σίδηρος

From LSJ
Revision as of 15:33, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.

Simonides of Kea
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίδηρος Medium diacritics: σίδηρος Low diacritics: σίδηρος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΣ
Transliteration A: sídēros Transliteration B: sidēros Transliteration C: sidiros Beta Code: si/dhros

English (LSJ)

[ῐ], Dor. σίδᾱρος IG42(1).102.61 (Epid., iv B.C.), etc.: ὁ; also ἡ, Nic.Th.923: neut. σίδηρον, τό, Sch.D Il.4.151, v.l. in Hdt.7.65 and Daimachus 4J. (but prob.

   A f.l. for σιδήριον in Gal.19.72, cf. Hsch. s.v. Ἀκίς): pl. σίδηρα Aret.SD2.12, EM26.36, Tz. (v. infr.): —iron, σ. πολιός Il.9.366, Od.24.168; ἰόεις Il.23.850; μέλας Hes.Op. 151; αἴθων Il.4.485, al.; πολύκμητος 6.48, al., cf. Od.9.393; as an article of traffic, οἰνίζοντο . . Ἀχαιοί, ἄλλοι μὲν χαλκῷ, ἄλλοι δ' αἴθωνι σ. Il.7.473; πλέων . . μετὰ χαλκόν· ἄγω δ' αἴθωνα σίδηρον Od.1.184; χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σ., of treasures, Il.11.133, al.; as a prize, 23.261,850; Σκύθης σ., because brought from the Euxine, A. Th.818; ὁ πόντιος ξεῖνος . . θηκτὸς σ. ib.942 (lyr.).    2 freq. as a symbol of hardness (cf. σιδήρεος 1.2), or of stubborn force, Il.20.372, Od.19.494; ὀφθαλμοὶ ὡσεὶ κέρα ἕστασαν ἠὲ σ. ib.211; οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σ. Il.4.510; ἐκ σ. κεχάλκευται . . καρδίαν Pi.Fr.123.4, cf. S. Fr.658; ἦσθα πέτρος ἢ σ. E.Med.1279 (lyr.), cf. Pl.Lg.666c; also of firmness, steadfastness, πέτρης ὅ γ' ἔχων νόον ἠὲ σ. Mosch.4.44, cf. Ach.Tat.5.22.    II anything made of iron, iron tool or implement, for husbandry, Il.4.485, cf. 23.834: also of weapons, arrow-head, 4.123; sword or knife, 18.34, 23.30; αὐτὸς γὰρ ἐφέλκεται ἄνδρα σ. Od. 16.294, cf. E.Or.966 (lyr.); axe-head, Od.19.587: generally, arms, οἱ Ἀθηναῖοι σ. κατέθεντο Th.1.6; ὅπλοις τε καὶ σιδήρῳ διώξειν OGI532.25 (Galatia, i B.C.): also, knife, sickle, Hes.Op.387: pl., fishing-hooks, Theoc.21.49; irons, fetters, Aret.SD2.12, Tz.H.13.302; cf. σιδήριον.    III place for selling iron, smithy or cutler's shop, ἀγαγόντα εἰς τὸν σ. X.HG3.3.7.

German (Pape)

[Seite 879] ὁ, dor. σίδαρος, Eisen, Stahl; bei Hom. bes. mit den Beiworten πολιός und αἴθων, auch πολύκμ ητος, u. bei Hes. O. 153 μέλας. Es fand unter allen Metallen dei den Griechen am spätesten allgemeinen Eingang, dah. bei Hom. viel seltner als χαλκός; Gegenstand des Tauschhandels, Od. 1, 184; vgl. Hes. O. 157; Pind. u. Tragg.: χαλκόν, σίδηρον, ἄργυρον, χρυσόν τε, Aesch. Prom. 502; διέλαχον σφυρηλάτῳ Σκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίαν Spt. 817, Eisen für »Schwert«, κτείνοντ' αἴθωνι σιδήρῳ, Soph. Ai. 147; τέμνει σιδήρῳ πνεύματος διαῤῥοάς, Eur. Hec. 567; θηκτῷ σιδήρῳ δῶμα διαλαχεῖν, Phoen. 68: u. in Prosa überall: οἱ Ἀθηναῖοι τὸν σίδηρο κατέθεντο, Thuc. 1, 6, trugen keine Schwerter mchr; σίδηρος καὶ χαλκὸς πολέμων ὄργανα, Plat. Legg. XII, 956 a, u. öfter. Bei Xen. Hell. 3, 3, 7, ἀγαγὼν εἰς τὸν σίδηρον, wird erklärt »auf den Eisenmarkt«. – Nic. Ther. 924 hat auch ἡ σίδηρος gebraucht. – Im plur. findet sich zuweilen τὰ σίδηρα. Vgl. σίδηρον.

Greek (Liddell-Scott)

σίδηρος: Δωρικ. σίδᾱρος, ὁ· ὡσαύτως θηλ., Νικ. Θηρ. 923· τύπος τις οὐδ. σίδηρον εὕρηται ὡς διάφορ. γραφ. παρ’ Ἡροδ. 7. 65, πρβλ. Σχόλ. Mi. εἰς Ἰλ. Δ. 151, πληθ. σίδηρα Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12, Τζέτζ.· (ἴδε ἐν τέλ.)· - «σίδερο», Λατ. ferrum, πρῶτον παρ’ Ὁμ. μετὰ τοῦ ἐπιθ. πολιός, Ἰλ. Ι. 366, Ὀδ. Ω. 168· ἰόεις Ἰλ. Ψ. 850· (σημειωτέον δὲ ὅτι τὰ πολιός, ἰοειδὴς εἶναι ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ τῆς θαλάσσης)· μέλας Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 150· ὡσαύτως αἴθων σ., ὅπερ φαίνεται ὅτι δηλοῖ ἐστιλβωμένον σίδηρον, Ἰλ. Δ. 458, Ὀδ. Α. 184. Ἐπειδὴ ὁ σίδηρος εὑρίσκεται μόνον ἀνάμικτος μὲ ἄλλας ὕλας καὶ παρέχει δυσκολίας εἰς τὴν χώνευσιν, ὀψιμώτερον τῶν ἄλλων μετάλλων ἐχρησιμοποιήθη παρ’ Ἕλλησιν ἐν καθολικῇ χρήσει, Ἡσίοδ. ἔνθ’ ἀνωτ. (πρβλ. χαλκός). Ἐντεῦθεν καλεῖται πολύκμητος, διὰ πολλοῦ κόπου κατεργαζόμενος, Ἰλ. Ζ. 48, Λ. 379, Μ. 133, Ὀδ. Φ. 10· ― ἀλλ’ ἤδη παρ’ Ὁμήρῳ ἐχρησίμευεν εἰς κατασκευὴν τῶν γεωργικῶν ἐργαλείων (ἴδε κατωτ. ΙΙ), καὶ ἐξ αὐτοῦ ἦτο κατεσκευασμένος ὁ ἄξων τῆς ἁμάξης τῆς Ἥρας, Ἰλ. Ε. 723· ― ἐγίνωσκον δὲ τότε καὶ τὸν τρόπον τῆς σκληρύνσεως τοῦ σιδήρου, Ὀδ. Ι. 391 κἑξ.. (ὥστεκύανος δυνατὸν νὰ εἶναι χάλυψ)· πρωΐμως δὲ ἦτο ἀντικείμενον ἐμπορίας, οἰνίζοντο ... Ἀχαιοὶ, ἄλλοι μὲν χαλκῷ, ἄλλοι δ’ αἴθωνι σ. Ἰλ. Η. 472· πλέων μετὰ χαλκὸν· ἄγω δ’ αἴθωνα σίδηρον Ὀδ. Α. 184, ἔνθα ἴδε Nitzsch· καὶ ἐλογίζετο βεβαίως πολύτιμος, ἀφ’ οὗ παρείχετο μετὰ τοῦ χαλκοῦ καὶ χρυσοῦ εἰς πληρωμὴν λύτρων, Ἰλ. Ζ. 46, Κ. 338· τεμάχια αὐτοῦ ἐδίδοντο ὡς βραβεῖα, Ψ. 261, 850. Κατὰ τὸ πλεῖστον προήρχετο ἐκ τῶν βορείων καὶ ἀνατολικῶν μερῶν τοῦ Εὐξείνου, ὅθεν. Σκύθης σ. Αἰσχύλ. Θήβ. 817· καλεῖται ὁ πόντιος ξεῖνος αὐτόθι 942· πρβλ. χάλυψ. 2) πολλάκις φέρεται ὡς σύμβολον τῆς σκηρότητος (πρβλ. σιδήρεος 2), ἢ τῆς ἀκάμπτου δυνάμεως, Ἰλ. Υ. 372, Ὀδ. Τ. 494· ὀφθαλμοὶ ὡσεὶ κέρα ἕστασαγ’ ἠὲ σ. αὐτόθι 211· οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σ. Ἰλ. Δ. 509· ἐκ σιδ. κεχάλκευται ... ψυχὰν Πινδ. Ἀποσπ. 88, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 573· ἦσθα πέτρος ἢ σ. Εὐρ. Μήδ. 1279, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 666C· ὡσαύτως ἐπὶ στερεότητος, σταθερότητος, πέτρης νόος ἠὲ σ. Μόσχ. 4. 44, πρβλ. Ἀχιλλ. Τάτ. 5. 22. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. ferrum, τὸ ἐκ σιδήρου πεποιημένον, σιδηροῦν ἐργαλεῖον, μάλιστα γεωργικόν, Ἰλ. Ψ. 834, πρβλ. Δ. 485· μάλιστα ἐπὶ ὅπλων, ἡ κεφαλὴ ἢ αἰχμὴ βέλους, Δ. 123· ξίφοςμάχαιρα, Σ. 34, Ψ. 30, Ὀδ. Π. 294, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 966· κοπὶς πελέκεως, Ὀδ. Τ. 587· ― ὡσαύτως καθόλου, ὅπλα, ὁπλισμός, οἱ Ἀθηναῖοι σίδηρον κατέθεντο Θουκ. 1. 6· πρβλ. σιδηροφορέω· ― ὡσαύτως, μάχαιρα, δρέπανον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 385· ἐν τῷ πληθ., ἄγκιστρα ἁλιευτικά, Θεόκρ. 21. 49· δεσμά, «σίδερα». Τζέτζ. 13. 302· πρβλ. σιδήριον. ΙΙΙ. τόπος ἔνθα πωλοῦνται ἀντικείμενα ἐκ σιδήρου, μαχαιροποιεῖον, κτλ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 7. Ὁ Κούρτιος πρβλ. τὸ Σανσκρ. svid-itas (κεχωνευμένος, τετηκώς), svêd-ani (πλὰξ σιδήρου), Ἀρχ. Γερμαν. swêiz-an (frig…re), καὶ τὸ ὄνομα Swed-en (Σουηδία). Ἀλλὰ τὸ σίδηρος ὡς ὄνομα τοῦ γνωστοῦ μετάλλου ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῇ Ἑλληνικῇ γλώσσῃ, πρβλ. χαλκὸς ἐν τέλει· καὶ περὶ τῆς ἱστορίας τῶν διαφόρων ὀνομάτων τοῦ μετάλλου τούτου ἴδε M. Müller Sc. of L. 2, σ. 230 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 fer;
2 tout instrument de fer (épée, pointe de flèche, hache, faux, etc.);
3 marché au fer.
Étymologie: DELG pas d’étym. établie.

English (Autenrieth)

iron; epithets, πολιός, αἴθων, ἰόεις, tempered to blue steel; symbol of firmness, inexorableness, Od. 19.494 ; πολύκμητος, of iron tools or weapons.