Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μόρος

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόρος Medium diacritics: μόρος Low diacritics: μόρος Capitals: ΜΟΡΟΣ
Transliteration A: móros Transliteration B: moros Transliteration C: moros Beta Code: mo/ros

English (LSJ)

ὁ, (μείρομαι A)

   A = μοῖρα 111.1, fate, destiny, poet. and Ion. Prose: c. inf., μόρος [ἐστὶν] ὀλέσθαι 'tis my doom to die, Il.19.421; ὑπὲρ μόρον beyond destiny, of those who by their own fault add to their destined share of misery, 20.30, Od.1.34, etc. (to be written divisim, cf. μοῖρα; but cf. ὑπέρμορα, ὑπερμόρως).    II doom, death, ὅτε μιν μόρος αἰνὸς ἱκάνοι Il.18.465, cf. Pi.P.3.58, etc.; νῦν δ' . . ἦλθέ ποθεν σωτήρ, ἢ μόρον εἴπω; A.Ch.1074 (anap.); in Hdt. always of a violent death, τοιούτῳ μόρῳ ἐχρήσατο 1.117; κακὸς μόρος, θάνατός τε μόρος τε, Il.21.133, Od.9.61, etc.; μόρῳ ἀνοσίῳ, αἰσχίστῳ, Hdt.3.65, 9.17, etc.; μ. λευγαλέῳ S.Fr.785: also in pl., Heraclit.20, 25, S.Ant.1313, 1329 (lyr.).    2 corpse, αἱματηφόρους μόρους A.Th.420 (lyr.); νέος νέῳ ξὺν μόρῳ ἔθανες S.Ant.1266 (lyr.), cf. AP7.404 (Zon.).    III a measure of land in Locris, Berl.Sitzb.1927.8 (v B. C.); at Mytilene, IG12(2).74 B 3.    IV Μόρος personified, Hes.Th.211 (never in Trag., cf. τόνδε Μοῖρ' ἐπορσύνεν μόρον A.Ch.911).

German (Pape)

[Seite 208] ὁ (μείρομαι), wie μοῖρα, das den Menschen von dem Schicksal Zugetheilte, das Loos, Ge schi ck; οἶδα, ὅ μοι μόρος ἐνθάδ' ὀλέσθαι, Il. 19, 421, daß es mein Loos ist; ὑπὲρ μόρον, über das Geschick hinaus, wider das Geschick (vgl. ὑπέρμορον). So auch Tragg.; θνητοὺς ἔπαυσα μὴ προδέρκεσθαι μόρον, Aesch. Prom. 248; τοῦδε τοῦ μόρου τυχεῖν, Soph. Ant. 461, vgl. 1311. Bes. unglückliches Geschick; vom gewaltsamen Tode, oft Hom.; ὅτε μιν μόρος αἰνὸς ἱκάνοι, Il. 18, 465; οἷσιν ἐπὶ Ζεὺς θῆκε κακὸν μόρον, 6, 357; ὀλέεσθε κακὸν μόρον, 21, 133; neben θάνατος, Od. 9, 61 u. öfter, wie τίη δὲ σὺ Τηλεμάχῳ θάνατον τε μόρον τε ῥάπτεις; 16, 421; ἐνέσκιμψεν μόρον, Pind. P. 3, 58; ἐχθρότατον δώσειν μόρον, N. 1, 66; der Tod, oft bei Tragg., ἀπροσδόκητος δ' αὐτὸν αἰφνίδιος μόρος τοῦ ζῆν ἀπεστέρησεν, Aesch. Prom. 680; λευστήρ, der Steinigungstod, Spt. 181; τεθνᾶσιν αἰσχρῶς δυσκλεεστάτῳ μόρῳ, Pers. 438, u. sehr oft; μόρον κοινὸν κατειργάσαντο, Soph. Ant. 56, öfter; ἐπὶ μόρῳ θανατόεντι, Eur. I. A. 1288; Bacch. 337 u. öfter; gewaltsamer Tod ist es auch bei Her. 1, 117; τούτῳ τῷ μόρῳ διεφθάρησαν, 5, 21, wie διαφθαρῆναι αἰσχίστῳ μόρῳ, 9, 17; sonst nur in späterer Prosa einzeln u. in der Anth.; bei Diod. Zon. 9 (VII, 404), οὐ γάρ σευ μήτηρ – εἶδεν ἁλίξαντον σὸν μόρον εἰνάλιον, scheint es geradezu für νέκυς zu stehen. – Als mythische Person ist Μόρος Sohn der Nacht, Hes. Th. 211. – Nach Eust. soll bei den Cypriern μόρος auch = ὀξύς gewesen sein, wovon einige Alte ἰόμωρος ableiteten.

Greek (Liddell-Scott)

μόρος: ὁ, (μείρομαι) = μοῖρα ΙΙ, τὸ ὡρισμένον τέλος τοῦ ἀνθρώπου, ἡ τύχη αὐτοῦ, τὸ πεπρωμένον, ἀλλὰ μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ ἐν τῆ Ἰωνικῇ πεζογραφίᾳ· μετ’ ἀπαρ., μόρος [ἐστὶν] ὀλέσθαι, εἶναι τύχη τινός, τὸ πεπρωμένον τινὸς νὰ ἀποθάνῃ, Ἰλ. Τ. 421· ὑπὲρ μόρον (κοινῶς ὑπέρμορον), πέραν τῆς μοίρας, ἐπὶ τῶν ἐπαυξανόντων διὰ τῶν ἰδίων σφαλμάτων τὰ ὑπὸ τῆς μοίρας προορισθέντα κακά, Ἰλ. Υ. 30, Φ. 517, Ὀδ. Α. 34, 35, κτλ.· ἡ ἀναλογία τῶν φράσεων, ὑπὲρ Διὸς αἶσαν (Ἰλ. Ρ. 321), ὑπὲρ θεὸν (αὐτόθι 327), ὑπὲρ μοῖραν (Υ. 334), δεικνύει ὅτι κάλλιον νὰ γράφηται διῃρημένως· ἂν καὶ ὁ τύπος ὑπέρμορα, Ἰλ. Β. 155, ὑποδεικνύει σχηματισμὸν ἐπιρρηματικόν, καὶ τὸ ὑπερμόρως, εὕρηται παρ’ Εὐστ.· πρβλ. La Roche Text-Krit. 370. ΙΙ. ὄλεθρος, θάνατος, Λατ. fatum, Ἰλ. Σ. 465, κτλ., Πινδ. Π. 3. 105, καὶ Τραγ.· πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 1252· νῦν δ’... ἦλθέ ποθεν σωτήρ, ἢ μόρον εἴπω; Αἰσχύλ. Χο. 1073· ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ., ὅστις μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἀείποτε ἐπὶ βιαίου θανάτου, μόρῳ τοιούτῳ ἐχρήσατο, οὕτως ἔφθασεν εἰς τὸ τέλος του, 1. 117· παρ’ Ὁμ., κακὸς μόρος, θάνατός τε μόρος τε, συχνάκις συνάπτονται, Ἰλ. Φ. 133, Ὀδ. Ι. 61, κτλ.· μόρῳ ἀνοσίῳ, αἰσχίστῳ Ἡρόδ. 3. 65., 9. 17, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Θήβ. 420, Σοφ. Ἀντ. 1313, 1329. 2) παρὰ μεταγεν., = νεκρός, πτῶμα, Ἀνθ. Π. 7. 404· ὡς τὸ Λατ. mors παρὰ Propert. 2. 10, 22, Κικ. Mil. 32. ΙΙΙ. Μόρος, ὡς μυθικὸν πρόσωπον, υἱὸς τῆς Νυκτός, Ἡσ. Θεογ. 211, ἀλλ’ οὐδέποτε προσωποποιεῖται παρὰ τοῖς Τραγ., δι’ ὃ καὶ ὁ Αἰσχύλ. ἠδυνήθη νὰ γράψῃ, τόνδε Μοῖρ’ ἐπόρσυνεν μόρον, Χο. 911.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
1 lot assigné aux hommes par le destin ; sort, destin;
2 en mauv. part infortune, malheur, destin funeste ; mort violente, mort.
Étymologie: μείρομαι.
2ου (ὁ) :
mûre, fruit.
Étymologie: μόρον.

English (Autenrieth)

(μείρομαι, cf. mors): lot, fate, doom; ὑπὲρ μόρον, Φ , Od. 1.34; esp. in bad sense, κακός, αἰνὸς μόρος, Il. 18.465; hence death (abstract noun answering to the adj. βροτός).