θρηνέω
English (LSJ)
A fut. -ήσω A.Ag.1541 (anap.), S.Aj.632 (lyr.): aor. 1 -ησα E.Tr.[111]:—Med. (v. infr. 2): impers. in pf. Pass. (v. infr.): (θρῆνος):—sing a dirge, wail, Μοῦσαι δ' ἐννέα πᾶσαι ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ θρήνεον Od.24.61; τίς ὁ θρηνήσων; A.Ag. l.c.; τίς… ἔσθ' ὁ θρηνῶν; Ar.Nu.1260; θ. πρὸς τύμβον A.Ch.926; θ. καὶ ὀδύρεσθαι Pl.Ap.38d; πρὸς σφᾶς αὐτούς Isoc.8.128: c.acc.cogn., στονόεσσαν ἀοιδὴν… ἐθρήνεον were singing a doleful dirge, Il.24.7221; γόον θ. A.Fr.291; ὀξυτόνους ᾠδάς S.Aj.l.c.; ἐπῳδάς ib.582; ὕμνους, of the nightingale, Ar.Av.211 (lyr.); φθόγγους ἀλύρους Alex.162.7:—Pass., ἅλις μοι τεθρήνηται γόοις S.Ph.1401; ἱκανῶς τεθρήνηται Luc.Cat. 20.
2 c.acc., bewail, θ. πόνους A.Pr.615; τὸν θάνατον Pl.Phd. 85a; ὅσα τὸν… ἐμὸν θρηνῶ πατέρα S.El.94 (anap.), cf. 530, Ev.Luc.23.27, etc.; τὸν φύντα E.Fr.449:—so also Med., ἄκος γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι A.Pr.43:—Pass., to be lamented, S.Aj.852, Fr.653.
German (Pape)
[Seite 1217] wehklagen; absolut, Od 24. 61; Aesch. Pers. 672, καὶ ὀδύρεσθαι Plat. Apol. 36 d; häufiger mit acc., sowohl στονόεσσαν άοι δήν, Il. 24, 722, einen Trauergesang anstimmen, όξυτόνους ᾠδάς, Soph. Ai. 619, φθόγγους ἀλύρο υς, Alexis Ath. II, 55 a, als auch τοὺς ἐμοὺς πόνο υς, beklagen, Aesch. Prom.. 918, τὸν πατέρα, Soph. El 94. 520, τὸν θάνατον, Plat. Phaedr. 85 a; Sp., wie Luc Halc. 1, ἱκανῶς τεθρήνηται Catapl. 20. – Πρὸς τύμβον Aesch. Ch. 913, πρὸς σφ ᾶς αὐτούς Isocr. 8, 128.
French (Bailly abrégé)
θρηνῶ :
impf. épq. θρήνεον;
1 intr. se lamenter ; avec un acc. : ἀοιδήν IL, ᾠδάς SOPH faire entendre un chant, des chants plaintifs ; ἱκανῶς τεθρήνηται LUC c'est assez de gémissements;
2 tr. se lamenter sur, acc..
Étymologie: θρῆνος.
English (Strong)
from θρῆνος; to bewail: lament, mourn.
English (Thayer)
θρήνῳ: imperfect ἐθρήνουν; future θρηνήσω; 1st aorist ἐθρήνησα; (θρῆνος, which see); from Homer down; the Sept. for הֵילִיל, קונֵן, etc.;
1. to Lamentations, to mourn: to bewail, deplore: τινα, θρηνέω to Lamentations, λόπτομαι to smite the breast in grief, λυπέομαι to be pained, saddened, πενθέω to mourn, cf. Trench, § 65, and see κλαίω at the end; yet note that in classic Greek λύπεσθαι is the most comprehensive word, designating every species of pain of body or soul; and that πενθέω expresses a self-contained grief, never violent in its manifestations; like our English word mourn it is associated by usage with the death of kindred, and like it used pregnantly to suggest that event. See Schmidt, vol. ii., chapter 83.)
Greek Monotonic
θρηνέω: (θρῆνος), μέλ. -ήσω,
1. ψέλνω θρήνο, θρηνώ, κλαίω, οδύρομαι, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· με σύστ. αντικ. ἀοιδὴν ἐθρήνεον, έψαλαν άσμα θλιβερό, πένθιμο, σε Ομήρ. Ιλ.· ᾠδάς, ἐπῳδὰς θρηνῶ, σε Σοφ.· Παθ., ἅλις μοι τεθρήνηται, απρόσ., στον ίδ.
2. με αιτ. του αντικ., θρηνώ για κάτι, κλαίω, οδύρομαι, σε Αισχύλ., κ.λπ.· ομοίως επίσης στη Μέσ., στον ίδ.· Παθ. θρηνούμαι, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
θρηνέω:
1 петь погребальную песнь (Μοῦσαι ἐννέα πᾶσαι θρήνεον Hom.): τίς ὁ θρηνήσων; Aesch. кто споет скорбную песнь (об Агамемноне)?; ἱκανῶς τεθρήνηται! (pf. pass., impers.) Luc. довольно скорбных воплей!;
2 (о стенаниях, сетованиях) издавать, испускать (στονόεσσαν ἀοιδήν Hom.; γόον Aesch.; ἐπῳδάς Soph.): ἅλις μοι τεθρήνηται γόοις Soph. (Троя) исторгла у меня достаточно сетований;
3 жалобно петь (ὕμνους Arph.);
4 скорбеть, сетовать, оплакивать (πόνους Aesch.; τὸν δύστηνον πατέρα Soph.; θάνατον Plat.; πρὸς ἑαυτόν Isocr.).
Middle Liddell
θρῆνος
1. to sing a dirge, to wail, Od., Aesch.:—c. acc. cogn., ἀοιδὴν ἐθρήνεον were singing a dirge, Il.; ὠιδάς, ἐπωιδάς θρ. Soph.:—Pass., ἅλις μοι τεθρήνηται, impers., Il.
2. c. acc. objecti, to wail for, lament, Aesch., etc.; so also Mid., Aesch.:—Pass. to be lamented, Soph.
Chinese
原文音譯:qrhnšw 特呂尼哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:輓歌 相當於: (קֹונֵן / קִין)
字義溯源:哀悼,悲悼,唱輓歌,哀號,舉哀,痛哭;源自(θρῆνος)=哭號);而 (θρῆνος)出自(θροέω)=喧鬧), (θροέω)出自(θρέμμα)X*=哭泣)
同源字:1) (θρηνέω)哀悼 2) (θρῆνος)哭號
同義字:1) (θρηνέω)哀悼 2) (κόπτω)砍,哀哭 3) (λυπέω)憂愁 4) (ὀδυνάω)傷心 5) (πενθέω)哀慟
出現次數:總共(4);太(1);路(2);約(1)
譯字彙編:
1) 我們⋯舉哀(2) 太11:17; 路7:32;
2) 將要哀號(1) 約16:20;
3) 痛哭(1) 路23:27