἀέρα ἀναδράμῃ τὸ χ. (sc. ἡ ψυχή, regarded as lent to the body) Vett.Val.330.33.    II in Poets, business, affair, matter, ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος Od.1.409, cf. 2.45; χρέος πᾶν ἐπικραίνεις, of Pelasgos, A.Supp.374 (lyr.); purpose, object, εἰ μὲν γὰρ ὑμῖν μὴ τόδ' ἐκπράξω χρέος ib.472, cf. S.OT 156 (lyr.); πᾶν ὃ θέλεις . . χ. ἐκτετέλεσται Theoc.25.53: c. gen., σὸν οὐκ ἔλασσον ἢ κείνης χ. your affair, E.Hec.892.    2 almost = χρῆμα, thing, τί χρέος; = τί χρῆμα; A.Ag.85 (anap.), E.Heracl.95 (lyr.), cf. S.OC251 (lyr.); ἐφ' ὅ τι χ. ἐμόλετε E.Or.150 (lyr); τί χ. ἔβα δωμα; Id.Fr.1011 (lyr.); τί καινὸν ἦλθε δώμασιν χ.; Id.HF530, cf. Ar. Nu.30 (with play on signf.1), Theoc.24.66.    3 ἐλάφους, μέγα τι χ. (cf. χρῆμα 11.3) Call.Dian.100.    III in Od.11.479, ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος seems to be = Τειρεσίᾳ χρησόμενος (10.492) to consult him.    2 elsewh. κατὰ χρέος means according to what is needful, in due fashion, h.Merc.138, A.R.3.189, Arat.343.    IV duty, task, charge, office, ἦλθε τωὔτ' ἐπὶ χρέος Pi.O.1.45, cf. 7.40; οἷς τόδ' ἦν χρέος A.Pers.777, cf. Th.20; τὸ σὸν μελέσθω . . φρουρῆσαι χρέος S.El.74, cf. E.Or.1253 (lyr.), IT883 (lyr.).    V τὸ συνδρῶν χ. the circumstance of being an accomplice, E.Andr.337.    VI anything useful or serviceable, χρεῶν χρηΐζοντι μετάδοσιν ποιήσασθαι Hp.Jusj.; δέκα στατῆρανς καταστασεῖ, τῶ δὲ χρήϊος( = χρέους) διπλεῖ ὄτι κ' ὀ δικαστὰς ὀμόσει συνεσσάκσαι Leg.Gort.3.14, cf. 11, GDI5100.11 (Malla).    2 value, validity, υηδὲν ἐς χρῆος (or χρέος) ἤμην τὰν δόσιν the gift shall be of no value, i. e. invalid, Leg.Gort.10.24, cf. 31.    VII παρὰ χρέος, = παραχρῆμα, Call.Aet.Oxy.2080.14 (παραχρῆμ' ap.Stob.), Nic.Al.614 (prob. orig. = signf. VIII).    VIII = χρεία, χρεώ, need, τί δ', ὦ τάλας, σε τοῦδ' ἔχει πλέκους χρέος; Answ. χ. μὲν οὐδέν, βούλομαι δ' ὅμως λαβεῖν Ar.Ach.454, cf. Bion Fr.2.2.

German (Pape)

[Seite 1371] τό, ep. χρεῖος, att. χρέως (w. m. s.), nom. u. acc. plur. χρέα, Hes. O. 649, wie τὰ χρέα ἀπολαμβάνειν Andoc. 3, 15 u. sonst (χρή), – 1) Bedürfniß, Nothdurft, Noth, dah. Verlangen, Wunsch; εἰ μὲν γὰρ ὑμῖν μὴ τόδ' ἐκπράξω χρέος Aesch. Suppl. 467; ἐξανύσεις χρέος Soph. O. R. 157; überh. Geschäft, Angelegenheit, Handel, Sache, das, was Einem dringend am Herzen liegt, ἐμὸν αὐτοῦ χρεῖος, meine eigne Angelegenheit, Od. 1, 409. 2, 45; κατὰ χρέος τινὸς ἐλθεῖν, einer Person oder Sache wegen kommen, weil man ihrer bedarf, 11, 479; vgl. κατὰ τί χρέος ἥκων Luc. salt. 64; ἐπὶ τωὐτὸ χρέος ἦλθε Pind. Ol. 1, 45, ὅπως γένοισθε πρὸς χρέος τόδε Aesch. Spt. 20; ξὺν ἀνδράσιν φίλοισιν, οἷς τόδ' ἦν χρέος Pers. 763, u. sonst; σοὶ δ' ἤδη τὸ σὸν μελέσθω βάντι φρουρῆσαι χρέος Soph. El. 74; τί μοι τόδε χρέος ἀπύεις Eur. Or. 1253, u. öfter; ἐφ' ὅ, τι χρέος, zu welchem Zwecke, weshalb, z. B. ἐμόλετε, ib. 151; χρέος ἔχειν τινός, Etwas nöthig haben, Ar. Ach. 429. – 2) das, was man nothwendig leisten muß, was man abzutragen schuldig ist, die Schuld; χρεῖος ὀφείλειν τινί, Einem eine Schuld zu entrichten haben, Od. 21, 17 Il. 11, 688, χρεῖος ὀφείλεταί μοι 11, 686 Od. 3, 867, χρεῖος ἀποστήσασθαι, eine Schuld zurückwägen, zurückzahlen, Il. 13, 746; was man versprochen hat, Her. 1, 138, Pind. Ol. 3, 7, – im, plur., die Schulden, Hes. O. 649; ausstehende Schulden, Is. 8, 37, wie Ar. Nubb. 13. 30; Plat. Legg. III, 684 e Rep. VIII, 555 d u. sonst; χρέα ἐπὶ τόκοις ὀφειλόμενα Isae. 11, 42; υὴν οὐσίαν ἅπασαν χρέα κατέλιπον Dem. 38, 7; Sp. – Auch übertr., eine abzubüßende Schuld, ein Vergehen; Theogn. 205; δημοκράντου δ' ἀρᾶς τίνει χρέος Aesch. Ag. 445; μή τι πέρα χρέος ἐμᾷ πόλει προσάψῃς Soph. O. C. 234; – und Schuldigkeit, Gebühr, Pflicht, κατὰ χρέος, wie sich's gebührt, ziemt, H. h. Merc. 138; Arat. Phaen. 343; κατὰ χρέος, ῃπερ ἐῴκει Ap. Rh. 3, 189; – die allgemeine Schuld, welche der Mensch der Natur zu entrichten hat, bes. der Tod. – 3) Gebrauch, Nutzen, eine Sache, die zu benutzen ist, wie χρῆμα, μέγα τι χρέος, ein großes Stück, Thier, Callim. Dian. 104.

Greek (Liddell-Scott)

χρέος: τό, Ἐπικ. χρεῖος Ὅμηρ. (ὅστις ἔχει καὶ τὸν τύπον χρέος, ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.)· Ἀττ. χρέως Φρύνιχ. 391, Χοιροβοσκ. εἰς Θεοδ. 394 (καὶ ὁ τύπος οὗτος φαίνεται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, Δημ. 900, 14., 988. 24., 1019. 23., 1040. 19· ἀλλὰ φέρεται χρέος ἐν Πλάτ. Πολιτικ. 267Α, Νόμ. 958Β)· - γεν. χρέους Εὐρ. Ι. Α. 373· ἡ δοτικ. δὲν ἀπαντᾷ ἐν Ἐπικ. τύπῳ· - πληθ., ὀνομ. καὶ αἰτιατ. χρέᾰ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 645, χρέᾱ Ἀριστοφ. Νεφ. 39, 443, Πλούτ.· γενικ. χρεῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 13, 118, Πλάτ. Πολ. 566Α, κ. ἀλλ., Ἐπικ. χρειῶν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 402· Ἐπικ. δοτ. χρέεσι Μανέθων 4. 135· χρήεσσι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1198· (χράομαι, χρή)· Ι. ὡς καὶ νῦν, ὀφειλή, ἣν πρέπει τις νὰ ἀποτίσῃ, Ἄρης… χρέος καὶ δεσμόν ἀλύξας Ὀδ. Θ. 353, πρβλ. 355· ἐν χρήσει μάλιστα ἐπὶ τῆς ὑποχρεώσεως πρὸς ἀπόδοσιν λῃστευθέντων ποιμνίων καὶ ἀγελῶν ἢ πρὸςἀποζημίωσιν δι’ αὐτά, χρέος ἕνεκα λῃστευθέντων ἢ ἀπαχθέντων βοσκημάτων· οὕτως οἱ κήρυκες τῶν Πυλίων ἐκάλουν εἰς τὰ ὅπλα πάντας, οἵου χρεῖος ὀφέλλετ’ ... πόλεσιν γὰρ Ἐπειοὶ χρεῖος ὄφελλον (ἔνθα τὰ Ἐνετ. Σχόλ. παρατηροῦσι: τὰ περιελασθέντα ἐκ τῆς Πύλου ἐκ τῶν Ἐπειῶν θρέμματα χρεῖος καλεῖ) Ἰλ. Λ. 685-698, πρβλ. Ὀδ. Γ. 367, Φ. 17· χρεῖος ἀποστήσασθαι, δηλ. νὰ πληρώσῃ ἐντελῶς, Ἰλ. Ν. 746· - συχν. παρὰ τοῖς μετέπειτα ἁπλῶς, χρέος, ὀφειλή, αὐτὸς ἔτισε.. χρέος Θέογν. 205 ἀρᾶς τίνει χρ., ἀποτίνει τὸ χρέος τὸ ἐκ τῆς κατάρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 457· μή τι πέρα χρέος.. πόλει προσάψῃς, χρέος δηλ. ἐνοχήν, Σοφ. Ο. Κ. 235· χρ. πράσσειν τινά, εἰσπράττειν χρέος παρά τινος, τὰ ὀφειλόμενα, Πινδ. Ο. 3, 12· ἐμὸν καταίσχυνε χρ., δηλ. κατῄσχυνεν ἐμὲ διότι δὲν ἐπλήρωσα τὸ χρέος μου, διότι δὲν ἐτήρησα τὴν ὑπόσχεσίν μου, αὐτόθι 10 (11). 10· τεὸν χρ., τὸ σοὶ ὀφειλόμενον, ὁ αὐτ. ἐν Π. 8. 45· - ἀκολούθως παρὰ τοῖς κωμ. καὶ πεζογράφοις, χρέος ἀποδιδόναι, ἀποτῖσαι, Ἡρόδ. 2. 136 (ἔνθα ὡσαύτως ἔχομεν χρ. διδόναι, δανείζειν καὶ χρ. λαμβάνειν, δανείζεσθαι) πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 117, Πλάτ. Πολιτικ. 267Α· ἔχω χρ. εἰπεῖν οὐδὲν ἀνδρὸς Ἕλληνος, δὲν ἠξεύρω νὰ χρεωστῶ τι εἰς Ἕλληνά τινα, Ἡρόδ. 3. 140· χρ. ἀπαιτεῖν Πλουτ. Ὄθων 2· ἀνιέναι, ὁ αὐτ. ἐν Σόλ. 15· χρέως τὸ ἐπὶ τὴν τράπεζαν (ἐξυπακ. ὀφειλόμενον) Δημ. 900. 14· ἔχειν τι εἰς χρέος Πλουτ. Καῖσ. 48· - ἐν τῷ πληθ., χρέη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 645, Ἀριστοφ. Νεφ. 13, κλ.· χρειῶν λύσις Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡσ. 402· χρέα ἀπολαμβάνειν Ἀνδοκ. 25. 20· χρέα ἐπὶ τόκοις ὀφειλόμενα Ἰσαῖ. 88. 23· τὴν οὐσίαν ἅπασαν χρέα κατέλιπε, ἅπασαν τὴν περιουσίαν «χρεωμένην», εἰς χρέη, Δημ. 986. 24· χρέα εἰσπραχθέντα αὐτόθι 26· χρ. ἐκπληρῶ, διαλύω, πληρώνω, «κλείω» τὰ χρέη μου. Πλάτ. Νόμ. 958Β, Πλουτ. Λούκουλλ. 20· πρὸς τὰ χρ. 2) τὸ «κοινὸν χρέος», τὸ ὁποῖον πάντες ἐξ ἀνάγκης πρέπει νὰ ἀποτίσωσιν, ὁ θάνατος, Ἀλκίφρων 1. 25, πρβλ. Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β, Ἑβδ. (Σοφ. Σοφ. ΙΕ΄, 18). ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς ὡσαύτως, ἀναγκαία ἐργασία, «ὑπόθεσις», «δουλειά», ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος Ὀδ. Α. 409, πρβλ. Β. 45· χρέος πᾶν ἐπικραίνεις, ἐπὶ τοῦ Διός, Αἰσχύλ. Ἱκ. 374· πρᾶγμα λίαν ἐπιθυμητὸν ἢ τὸ ὁποῖον πολὺ ἐπιθυμεῖ τις, σκοπός, ἀντικείμενον, εἰ μὲν γὰρ ὑμῖν μὴ τόδ’ ἐκπράξω χρέος αὐτόθι 472, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 156, Ο. Κ. 251· πᾶν ὃ θέλεις... χρ. ἐκτετέλεσται Θεόκρ. 25. 53· μετὰ γεν., ὡς τὸ χάρις, σὸν οὐκ ἔλασσον ἢ κείνης χρ. Εὐρ. Ἑκ. 892. 2) σχεδὸν ὡς τὸ χρῆμα, πρᾶγμα, τί χρέος; = τί χρῆμα; διὰ τί; Αἰσχύλ. Ἀγ. 85 ἐφ’ ὅ τι χρ. ἐμόλετε; Εὐρ. Ὀρ. 151· τί καινὸν χρ. ἔβα δόμους; ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 95 πρβλ. Ἀποσπ. 1000. 3) ἐλάφους, μέγα τι χρ. (ἴδε χρῆμα ΙΙ. 3) Καλλ. εἰς Ἄρτ. 100, πρβλ. 24, 65. ΙΙΙ. ἐν Ὀδ. Λ. 479, ἦλθον Τειρεσίαο κατά χρέος, φαίνεται ὅτι εἶναι = Τειρεσίᾳ χρησόμενος (Κ. 492) ἵνα συμβουλευθῶ τὸν Τειρ. 2) ἀλλαχοῦ κατὰ χρέος σημαίνει, καθὼς εἶναι πρέπον, καθὼς εἶναι καλόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 138, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 189. IV. χρέος, καθῆκον, σκοπός, ἔργον, ἦλθε τωὔτ’ ἐπὶ χρέος Πινδ. Ο. 1. 71, πρβλ. 7. 72· οἷς τόδ’ ἦν χρέος Αἰσχύλ. Πέρσ. 777, πρβλ. Θήβ. 20· τὸν σὸν μελέσθω.. φρουρῆσαι χρέος Σοφ. Ἠλ. 74, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1253, Ι. Τ. 683, Ἡρ. Μαιν. 530. V. τὸ συνδρῶν χρ., τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναί τις συνεργὸς εἴς τι, Εὐρ. Ἀνδρ. 337. VI. πρᾶγμα χρήσιμον ἢ ὠφέλιμον, χρεῶν χρῄζοντι μετάδοσιν ποιήσασαι Ἱππ. Ὅρκ. VII. παρὰ χρέος = παραχρῆμα. Νικ. Ἀλεξιφ. 627. VIII. = χρεία, τί δὲ τοῦδ’ ἔχει πλέκους χρέος; Ἀριστοφ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 454, πρβλ. Βίωνα 13. 2. - Ἴδε Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 329.