ἀνάγκη

From LSJ
Revision as of 15:22, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάγκη Medium diacritics: ἀνάγκη Low diacritics: ανάγκη Capitals: ΑΝΑΓΚΗ
Transliteration A: anánkē Transliteration B: anankē Transliteration C: anagki Beta Code: a)na/gkh

English (LSJ)

Ion. and Ep. ἀναγκαίη, ἡ,

   A force, constraint, necessity, κρατερὴ δ' ἐπικείσετ' ἀ. Il.6.458; ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει ib.85; ἀναγκαίῃ πολεμίζειν 4.300; τίς τοι ἀνάγκη πτώσσειν; 5.633; οἷσιν ἀ. (sc. φυλάσσειν) 10.418, al.: but in Hom. usu. in dat. as Adv., ἀνάγκῃ perforce, of necessity, ἀείδειν Od.1.154; φεύγειν Il.11.150: in act. sense, forcibly, by force, ἴσχειν, ἄγειν, Od.4.557, 22.353; μνήσασθαι 7.217: strengthd. by καί, 10.434; ὑπ' ἀνάγκης 19.156; opp. ἑκόντες, Pl.Phdr.231a; ὑπ' ἀναγκαίης Hdt.7.172, al.; ἐξ ἀνάγκης S.Ph.73, Th.3.40, etc.; δι' ἀνάγκης Pl.Ti.47e; σὺν ἀνάγκᾳ Pi.P.1.51; πρὸς ἀνάγκαν A.Pers.569 codd. (lyr.), cf. Epict.Ench.29.2; κατ' ἀνάγκην X.Cyr.4.3.7: ἀνάγκη ἐστί, c. inf., it must be that... is necessary that... cf. Il. supr. cit.; πᾶσα ἀ. ἐστὶ ὗσαι Hdt.2.22; τρέφειν τοὺς τοκέας τοῖσι μὲν παισὶν οὐδεμία ἀ., τῇσι δὲ θυγατράσι πᾶσα ἀ. ib.35: c. dat. pers., ἀ. μοι σχεθεῖν A.Pr.16, cf. Pers.293:—in Trag. freq. in answers and arguments, πολλή γ' ἀνάγκη, πολλή' στ' ἀνάγκη, or πολλή μ' ἀνάγκη, with which an inf. may always be supplied, E.Med.1013, Hec.396, S.Tr.295; so πᾶσ' ἀνάγκη El.1497, cf. Pl.R.441d; ἀνάγκη μεγάλη [ἐστί] ib.485e, Is.3.6, D.28.9; ἐν ἀνάγκῃ ἐστί Lys.6.8: later ἀνάγκην ἔχω, c. inf., Ev.Luc. 14.18.    2 necessity in the philosophical sense, Arist.APo.94b37, Metaph.1026b28, Ph.199b34; logical necessity, Metaph.1064b33: in pl., laws of nature, τίσιν ἀνάγκαις ἕκαστα γίγνεται τῶν οὐρανίων X. Mem.1.1.11, cf. Hp.Aër.21.    b natural need, γαστρὸς ἀνάγκαις A.Ag.726, cf. Ar.Nu.1075, X.Cyn.7.1; ὑπ' ἀ. τῆς ἐμφύτου Pl.R.458d; ἐρωτικαῖς ἀ. ib., etc.    c ἡ ἀ. τοῦ τόπου the lie of the ground as a necessary condition, PLille4.14.    d ἀνάγκη δαιμόνων, αἱ ἐκ θεῶν ἀνάγκαι, fate, destiny, E.Ph.1000, 1763: freq. personified in Poets, Parm.8.30, Emp.116, A.Pr.105, S.Fr.256; Ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται Simon.5.21.    3 compulsion exerted by a superior, ἀ. προστιθέναι, ἐπιτιθέναι, X.Hier.9.4, Lac.10.7.    b violence, punishment, esp. of torture, mostly pl., ἐς ἀνάγκας ἄγεσθαι Hdt.1.116, cf. Antipho 6.25, Herod.5.5; προσάγειν τινὶ τὰς ἀνάγκας Th.1.99; τὰ πρὸς ἀνάγκας ὄργανα instruments of torture, Plb.15.28.2: later in sg., ἡ ἀ. τῶν βασάνων Plu.2.305e; πρὸς ἀνάγκην under torture, Id.Publ.17: metaph., Hp.de Arte13; δολοποιὸς ἀ., i. e. the stratagem of Nessus, S.Tr.832; βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις Xenarch.1.9.    c duress, 'force majeure', ὅρκους οὓς ποιέονται ἐν ἀνάγκῃ ὄντες Democr.239; stress of circumstances, ἀκούσιοι ἀ. Th.3.82.    d treatment by mechanical force, τῶν ἀναγκῶν τινὰ προσφέρειν Hp.Fract.15, cf. Art.73.    4 bodily pain, anguish, κατ' ἀνάγκην ἕρπειν painfully, S.Ph.206 (lyr.); ὑπ' ἀνάγκης βοᾶν ib.215; ὠδίνων ἀνάγκαι E.Ba.89 (lyr.): generally, distress, ἐν ἀνάγκαις γλυκὺ γίνεται καὶ τὸ σκληρόν Simon.226; freq. in LXX, Jb.15.24, al.; ἡ ἐνεστῶσα ἀ. 1 Ep.Cor.7.26: esp. in pl., IG12 (7).386.23 (Amorgos, iii B. C.), D.S.4.43, 2 Ep.Cor.6.4, etc.    II tie of blood, kindred, Lys.32.5.    III = ἡ δικαστικὴ κλεψύδρα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 183] ἡ (mit ἄγκος, Enge, schwerlich mit ἀνάγω zusammenhängend), 1) Zwang, Beschränkung des Willens, a) durch äußere Gewalt, wie du Reh Schicksalsbestimmung, κρατερὴ δ' ἐπικείσετ' ἀνάγκη Il. 6, 458, ein mächtiger Zwang; bes. häufig ἀνάγκῃ, aus Zwang, gezwungen, z. B. φεύγειν, 11, 150; ἀμύνεσθαι, 12, 178; ἂψ ἴμεν, 15, 133; ἀείδειν, Od. 1, 154; ἄγειν, gewaltsamer Weise, Il. 9, 429; ἴσχειν, Od. 4, 557 u. sonst; εἰς δαιμόνων ἀνάγκην ἀφιγμένος, durch den Ausspruch der Götter, neben θεσφάτων ἐλεύθεροι, Eur. Phoen. 1014; εἰς ἀνάγκας ἀλγεινοτάτας ἐμπεσόντες Xen. Mem. 3, 12, 2; oft bei Tragg., auch im plur., Aesch. Prom. 108 Pers. 579; oft auch Leiden, Mühsal, Noth, ὑπ' ἀνάγκας βοᾶν, vor Schmerz schreien, Soph. Phil. 213; φθογγὰ τοῦ στίβου κατ' ἀνάγκαν ἕρποντος, Einer, der mühselig einherschreitet, in der Noth des Weges, 206, vgl. Κενταύρου δολοποιός Trach. 829. – b) Zwangsmittel, Gefängniß, Ketten u. Banden, Her. 1, 116; Diod. 3, 14 ἀνάγκας ἐπιφέρειν, anwenden; auch sing., ἐν ἁμίλλαισιν ἀνάγκας Eur. Bacch. 544; ἀνάγκην ἐπιτιθέναι Xen. Lac. 10, 7; προστιθέναι Hier. 9, 4; τὰ πρὸς τὰς ἀνάγκας ὄργανα, Folterwer Kzeuge, Pol. 15, 20; vgl. die Parodie πουλύπους ἁλοὺς βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις Xenarch. com. Ath. II, 64 (v. 9). – c) physische Nothwendigkeit, Naturgesetz, Verhängniß, ἀνάγκῃ οὐδὲ θεοὶ μάχονται Simon. bei Plat. Prot. 345 d; auch ἔγγραφοι ἀνάγκαι, geschriebene Gesetze, Plut. Lyc. 13; θεῖαι ἀνάγκαι Plat. Legg. VII, 818 b; vgl. Xen. Mem. 1, 1, 11. 15. – d) moralische Nothwendigkeit, zwingende Beweise, ῥητόρων ἀνάγκας διδάσκειν Anacr. 50, 2. – 2) Blutsverwandtschaft, Xen. Conv. 8, 13; Isocr. 1, 10. – Als adv. Vbdgn sind außer ἀνἀγκῃ, welches auch in Prosa sehr geläufig ist, zu merken: ὑπ' ἀνάγκης, Od. 19, 156; σὺν ἀνάγκῃ, Pind. P. 1, 51; δι' ἀνάγκης, Plat. Tim. 47 e; ἐξ ἀνάγκης, Phaedr. 246 a; vgl. τὰ ἐξ ἀνάγκης παθήματα, = ἀναγκαῖα, Tim. 89 b; Soph. Phil. 73; κατ' ἀνάγκην, sowohl activ., zwingend, Pol. 1, 37, als passiv., gezwungen, 3, 67, 5; πρὸς ἀνάγκην, Luc. Abdic. 26 u. öfter, bes. bei Sp. – Ebenso ἀνάγκη ἐστί, mit darauf folgendem inf., wie ἀναγκαῖόν ἐστι, man muß, Xen. Cyr. 1, 4, 12; u. ohne ἐστί, πᾶσα ἀνάγκη, oft bei Plat., z. B. Tim. 69 d; Dem. Lept. 28 πολλή γ' ἀνάγκη, auch oft bei Plat., in Zugeständnissen, es ist ja wohl nöthig, ich muß ja wohl; ἀνάγκη πολλή u. πολλή 'στι ἀνάγκη, in Behauptungen u. Bekräftigungen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάγκη: Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀναγκαίη, ἡ, κατὰ πρῶτον παρ᾿ Ὁμ. κρατερὴ δ᾿ ἐπικείσετ᾿ ἀν. Ἰλ. Ζ. 458· ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει αὐτόθι 85· ἀναγκαίη πολεμίζειν Δ. 300· τίς τοι ἀνάγκη πτώσσειν; τίς σοι ἀνάγκη νὰ δειλιᾷς; Ε. 633· οἷσιν ἀνάγκη (ἐνν. φυλάσσειν), Κ. 418 καὶ ἀλλ.· ἀλλ᾿ ἔχει τὴν λέξιν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ δοτ. ὡς ἐπίρρ., ἀνάγκῃ = ἐξ ἀνάγκης, ἀνάγκῃ ἀείδειν, ἄψ ἴμεν, πολεμίζειν, φεύγειν, κτλ.· ὡσαύτως μετὰ σημασ. ἐνεργ., βίᾳ, διὰ τῆς βίας, ἀνάγκῃ ἴσχειν, ἄγειν, κελεύειν: ἡ δοτ. ἐνισχύεται διὰ τοῦ καὶ Ὀδ. Κ. 434· ὡσαύτως, ὑπ᾿ ἀνάγκης Τ. 156, Πλάτ., κτλ.· ὑπ᾿ ἀναγκαίης Ἡρόδ. 7. 172, καὶ ἀλλ. βραδύτερον, ἐξ ἀνάγκης Σοφ. Φ. 73, Πλάτ., κτλ.· δι᾿ ἀνάγκης Πλάτ. Τίμ. 47Ε· σὺν ἀνάγκῃ Πινδ. Π. 1. 98· πρὸς ἀνάγκην Αἰσχύλ. Πέρσ. 569· κατ᾿ ἀνάγκην Ξεν. Κύρ. 4, 3, 7: ‒ ἀνάγκη ἐστί, μετ᾿ ἀπαρεμφ. εἶναι ἀνάγκη νὰ..., πρὲπει νὰ..., ἴδε Ἰλ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· πᾶσα ἀνάγκη ἐστὶ ὗσαι Ἡρόδ. 2. 22· τρέφειν τοὺς τοκέας τοῖσι μὲν παισὶν οὐδεμία ἀνάγκη… τῇσι δὲ θυγατράσι πᾶσα ἀνάγκη αὐτόθι 35· ἀνάγκ. ὅπως μετὰ μέλλ., Ξενοφ. Οἰκ. 4. 14: μ. δοτ. προσ., ἀν. μοι σχεθεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 16, πρβλ. Πέρσ. 293: ‒ παρὰ δὲ Τραγικοῖς ὡσαύτως πολλάκις ἐπὶ ἀποκρίσεων καὶ ἐπιχειρημάτων λογικῶν, πολλὴ γ᾿ ἀνάγκη, πολλὴ ᾿στ᾿ ἀνάγκη ἢ πολλὴ μ᾿ ἀνάγκη, μετὰ τῶν ὁποίων πάντοτε ἀπαρέμφ. δύναται νὰ ὑπονοηθῇ Ἐλμσλ. Μήδ. 981· οὕτω πᾶσ᾿ ἀνάγκη, μ. ἀπαρεμφ., Σοφ. Ἠλ. 1497, Πλάτ. Φαίδων 67Α, κτλ.· ἀνάγκη μεγάλη [ἐστί] Ἰσαῖος 38. 24, Δημ. 838. 10· ἐν ἀνάγκῃ ἐστὶ Λυσ. 104. 2. 2) ἀνάγκη ὡς φυσικὸς νόμος, φυσικὴ ἀνάγκη ἢ ἐπιθυμία, ὄρεξις, γαστρὸς ἀνάγκαις Αἰσχύλ. Ἀγ. 725, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1075, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 11, Κυν. 7. 1· ὑπ᾿ ἀνάγκ. τῆς ἐμφύτου Πλάτ. Πολ. 458D· ἐρωτικαῖς ἀν. αὐτόθι, κτλ. β) ἀνάγκη δαιμόνων, αἱ ἐκ θεῶν ἀνάγκαι, ἡ μοῖρα, τὸ πεπρωμένον, Εὐρ. Φοίν. 1000, 1763: ‒ συχνάκις προσωποποιεῖται παρὰ τοῖς ποιηταῖς, ὡς Σοφ. Ἀποσπ. 234, πρβλ. Βόσσ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δημ. 216· ἀνάγκᾳ δ᾿ οὐδὲ θεοὶ μάχονται Σιμων. 139 Γαισφ. γ) ἀνάγκη ὑπὸ φιλοσοφικὴν ἔννοιαν, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν φυσικὴν ὁρμὴν (φύσις) καὶ τὴν ἁπλῆν πίεσιν (βία), Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2. 11, 9, Μεταφ. 5. 2, 6, καὶ ἀλλ.: ‒ ὡσαύτως ἐπὶ λογικῆς ἀναγκαιότητος δι᾿ ἧς ἀναγκαίως ἀκολουθεῖ τὸ συμπέρασμα, αὐτόθι 10. 8, 4, καὶ ἀλλ.: 3) πραγματικὴ βιαιότης, βία, τιμωρία, ἰδίως ἐπὶ βασάνου, καθ᾿ ἑνικ. καὶ πληθ., ἐς ἀνάγκας ἄγεσθαι Ἡρόδ. 1. 116, πρβλ. Ἀντιφῶντα 144. 16, κἑξ.: ἀνάγκην προστιθέναι, ἐπιτιθέναι Ξεν. Ἱέρ. 9. 4, Λακ. 10, 7· προσάγειν τινὶ τὰς ἀνάγκας Θουκ. 1. 99, πρβλ. 3. 82: μεταφ. δολοποιὸς ἀνάγκ., ὅ ἐ. τὸ στρατήγημα τοῦ Νέσσου, Σοφ. Τρ. 832· βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις Ξέναρχ. ἐν «Βουταλίωνι» 1. 9. β) πᾶς ἀναγκασμὸς ἢ περιορισμός, πᾶσα βιαία μεταχείρισις, τῶν ἀναγκῶν τινα προσφέρειν Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 763, πρβλ. περὶ Ἄρθρ. 813. 834. 4) παρὰ ποιηταῖς ἐπὶ σωματικοῦ πόνου, ἀγωνίας, ἀλγηδόνος, κακοπαθείας καὶ ἀθλιότητος, κατ᾿ ἀνάγκην ἕρπειν, μετὰ πόνου, Σοφ. Φ. 206· ὑπ᾿ ἀνάγκης βοᾶν αὐτόθι 215· ὠδίνων ἀνάγκαι Εὐρ. Βάκχ. 89, κτλ. ΙΙ. ὅμοιον τῷ Λατ. necessitudo, ὁ δεσμὸς τοῦ αἵματος, ἡ συγγένεια, Ἀνδοκ. 32. 14, Λυσ. 894. 20. (Πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ ἄγχω, ango, angustus, κτλ., Γερμ. eng, ἴδε ἐν λ. ἄγκος).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. nécessité, contrainte : ἀνάγκῃ, σὺν ἀνάγκῃ, ἀπ’ ἀνάγκης, δι’ ἀνάγκης, ἐξ ἀνάγκης, κατ’ ἀνάγκην, πρὸς ἀνάγκην par nécessité ; ἀνάγκη (ἐστί), cela est nécessaire, il y a nécessité : τίς τοι ἀνάγκη ; IL quelle nécessité pour toi ? οἶσιν ἀνάγκη IL ceux pour qui il y a nécessité ; πολεμίζομεν, εἴπερ ἀνάγκη IL nous nous battrons, s’il le faut ; avec un inf. : ἀλλὰ τίη ἔριδας καὶ νείκεια νῶϊν ἀνάγκη νεικεῖν ; IL mais quelle nécessité de soulever entre nous deux des querelles et des contestation ? πᾶσα ἀνάγκη avec l’inf. c’est une nécessité absolue de ; πολλὴ ἀνάγκη c’est une nécessité pressante ; particul. :
1 la nécessité, càd la destinée inévitable, la destinée, le destin ; en mauv. part les malheurs amenés par le destin;
2 besoin physique, loi de la nature;
3 vie nécessiteuse, misère, souffrance, extrémité pénible;
II. moyen de contrainte (torture, prison, etc.);
III. liens du sang.
Étymologie: DELG orig. obsc. -- Babiniotis pê ἀνά, ἀγκή de ἀγκάλη, cf. συνάγκη.

English (Autenrieth)

necessity, constraint; freq. ἀνάγκη (ἐστίν, ἦν) foll. by inf., Il. 5.633, Il. 24.667, κρατέρη δ' ἐπικείσετ ἀνάγκη, ‘stern necessity,’ Il. 6.458; often ἀνάγκῃ, καὶ ἀνάγκῃ, ‘even against his will,’ ὑπ' ἀνάγκης, ‘by compulsion.’