ἀλέξω

From LSJ
Revision as of 12:10, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_2)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλέξω Medium diacritics: ἀλέξω Low diacritics: αλέξω Capitals: ΑΛΕΞΩ
Transliteration A: aléxō Transliteration B: alexō Transliteration C: alekso Beta Code: a)le/cw

English (LSJ)

[ᾰ], Ep. inf.

   A ἀλεξέμεναι, -έμεν Hom., v. infr.: fut. ἀλεξήσω Il.9.251: aor. opt. ἀλεξήσειε Od.3.346:—Med., fut. ἀλεξήσομαι Hdt. 8.81,108.—Besides these tenses (formed as if from ἀλεξέω), we find others formed from ἀλέκω, fut.ἀλέξω, aor. ἤλεξα (v.sub ἀπ-αλέξω):— Med., fut. ἀλέξομαι S.OT171,539, X.An.7.7.3: aor. ἀλέξασθαι Il., Hp.Salubr.1, Hdt.7.207, X.An.1.3.6,al.:—for aor. 2 ἄλαλκε, ἀλκαθεῖν, v. sub vocc. (Cf. Skt. raák[snull ]ati `protect'):—ward off, turn aside, constructed like ἀμύνω:—c. acc. rei, Ζεὺς τό γ' ἀλεξήσειε Od.3.346: c. acc. rei et dat. pers., Δαναοῖσιν ἀλεξήσειν κακὸν ἦμαρ will ward it off from them, Il.9.251, cf. 20.315; ἀλλήλοις . . ἀλεξέμεναι φόνον αἰπύν 17.365, etc.: c. dat. pers. only, assist, defend, ἀλεξέμεν ἀλλήλοισιν Il. 3.9, cf. 5.779, al., X.Cyr.4.3.2: abs., lend aid, Il.1.590:—Med., ἀλέξασθαι keep off from oneself, κύνας ἠδὲ καὶ ἄνδρας Il.13.475, cf. Hdt.7.207; ἀλέξεσθαι περί τινι or τινος, A.R.4.551,1488: abs., defend one self, Il.11.348, 15.565, Archil.66, Hdt.1.211, 2.63,al., Hp. l.c., S. OT539, X.Cyr.1.5.13: c. dat. instrum., οὐδ' ἔνι φροντίδος ἔγχος, ᾧ τις ἀλέξεται S.OT171.    2 in Med., also, recompense, requite, τοὺς εὖ καὶ κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος X.An.1.9.11.—Not in A. or E. (exc. ἀπ-).

German (Pape)

[Seite 93] fut. ἀλεξήσω Hom. Iliad. 9, 251. 6, 109; aber Soph. O. R. 534 entspricht ἀλεξοίμην dem γνωρισοίμην. ist also fut., was auch ἀλέξεται 171 sein kann; auch Xen. An. 7, 7, 3 hat Krüger für ἀλεξησόμεθα nach mss. ἀλεξόμεθα aufgenommen, was dem vorhergehenden ἐπιτρέψομεν entspricht; aor. I. ἀλεξήσειε Od. 3, 346, Theocr. 5, 346, ἀλεξῆσαι Opp. H. 5, 626, ἀλεξήσας Apollod. 3, 12, 5; aor. II. ἤλαλκον; med. ἀλεξήσομαι, ἠλεξάμην; poet. Wort, in att. Prosa nur Xen.; – beistehen, τινί Il. 6, 109, ἀλλήλοις 3, 9; Xen. Cyr. 4, 3, 2; τινί τι, jemandem gegen etwas, ihm etwas abwehren, ἀλλήλοις φόνον Il. 17, 365, νήεσσι πῦρ 9, 347; τινός τι, Τρώων ἵνα λοιγὸν ἀλάλκοι Il. 21, 539; ὅ κέν τοι κρατὸς ἀλάλκῃσιν κακὸν ἦμαρ, von deinem Haupte, Od. 10, 288; mit dem bloßen acc. abhalten, abwenden, πόλεμόν περ ἀλαλκών. 9, 605, Ζεὺς τό γ' ἀλεξήσειε Od. 3, 346; Pind. ὕβριν ἀλέξειν, nach Böckh, Ol. 13, 9; abs., helfen, Il. 1, 590; abwehren, 11, 469. – Das med., sich wehren, absolut Iliad. 15, 565 οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ ἀλέξασθαι μενέαινον; gegen Jem., τινά, ihn von sich abwehren, Od. 9, 57 ἀλεξόμενοι μένομεν πλέονάς περ ἐόντας, Iliad. 13, 475 ἀλέξασθαι κύνας ἠδὲ καὶ ἄνδρας; Her. 7, 207; πολεμίους Xen. An. 7. 7, 2, ἐχθρὸν ἀλέξασθαι 1, 3, 6; abwenden, τὰ κακὰ ἀλεξόμεθα, entspr. τῶν ἀγαθῶν ἀπολαύομεν, Mem. 4, 3, 11; absol. Her. 2, 63; Xen. Cyr. 1, 5, 13; An. 1, 9, 11 καὶ τοὺς εὖ καὶ τοὺς κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος; τινί, beistehen, Soph. O. R. 171 vgl. 539; περί τινι u. τινος Ap. Rh. 4, 551. 1487.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλέξω: [ᾰ], Ἐπ. ἀπαρέμ. ἀλεξέμεναι, -έμεν, Ὅμ.: ― μέλλ. ἀλεξήσω, ὁ αὐτ.: ― ἀόρ. εὐκτ. ἀλεξήσειε, Ὀδ. Γ. 346. ― Μέσ. μέλλ. ἀλεξήσομαι, Ἡρόδ. 8. 81, 108. ― Πλὴν τῶν χρόνων τούτων (ἐσχηματισμένων ὡς ἐκ ῥήμ. ἀλεξέω) εὑρίσκομεν ἄλλους σχηματιζομένους ἐκ τοῦ ἀλέκω, μέλλ. ἀλέξω, ἀόρ. ἤλεξα (ἴδε ἐν λ. ἀπαλέξω). ― Μέσ. μέλλ. ἀλέξομαι, Σοφ. Ο. Τ. 171, 539, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 3· ἀόρ. ἀλέξασθαι, Ἰλ., Ἡρόδ., καὶ Ξεν. Ἀν. 1. 3, 6., 3. 4, 33., 5. 5, 21, Κύρ. 1. 5, 13: ― περὶ τοῦ ἀορ. βϳ ἄλαλκε, ἀλκαθεῖν, ἴδε ἐν λέξεσιν. (Περὶ τῆς √ΑΛΚ ἴδε ἐν λ. ἄλαλκε). Ἀπομακρύνω, ἀποτρέπωἀποκρούω, ὡς τὸ ἀμύνω καὶ συντάσσεται ὡς αὐτό· ― μετ. αἰτ. πράγ., Ζεὺς τὸ γ’ ἀλεξήσειε, Ὀδ. Γ. 346· μετ’ αἰτ. πράγ. καὶ δοτ. προσ., Δαναοῖσιν ἀλεξήσειν κακὸν ἦμαρ, νὰ τὸ ἀποτρέψῃ ἀπ’ αὐτῶν, ἀποκρούσῃ, Ἰλ. Ι. 251, πρβλ. Υ. 315· ἀλλήλοις... ἀλεξέμεναι φόνον αἰπύν, Ρ. 365, κτλ.: ― ἀκολούθως μόνον μετὰ δοτ. προσ., βοηθῶ, ὑπερασπίζω, ἀλεξέμεν ἀλλήλοισιν, Ἰλ. Γ. 9, πρβλ. Ε. 779, καὶ ἀλλ., Ξεν. Κύρ. 4. 3, 2. ― ἀπολ., παρέχω βοήθειαν, Ἰλ. Α. 590. ― Μέσ. ἀλέξασθαι, ἀποκρούω ἀπ’ ἐμαυτοῦ, ἀποτρέπω ἀπ’ ἐμαυτοῦ, Λατ. defendere, ἀλέξασθαι... κύνας ἠδὲ καὶ ἄνδρας, Ἰλ. Ν. 475˙ πρβλ. Ἡρόδ. 7. 207˙ ὡσαύτως ἀλέξασθαι περί τινι ἤ τινος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 551, 1488˙ ἀπολ., ὑπερασπίζω ἐμαυτόν, Ἰλ. Λ. 348., Ο. 565, Ἀρχίλ. 66, Ἡρόδ. 1. 211., 2. 63, καὶ ἀλλ., Σοφ. Ο. Τ. 539, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 13˙ ὡσαύτως μ. δοτ. ὀργαν. οὐδ’ ἔνι φροντίδος ἔγχος ᾧ τις ἀλέξεται, Σοφ. Ο. Τ. 171. 2) ἐν τῇ μέσῃ φωνῇ, προσέτι = ἀμείβω˙ τοὺς εὖ καὶ κακῶς ποιοῦντας ἀλεξάμενος, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 11. ― Μόνος ἐκ τῶν Τραγ. ὁ Σοφ. ἔχει τὴν λέξιν ἐκτὸς τῶν συνθέτ. ἀπ- καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν χρώμενος αὐτῇ ἐν τοῖς Ἀττ. πεζογρ. εἶναι ὁ Ξενοφῶν. ΙΙ. = ἀλέγω, φροντίζω, προνοῶ, προστατεύω, μόνον ἐν τοῖς παραγώγοις, ἄλεξις, ἀλεξίμβροτος, -χορος.

French (Bailly abrégé)

f. ἀλεξήσω, ao. ἠλέξησα, pf. inus.
écarter, repousser : τινί τι, écarter de qqn qqe malheur, qqe danger, défendre, protéger qqn contre un danger ; ἀ. τινί défendre, protéger qqn;
Moy. ἀλέξομαι;
1 écarter de soi, repousser loin de soi, se défendre contre, acc.;
2 rendre la pareille.
Étymologie: R. Ἀλκ, écarter ; cf. ἀλαλκεῖν et ἀλκή.

English (Autenrieth)

(root αλκ), inf. ἀλεξέμεν (αι), fut. ἀλεξήσω, red. aor. ἄλαλκε, subj. ἀλάλκῃσι, inf. ἀλαλκεῖν, -έμεναι, -έμεν, aor. opt. ἀλεξήσειε, and subj. mid. ἀλεξώμεσθα: ward off, avert, τί, τινί, and τινί τι, hence defend one against something; mid., ward off from, defend oneself.

English (Slater)

ᾰλέξω (pf. ἄλαλκε)
   1 ward off τι from τινι ἐθέλοντι δ' ἀλέξειν Ὕβριν (O. 13.9) θάνατονἄλαλκε (codd. contra metr.: μόρον ἄλαλκε coni. Mommsen: θάνατον ἆλκε coni. Maas.) (O. 10.105) φύτευέ οἱ θάνατον ἐκ λόχου Πελίαο παῖς· ἄλαλκε δὲ Χίρων (N. 4.60) ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀ[λ]έξων τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς (ἀ[ρ]ήξων Π̆{S}; ἀέξων Π. in marg.) (Pae. 6.10)

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [ép. pres. inf. ἀλεξέμεν Il.3.9, ἀλεξέμεναι Il.17.365; fut. ἀλεξήσεις Il.9.251, v. med. ἀλεξήσομαι Hdt.8.81, 108, ἀλέξομαι S.OT 171, 539, X.An.7.7.3; ép. aor. ἀλέξασθαι Il.13.475, opt. ἀλεξήσειε Od.3.346, aor. red. ἄλαλκε Il.23.185, Hes.Th.527, inf. ἀλαλκεῖν Il.19.30, ἀλαλκέμεναι Il.17.153, opt. ἀλάλκοις Il.21.138, part. ἀλαλκών Il.9.605, AP 9.374, no red. ἆλκε Pi.O.10.105; pres. tard. sobre esta raíz ἀλάλκουσιν Q.S.7.267; fut. tard. ἀλαλκήσουσιν A.R.2.235]
I 1apartar, desviar, librar c. ac. κύνας μὲν ἄλαλκε ... Ἀφροδίτη Il.23.185, Ζεὺς τό γ' ἀλεξήσειε Od.3.346, Ὕβριν Pi.O.13.9.
2 c. ac. y dat. preservar, librar, proteger de, Il.9.251, 17.365, 21.138, Od.10.288, Pi.O.10.105, Fr.52f.10
c. ac. y gen. Τρώων ἵνα λοιγὸν ἀλάλκοι Il.21.539, cf. AP 7.8 (Antip.Sid.)
sólo c. dat. defender, proteger ἀλλήλοισιν Il.3.9, cf. 5.779, X.Cyr.4.3.2
abs. defender ἀλεξέμεναι γὰρ ἄμεινον Il.11.469, cf. 13.356.
II en v. med.
1 apartar de sí, defenderse de, librarse de c. ac. κύνας ἠδὲ καὶ ἄνδρας Il.13.475, cf. Hes.Op.363, Hdt.7.207
c. prep. περί τινος A.R.4.1488, περί τινι A.R.4.551.
2 abs. rechazar al enemigo ἀλέξασθαι μενέαινον Il.15.565, cf. 11.348
defenderse θυμέ ... ἀλέξευ Archil.211.2, cf. Hdt.1.211, 2.63, Hp.Salubr.1, S.OT 539, X.Cyr.1.5.13
c. dat. instrum. ἔγχος ᾧ τις ἀλέξεται S.OT 171.
3 c. ac. de pers. devolver lo suyo τοὺς εὖ καὶ κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος (vivir el tiempo suficiente) devolviendo lo suyo a los que hicieron bien o mal X.An.1.9.11.

• Etimología: De *H2lek- > ἀλκή así como numerosos derivados de ambos temas.