κάτω

From LSJ
Revision as of 13:58, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάτω Medium diacritics: κάτω Low diacritics: κάτω Capitals: ΚΑΤΩ
Transliteration A: kátō Transliteration B: katō Transliteration C: kato Beta Code: ka/tw

English (LSJ)

Adv., (κατά):    I with Verbs implying Motion, downwards, ἐπισκύνιον κ. ἕλκεται Il.17.136; κ. ὁρόων Od.23.91; κατὰ τείχεος κ. ῥίπτειν Hdt.8.53; κατώρυξέν με κατὰ τῆς γῆς κ. Ar.Pl.238; χώρει κ. A.Pr.74; κ. δάκρυ' εἰβομένη S.Ant.527 (anap.), cf. E.Fr.384; esp. of the nether world, A.Pers.839, S.Ant.197, etc.; κ. βλέπειν, φέρεσθαι, Pl.R.500b, 584e; κ. διεχώρει αὐτοῖς they suffered from diarrhoea, X.An.4.8.20, cf. Hp.Epid.5.20; φάρμακον πῖσαι κ. give a purgative, Id.Aff.32, cf. 15; κ. βοηθεῖν go down to help, D.32.5; for ἄνω καὶ κάτω, ἄνω κάτω, etc., v. ἄνω (B) A. 11.2.    2 downwards, in a chain of causes, ἐπὶ τὸ κ. ἰέναι Arist.Metaph.994a19.    3 c. gen., down from, πετρῶν ὦσαι κ. E.Cyc.448.    II with Verbs implying Rest (so more freq. in Prose), beneath, below, opp. ἄνω, Hes.Th.301, etc.: ὁ τόπος ὁ κ. καλούμενος Pl.Phd.112c.    b in the world below, S.Aj.660, OC1563 (lyr.), etc.; οἱ κ. the dead, Id.Aj.865, Ant.75, etc.; οἱ κ. θεοί Id.El.292, cf. E.Alc.851.    c geographically below, southward, Hdt., v. ἄνω (B) A. 11.1e; also κ. οἰκεῖν to dwell on the coast, Th.1.7; οἱ κ., opp. οἱ τὴν μεσόγειαν κατῳκημένοι, ib.120; ἡ. κ. Γαλατία lower Galatia, Plu Aem.9, etc.; βασιλεὺς τῶν τε ἄνω καὶ τῶν κ. χωρῶν OGI90.3 (Rosetta, ii B.C.).    d in the race-course, τὰ κ. the starting-place, opp. τὰ ἄνω (the goal), Pl.R.613b.    e τὰ κ. τῶν μελῶν the lower limbs of the body, Id.Lg.794d; ἡ κ. κοιλία, opp. ἡ ἄνω, Arist.Mete.360b24.PA676a5; περὶ τὰ κ. χωρεῖν miscarry, fail, Luc. Ind.1.    f of Time, afterwards, later, Ael.VH5.13; οἱ κ. χρόνοι Plu. Cor.25; οἱ κ., opp. οἱ πάλαι, Luc.Hipp.1; τοῦ χρόνου κ. later in time, Ael.VH3.17, NA2.18; Δαρεῖος ὁ κ. ib.6.48; cf. ἄνω (B) A.11.1i.    g in Logic, τὰ κ. the lower members in a descending series of genera and species, Arist.AP0.97a31, Metaph.992a18.    III c. gen., under, below, κ. χθονός, γῆς, A.Eu.1023, S.OT968, etc.    IV Comp. κατωτέρω lower, downwards, Ar.Ra.70, Alex.173.2: c. gen., lower than, below, Hdt.8.132.    2 Sup. κατωτάτω at the lowest part, τὰ κ. Id.2.125 (but in signf. 11.g, Phld.Sign.29).

German (Pape)

[Seite 1406] 1) hinab, hinunter, nach unten zu; ἧστο κάτω ὁρόων Od. 23, 91; πᾶν δέ τ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται Il. 17, 136; πόλλ' ἄνω τὰ δ' αὖ κάτω κυλίνδοντ' ἐλπίδες, auf- u. abwärts, Pind. Ol. 12, 6; ἐγὼ δ' ἄπειμι γῆς ὑπὸ ζόφον κάτω Aesch. Pers. 825; τὰ δ' ἄλλα πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω στρέφων Eum. 620, vgl. ἄνω; so bei Soph. u. A.; bes. in die Unterwelt hinab, ἃ τοῖς ἀρίστοις ἔρχεται κάτω νεκροῖς Soph. Ant. 197, vgl. 520; auch κάτω δάκρυ' εἰβομένη, 523; vgl. Ar. Ran. 476; κάτω βλέπειν, φέρεσθαι, Plat. Rep VI, 500 b IX, 584 e; κάτω διεχώρει αὐτοῖς, et ging unten durch, sie hatten den Durchfall, Xen. An. 4, 8, 20. – Auch c. gen., πετρῶν ὦσαι κάτω Eur. Cycl. 452, vom Felsen herab; κατὰ τῆς γῆς κάτω Ar. Plut. 238, wie κατὰ τείχεος κάτω ῥίπτειν Her. 8, 53. – 2) unten, unterwärts; Hes. Th. 301; in der Unterwelt, τὰν παγκευθῆ κάτω νεκρῶν πλάκα Soph. O. C. 1559, öfter; οἱ κάτω θεοί El. 284; οἷα τοῖς κάτω νομίζεται 319, öfter, die Todten; Ai. 852 Ant. 75; εἶμι τῶν κάτω Κόρης ἄνακτός τ' εἰς ἀνηλίους δόμους Eur. Alc. 851; – τὰ κάτω τῶν μελῶν Plat. Legg. VII, 794 d; οἱ κάτω, die am Meeresufer, an der Küste wohnen, Ggstz οἱ τὴν μεσόγειαν κατῳκημένοι, Thuc. 1, 120; Ἰωνίης τὰ κάτω Her. 1, 143; τὸ κ. καὶ πρὸς θαλάσσῃ Plut. Phoc. 28. – In der Rennbahn, von den Schranken an, Plat. Rep. X, 613 b. – 3) von der Zeit, nachher, später; κάτω τοῦ χρόνου Ael. V. H. 3, 17; ἐπὶ Θησέως καὶ τῶν Κοδριδῶν κάτω 5, 13; Ggstz τῶν πάλαι μὲν – τῶν κάτω δέ, die Folgenden, Neueren, Luc. Lipp. 1; – ἡ κάτω συλλαβή, die folgende Sylbe, E. M. – Compar. κατωτέρω; Plat. Phaed. 112 d; κατωτέρω τοῦ Ταρτάρου 113 h; vgl. Ar. Ran. 69; das adj. κατώτερος u. superl. κατώτατος s. unten; κατωτάτω Sp.; οἱ κατώτατα ἑστεῶτες Her. 8, 23; μικρὸν κατώτερον τοῦ στόματος Arist. H. A. 6, 10. – Vgl. κάτωθεν.

Greek (Liddell-Scott)

κάτω: Ἐπίρρ. (κατά). Ι. μετὰ ῥημάτων σημαινόντων κίνησιν, κάτω, πρὸς τὰ κάτω, ἐπισκύνιον κ. ἕλκεται Ἰλ. Ν. 136· κ. ὁρόων Ὀδ. Ψ. 91· κατὰ τείχεος κ. ῥίπτειν Ἡρόδ. 8. 53. πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 232· κ. χωρεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 74· κ. δάκρυ’ εἴβεσθαι Σοφ. Ἀντ. 527, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 388· ἰδίως ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 839, Σοφ. Ἀντ. 197, κτλ.· κ. βλέπειν, φέρεσθαι Πλάτ. Πολ. 500Β, 584Ε· κ. διεχώρει αὐτοῖς, ὑπέφερον ἐκ διαρροίας, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 20· κ. βοηθεῖν, καταβαίνω εἰς βοήθειαν, Δημ. 883. 25, πρβλ. περιτρέπω 2·- περὶ τῶν ἄνω καὶ κάτω, ἄνω κάτω, κτλ., ἴδε ἐν λ. ἄνω ΙΙ. 2. 2) πρὸς τὰ κάτω ἐπὶ σειρᾶς αἰτιῶν, ἐπὶ τὸ κ. ἰέναι Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. Ι (min.) 2. 5. 3) μετὰ γεν., πέτρων κ. ὧσαι Εὐρ. Κύκλ. 448. ΙΙ. μετὰ ῥημάτων σημαινόντων ἠρεμίαν, κάτωθεν, ὑποκάτω, ἀντίθ. τῷ ἄνω, Ἡσ. Θ. 303, κτλ.· ἡ συνηθεστέρα ἔννοια παρὰ πεζοῖς, β) κάτω, ἐν τῷ κάτω κόσμῳ, οἱ νεκροί, Σοφ. Αἴ. 865, Ἀντ. 75, κτλ.· οἱ κ. θεοὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 292, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 851· ἀλλά, γ) γεωγραφικῶς κάτω, πρὸς νότον, Ἡρόδ., ἴδε ἄνω Ι. 1 ε· ἀλλ’ ὡσαύτως, κ. οἰκεῖν, κατοικῶ ἐπὶ τῆς παραλίας, Θουκ. 1. 7· οἱ κάτω, ἀντίθ. τῷ οἱ τὴν μεσόγειαν κατῳκημένοι, αὐτόθι 120· ἡ κ. Γαλατία, ἡ πρὸς τὴν θάλασσαν, Πλούτ. Αἰμ. 9, κτλ., δ) ἐν τῷ σταδίῳ, τὰ κ. εἶναι τὸ μέρος ὅθεν ἤρχιζον τὸν ἀγῶνα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἄνω (τὸ τέρμα), Πλάτ. Πολ. 613Β. ε) τὰ κ. τῶν μελῶν, τὰ κατώτερα μέρη τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 794D· ἡ κάτω κοιλία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἡ ἄνω, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 22, κἑξ.· περὶ τὰ κ. χωρεῖν, ἀποβάλλω, πάσχω ἀποβολήν, ἀποτυγχάνω, Λουκ. π. Ἀπαίδ. 1. ζ) ἐπὶ χρόνου, μετὰ ταῦτα, βραδύτερον, μετέπειτα, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 13· οἱ κ. χρόνοι Πλουτ. Κοριολ. 25· οἱ κ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ πάλαι, Λουκ. Ἱππ. 1· τοῦ χρόνου κ., βραδύτερον κατὰ χρόνον, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 17, π. Ζ. 2. 18· Δαρεῖος ὁ κ., αὐτόθι 6. 48, πρβλ. ἄνω ΙΙ. 1, ζ. η) ἐν τῇ λογικῇ, τὰ κ., τὰ «ὑπάλληλα» μέλη κατιούσης σειρᾶς γενεῶν, καὶ εἰδῶν, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 13, 14, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 9, 24. ΙΙΙ. μετὰ γεν., ὑπό, ὑποκάτω, κ. χθονός, γῆς Αἰσχύλ. Ἀγ. 871, Εὐμ. 1023, Σοφ. Ο. Τ. 968, κτλ. IV. Συγκρ. κατωτέρω, χαμηλότερον, περαιτέρω, μᾶλλον πρὸς τὰ κάτω, Ἀριστοφ. Βάτρ. 70· μετὰ γεν., χαμηλότερον, παρά…, ὑποκάτω, Ἡρόδ. 8. 132· πρβλ. κατώτερος. 2) Ὑπερθ. κατωτάτω, εἰς τὸ κατώτατον μέρος, τὰ κατωτάτω ὁ αὐτ. 2. 125· πρβλ. κατώτατος.- Πρβλ. ἄνω ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
A. avec idée de lieu;
I. de haut en bas avec ou sans mouv. : ἄνω καὶ κάτω, ἄνω κάτω ATT de bas en haut et de haut en bas, càd en tous sens;
II. en bas :
1 sous terre, dans les enfers ; οἱ κάτω SOPH les habitants des enfers, les morts ; οἱ κάτω θεοί SOPH les dieux des enfers;
2 sur la côte (par opp. à l’intérieur des terres) ; τὰ κάτω HDT le littoral ; οἱ κάτω THC les habitants du littoral;
B. avec idée de temps postérieurement, ensuite : οἱ κάτω χρόνοι PLUT les temps postérieurs ; κάτω τοῦ χρόνου ÉL dans la suite du temps ; οἱ κάτω LUC ceux d’après, les générations postérieures;
Cp. κατωτέρω, Sp. κατωτάτω ou κατώτατα.
Étymologie: κατά, cf. κατώτατος.

English (Autenrieth)

(κατά): down, downward, Il. 17.136 and Od. 23.91.

English (Slater)

κάτω
   1 below adv. ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω τὰ δ' ὕπερθε πατρός the lower half of the body (P. 2.48) τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου τὰν ἐνθάδε νύκτα κάτω in the world below Θρ. 7. 2. met. αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλἄνω, τὰ δαὖ κάτω κυλίνδοντἐλπίδες (O. 12.6)