ἀγνώμων

From LSJ
Revision as of 13:55, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγνώμων Medium diacritics: ἀγνώμων Low diacritics: αγνώμων Capitals: ΑΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: agnṓmōn Transliteration B: agnōmōn Transliteration C: agnomon Beta Code: a)gnw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (γνώμη)

   A ill-judging, senseless, Thgn.1260 codd. (s.v.l.), Pi.O.8.60, Pl.Phdr. 275b; ὥσπερ κυνίδιον τοῖς εἴκουσιν ἀ. Phld.Lib.p.10 O.; opp. μετὰ λογισμοῦ πράττειν, Men.617; inconsiderate, τὸ ἄ. καὶ θυμοειδές Hp.Aët. 16. Adv.-όνως senselessly, X.HG6.3.11, etc.; ἀ. ἔχειν D.2.26.    2 headstrong, reckless, (in Comp.) Hdt.9.41: Sup., X.Mem.1.2.26.    3 unfeeling, hard-hearted, Φοίβῳ τε κἀμοὶ μὴ γένησθ' ἀγνώμονες S.OC86; of judges, X.Mem.2.8.5; joined with ἀχάριστος, Id.Cyr.8.3.49, cf. Mem.2.10.3, D.21.97; esp. ignoring one's debts, Ulp.ad D.2.26, Jul. Or.3.117e (Comp.); ἀ. περὶ τὰς ἀποδόσεις Luc.Herm.10.    4 unknowing, in ignorance, ἀ. πλανᾶσθαι Hp.Vict.1.6.    II of things, senseless, brute, Aeschin.3.244; also φρονοῦσαν θνητὰ κοὐκ ἀγνώμονα (neut. pl.) S.Tr.473.    2 cruel, πρᾶγμα ἄ. πάσχειν Parth. 17.5.    III of horses, without the teeth that tell the age (γνώμονες) Poll.1.182. [ᾰγν- only in Man.5.338.]

German (Pape)

[Seite 18] VLL., ohne Kennzahne, von Thieren. ον (γνώμη), 1) unvernünftig; Aeschin. 3, 244 sind τὰ ἄφωνα καὶ ἀγν. – ξύλα, λίθοι, σίδηρος. – 2) unverständig, ohne Einsicht; ἄγν. τὸ μὴ προμαθεῖν Pind. Ol. 8, 60; θνητὰ κοὐκ ἀγν. φρονεῖν Soph. Fr. 473; bei Plat. öfter, z. B. mit ἀμαθής verb. Lys. 218 a; περίτι Legg. III, 700 d; unüberlegt, νέος καὶ ἀγν. Xen. Mem. 1, 2, 26; trotzig, Her. 9, 41; überh. von unfreundlicher Gesinnung, rücksichtslos, hart, vgl. Buttm. Ind. Midian.; ἐριννύες Φοίβῳ τε κἀμοὶ μὴ γένησθ' ἀγνώμονες Soph. O. C. 86; κριτής Xen. Mem. 2, 8, 5; ἡ ἀγνώμων sc. τύχη Isocr. ep. 10; undankbar, nicht erkenntlich, Luc. πονηροὶ καὶ ἀγν. περὶ τὰς ἀποδόσεις Herm. 10; Xen. Mem. 2, 10, 3 u. Cvr. 8, 3, 49 mit ἀχαριστότερος; ἀγνωμονέστατος Plut. vit. pud. 3 im Gegensatz von χαρίεις, u. ib. 10; – Adv. ἀγνωμόνως, in denselben Bdign, ἀλογίστως καὶ ἀγ. ἔχειν Dem. 2, 26, für ἀβούλως von Harpocr. erkl.; Xen. Hell. 6, 3, 18 τὰ ἀγν. πραχθέντα neben ἁμαρτηθέντα; aber Cyr. 5, 5, 28 = undankbar.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγνώμων: -ον, γεν. ονος, (γνώμη) ἀλόγιστος, ἄκριτος, ἀνόητος, Θέογν. 1260 (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή), Πινδ. Ο. 8, 79. Πλάτ. Φαῖδρ. 275Β· ἀντίθετον τῷ μετὰ λογισμοῦ πράττειν, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 267· ἀπερίσκεπτος, Ἱππ. Ἀέρ. 290. ― Ἐπίρρ. -όνως, ἀνοήτως, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 11, κτλ.· ἀγν. ἔχειν, Δημ. 25. 18. 2) ἰσχυρογνώμων, παράβολος, αὐθάδης, ὑπεροπτικός, (ἐν τῷ συγκρ. τύπῳ, -ονέστερος), Ἡρόδ. 9. 41· ἐν τῷ ὑπερθετ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 26. 3) ὁ ἄνευ ἀγαθῶν αἰσθημάτων, ἀνεπιεικής, σκληροκάρδιος· Φοίβῳ τε κἀμοὶ μὴ γένοισθ’ ἀγνώμονες, Σοφ. Ο. Κ. 86· ἐπὶ δικαστῶν ἢ κριτῶν, Ξεν. Ἀπ. 2. 8. 5, συναπτόμενον μετὰ τοῦ ἀχάριστος, ὁ αὐτ. Κυρ. 8. 3, 49., πρβλ. Ἀπομ. 2. 10, 3· περὶ τοῦ Μειδίου, Δημ. 546. 3· ἡ ἀγνώμων, ὅ ἐ. τύχη, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10. 3: ἰδίᾳ ὁ λησμονῶν ἢ ἀψηφῶν τὰ χρέη αὐτοῦ, Οὐλπ. εἰς Δημ. 25. 19· ἀγν. περὶ τὰς ἀποδόσεις, Λουκ. Ἑρμότ. 10. 4) ὁ μὴ γνωρίζων, ὁ ἐν ἀγνοίᾳ διατελῶν, ἀγν. πλανᾶσθαι, Ἱππ. 343. 20. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἄνευ φρονήσεως ἢ γνώσεως, κτῆνος, Αἰσχίν. 88. 37· ὡσαύτως· φρονοῦσαν θνητὰ κοὐκ ἀγνώμονα (οὐδ. πληθ.), Σοφ. Τρ. 473. 2) παθ., ὁ περὶ οὗ κακῶς τις ἐσκέφθη, ἀπρόοπτος, ὁ μὴ προγινωσκόμενος, Παρθέν. π. ἐρωτ. παθημ. ΙΙΙ. ἐπὶ ἵππων, ὁ μὴ ἔχων τοὺς ὀδόντας, ἐξ ὧν ἡ ἡλικία καταφαίνεται (τοὺς γνώμονας), Πολυδ. 1. 182· πρβλ. ἀπογνώμων. [ᾰγν-, μόνον παρὰ Μανέθ. 5. 338.]

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 dépourvu de jugement ; follement obstiné, arrogant;
2 dépourvu de sensibilité, insensible, dur ; oublieux, ingrat;
3 ignorant, inexpérimenté.
Étymologie: ἀ, γνώμη.

English (Slater)

ἀγνώμων
   1 foolish ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν (O. 8.60)