αὐχμηρός
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
English (LSJ)
ά, όν,
A dry, without rain, χειμών Hp.Aph.3.11, cf. Aër. 10; ἔτη Arist.HA605b19; ἔαρ Id.Pr.860a13; of places, dry, parched, waterless, arid, τόποι Pl.Lg.761b (Sup.), cf. 2 Ep.Pet.1.19; χωρία Thphr.HP9.11.10, etc.; καρποί D.S.2.53. b parching, νόσοι Emp.121.3. 2 dry, rough, squalid, οὖδας E.Alc.947; σκληρὸς καὶ αὐ. Pl.Smp.203d; esp. of hair (cf. foreg.), S.Fr.475, E.Or.387, Theoc.25.225; βίος Luc.Salt. 1. Adv.-ρῶς, ἔχειν τοῦ προσώπου Philostr.VA4.10. 3 miserable, forbidding, uninspired, desiccated, Man.2.169: c. gen., βιότοιο ib.454: irreg. Sup. αὐχμότατος dub. l. in Pl.Com.169.
German (Pape)
[Seite 405] trocken, dürr, τόπος, Plat. Legg. VI, 761 b; νῶτα Λιβύης Ep. ad. 398 (VII, 626); ἠϊόνες ad. 128 (VI, 23); so θέρος, δίψα, Ep. ad. 176; Mel. 10 (VI, 21. XII, 133); αὐχμηρὸν οὖδας Eur. Alc. 950; übh. schmutzig, verwildert, θρίξ Soph. frg. 422; πλόκαμος Eur. Or. 587; χαίτη Theocr. 25, 225; αὐχμηρὰ τὴν κόμην Luc. Somn. 6; βίος, Saltat. 1, wo dabei steht μόνον τὸ σκληρὸν ἀγαθὸν ἡγούμενος; wie Plat. αὐχμηρὸς καὶ σκληρός Conv. 203 c; Ar. Nubb. 910 steht dem αὐχμεῖν αἰσχρῶς – εὖ πράττειν entgegen; aber Plut. 84 ist es, wie aus dem Folgdn erhellt, ungewaschen. Bei Philip. ep. 17 (VI, 62) ist αὐχμηρὸς λίθος der Bimsstein; Sp. arm, dürftig, Man. 2, 454.
Greek (Liddell-Scott)
αὐχμηρός: -ά, -όν, ξηρός, ἄνευ βροχῆς, χειμὼν Ἱππ. Ἀφ. 1247, πρβλ. π. Ἀέρ. 287, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 27· ἔαρ ὁ αὐτ. Προβλ. 1. 9· ἐπὶ τόπων, ξηρός, ἄνυδρος, ὅπως ἂν… τοὺς αὐχμηροτάτους τόπους πολυύδρους τε καὶ εὐύδρους ἀπεργάζωνται Πλάτ. Νόμ. 761Β· χωρία Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 11, 10, κτλ.· καρποί Διόδ. 2. 53. 2) ξηρός, τραχύς, ῥυπαρός, Εὐρ. Ἄλκ. 947· σκληρὸς καὶ αὐχμ. Πλάτ. Συμπ. 203C· ἰδίως ἐπὶ κόμης, (πρβλ. προηγ.), Σοφ. Ἀποσπ. 422, Εὐρ. Ὀρ. 387· βίος Λουκ. π. Ὀρχ. 1. ― Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4 ἔχει τὸ ἀνώμαλ. ὑπερθετ. αὐχμότατος (διάφ. γραφ. ἀθλιώτατος). ― Ἐπίρρ. -ρῶς Φιλόστρ. 147. Πρβλ. αὐσταλέος.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 desséché, sec;
2 malpropre, sale.
Étymologie: αὐχμέω.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
I seco de la tierra o de lugares οὖδας E.Alc.947, πεδία Lyr.Adesp.67(b)15, γῆ Ar.Fr.730, Thphr.CP 3.12.1, cf. Plot.2.1.7, τόποι Pl.Lg.761b, cf. 2Ep.Petr.1.19, ἄρουραι Orph.L.270, cf. Nonn.D.37.457, χωρία Thphr.HP 9.11.10, αὐχμηρὴν Φολέγανδρον AP 9.421 (Antip.Sid.), κεῖμαι ἐς αὐχμηροὺς καὶ ἀλαμπεάς Ἄϊδος εὐνάς GVI 704.3 (Antioquía I a.C.), de un río, Nonn.D.27.187, de plantas o algunas de sus partes κύμινον Archestr.SHell.154.10, πετάλοισιν ... αὐχμηρῇσιν Nic.Fr.85.4, cf. Nonn.D.37.18, καρποί D.S.2.53, de estaciones y años χειμών Hp.Aër.10, Aph.3.11, ἔτος Hp.Morb.2.41, cf. Arist.Pr.860a13, Arat.1093, ἔαρ Arist.Pr.860a13, θέρος AP 6.21, del aire Gp.9.3.1, de partes del cuerpo ὄμματα Hp.Epid.5.99, ὕστεραι Hp.Mul.1.17, πρόσωπον Iust.Phil.Apol.2.11.5, de un determinado tipo de pulso, Gal.19.405
•de pers. consumido, seco πρεσβύτεροι X.Mem.2.1.31, αὐχμηροὶ ... ὄντες τοῖς ὅλοις σώμασι D.S.3.8, αὐχμηρὴν ὁρόω σε, καὶ ἀστράπτουσαν Nonn.D.18.341, de Eros σκληρὸς καὶ αὐ. Pl.Smp.203d
•del pelo, crines reseco, áspero, desgreñado S.Fr.475, πλόκαμος E.Or.387, χαίτα Theoc.25.225, κόμη Alciphr.2.38.2, cf. 4.9.2, Luc.Somn.6, τρίχες Apollod.1.6.3, ἔθειραι Nonn.D.9.258, cf. Hsch.
•subst. τὸ αὐχμηρόν la sequedad Arist.Col.793a11, Eudox.Fr.294, 295.
II fig.
1 seco, que no bebe en una fiesta αὐ. καὶ σύννους βαδίζων Plu.2.192e.
2 sucio, polvoriento Ἀφροδίτη Nonn.D.42.269, μέλανας ἰδοῦσα τὴν χροιὰν καὶ τὴν ὄψιν αὐχμηρούς de unos ladrones, Hld.1.3.1
•grosero, burdo ἐς αὐχμηρὰς πεσοῦσα χεῖρας cayendo en manos groseras Anacr.71.4
•miserable Φαίνων ... ῥέζει ... αὐχμηρούς Saturno vuelve (a las personas) miserables Man.2.169, αὐχμηροὺς ... ἀναγκαίου βιότοιο Man.2.454, cf. 3.57, Luc.Salt.1, Hld.1.4.3, Eus.HE 5.3.2.
3 ret. ref. al estilo seco, áspero διηγήσεις D.H.Dem.45, αὐχμηρὰν καὶ ἄγονον ... τὴν ὑπόθεσιν Men.Rh.379.12, εἰ ... αὐχμηρὸν (τὸ δηλούμενον) ἢ φοβερόν Theo Prog.p.120.1, ἂν αὐχμηρὸν τὸ πρᾶγμα ἔστω καὶ ἡ λέξις παραπλησία Hermog.Prog.10, αὐχμηρὸν ... καὶ προσκορές Poll.1.30, cf. Aristid.Quint.122.8, de rétores, D.H.Din.8.
III que reseca o consume Νόσοι Emp.B 121.3, δίψα AP 12.133 (Mel.).
IV que vive en tierra, terrestre de anim., Mac.Magn.Apocr.4.2 (p.159.21).
V adv. -ῶς suciamente ῥάκεσί τε ἠμφίεστο καὶ αὐ. εἶχε τοῦ προσώπου Philostr.VA 4.10, cf. Eust.41.26.
English (Strong)
from auchmos (probably from a base akin to that of ἀήρ) (dust, as dried by wind); properly, dirty, i.e. (by implication) obscure: dark.
English (Thayer)
ἀυχμηρα, ἀυχμηρον (αὐχμέω to be squalid), squalid, dirty (Xenophon, Plato, and following), and since dirty things are destitute of brightness, dark: Aristotle, de color. 3 τό λαμπρόν ἤ στιλβον ... ἤ τοὐναντίον ἀυχμηρον καί ἀλαμπες. (Hesychius, Suidas, Pollux).