κίνησις
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
English (LSJ)
[ῑ], κινήσεως, ἡ,
A motion, opp. rest (στάσις), Pl.Sph.250a; opp. ἠρεμία, Arist.Ph.202a5, etc.
2 in Cyrenaic philos., λεία κίνησις = ἡδονή, τραχεῖα κίνησις = πόνος, D.L.2.86; also αἱ διὰ μορφῆς κατ' ὄψιν ἡδεῖαι κινήσεις Epicur.Fr.67; αἱ κινήσεις αἱ ἀνθρωπικαί human emotions, Arr.Epict. 2.20.19.
3 dance, Ἄρεος κίνασις (sic) Tyrt.16, cf. Luc.Salt.63, Ephes.2 No.71; τραγικὴ ἔνρυθμος κίνησις Inscr.Magn.165.
4 movement, in a political sense, ἐν κίνησις εἶναι Th.3.75, cf. Plb.3.4.12; ἡ κίνησις ἡ Ἰουδαϊκή the Jewish revolt, OGI543.15 (Ancyra, ii A.D.); of the Peloponn. war, Th.1.1.
5 change, revolution, κινήσεις πολιτείας Arist.Pol.1268b25.
6 movement of an army, Plb.10.23.1 (pl.); πολεμικαὶ κινήσεις Ael.Tact.3.4, cf. Arr.Tact.20.1.
b removal, change of abode, Vett.Val.97.17 (pl.), al.
7 Gramm., inflection, τοῦ ζῆμι κ. οὐχ εὕρηται EM410.38.
8 in Law, punitive action, βασιλικὴ κίνησις Cod.Just.1.3.43.10, cf. 10.27.2.7; also, setting a process in motion, PLond. 5.1663.13 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1440] ἡ, das Bewegen, die Bewegung; Plat. Phaedr. 245 d; Gegensatz στάσις Soph. 250 a; Gegensatz ἠρεμία Arist. Eth. 7, 14; Folgde. Von taktischen Bewegungen, Pol. 10, 21, 22; Aufregung, Aufruhr, Thuc. 3, 75; καὶ ταραχή Pol. 3, 4, 12; öfter bei Sp., wie Hdn.; πολιτειῶν, Staatsumwälzungen, Arist. pol. 2, 8. – Bei Aristipp. u. der kyrenäischen Schule galt κίνησις λεία σαρκός als höchstes Gut. – Bei den Gramm. die Flexion, bes. des Verbums, E. M.; Umlaut des Vocals, Hdn. περὶ μ. λ.
French (Bailly abrégé)
κινήσεως (ἡ) :
1 mouvement, particul. mouvement de la danse;
2 fig. agitation, trouble, soulèvement.
Étymologie: κινέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κίνησις κινήσεως, ἡ κινέω beweging, verschuiving. onrust, politieke omwenteling:. κίνησις γὰρ αὕτη μεγίστη δὴ τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο want dat is het grootste conflict dat zich in Griekenland heeft afgespeeld Thuc. 1.1.2; κίνησις πολιτείας verandering van staatsvorm Aristot. Pol. 1268b25.
Russian (Dvoretsky)
κίνησις: κινήσεως (κῑ) ἡ
1 движение (κινήσεως ἀρχὴ τὸ αὑτὸ κινοῦν, sc. ἐστιν Plat.): ἐκδεχόμενοι τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν NT впосл. погов. чающие движения воды, т. е. ожидающие благоприятных обстоятельств;
2 воен. передвижение, перемещение войск Polyb.;
3 народное движение, возмущение (κ. καὶ ταραχή Polyb.);
4 переворот, смена (πολιτειῶν Arst.);
5 волнение, потрясение: κ. αὕτη μεγίστη τοῖς Ἓλλησιν ἐγένετο Thuc. (Пелопоннесская война) была самым большим потрясением для греков.
English (Strong)
from κινέω; a stirring: moving.
English (Thayer)
κινήσεως, ἡ (κινέω) (from Plato on), a moving, agitation: τοῦ ὕδατος, R L).
Greek Monotonic
κίνησις: [ῑ], κινήσεως, ἡ (κινέω),
1. κίνηση, δράση, σε Πλάτ. κ.λπ.· χορός, σε Λουκ.
2. κίνημα, με πολιτική σημασία, σε Θουκ.· λέγεται για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κίνησις: ῑ, κινήσεως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν στάσιν καὶ ἠρεμίαν, Πλάτ. Σοφιστ. 250A, κτλ.· ὄρχησις, χορός, κ. Ἄρεος Τυρταῖ. 12, πρβλ. Λουκ. π. Ὀρχ. 63· κατὰ τοὺς Κυρηναϊκοὺς φιλοσόφους δὺο πάθη ὑφίσταντο, ὁ πόνος καὶ ἡ ἡδονή: ἡ μὲν λεία κίνησις ἦτο ἡ ἡδονή, ἡ δὲ τραχεῖα κίνησις ὁ πόνος, Διογ. Λ. 2. 86· ― ὁ Ἀριστοτ. συζητεῖ περὶ τῆς ἐπιστημονικῆς σημασίας τῆς κινήσεως ἐν Φυσ. 3. 1., 5. 5., 8. 1, κ. ἀλλ.· ― περὶ διαφόρων ὁρισμῶν τῆς κινήσεως ὅρα Πλουτάρχου περὶ τῶν Ἀρεσκόντ. τοῖς Φιλοσόφ. 1. 23. 2) κίνημα πολιτικόν, ἐν κ. εἶναι Θουκ. 3. 75, πρβλ. Πολύβ. 3. 4, 12· ἐπὶ τοῦ Πελοπονν. πολέμου, κίνησις γὰρ αὕτη μεγίστη δὴ τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο Θουκ. 1. 1. 3) μεταβολή, ἐπανάστασις, πολιτειῶν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 16. 4) κίνησις στρατεύματος, Πολύβ. 10. 23, 22. 5) ἐν τῇ Γραμματικῇ, κλίσις, Ἐτυμολ. Μέγ. 410. 38.
Middle Liddell
κῑ́νησις,κινήσεως κινέω
1. movement, motion, Plat., etc.: a dance, Luc.
2. movement, in a political sense, Thuc.; of the Peloponn. war, Thuc.
Chinese
原文音譯:k⋯nhsij 企尼西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:攪動 (著) 相當於: (מָנׄוד)
字義溯源:行動,運動,動作,動;源自(κινέω)=移動);而 (κινέω)出自(εἰμί)X*=行走,去)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 動(1) 約5:3
English (Woodhouse)
disturbance, movement, political disturbance, political movement, political stir, political unrest, political upheaval
Lexicon Thucydideum
motus, movement, disturbance, 5.10.5,
agitatio, disturbance, commotion, 1.1.2, 3.75.2.
Translations
motion
Afrikaans: beweging; Arabic: حَرَكَة; Armenian: շարժում; Bashkir: хәрәкәт; Belarusian: рух; Bulgarian: движение; Catalan: moviment; Chinese Mandarin: 動作/动作, 運動/运动; Czech: pohyb; Danish: bevægelse; Dutch: beweging; Esperanto: movado; Estonian: liigutus, liikumine; Finnish: liike; French: mouvement; German: Bewegung; Greek: κίνηση; Ancient Greek: κίνησις; Hebrew: תְּנוּעָה; Hungarian: mozgás; Indonesian: gerakan; Italian: movimento; Japanese: 動き, 運動; Korean: 운동(運動); Latin: motio, motus; Latvian: kustība; Macedonian: движење; Mongolian: хөдөлгөөн; Old English: styring; Persian: حرکت, روش; Plautdietsch: Bewäajunk; Polish: ruch; Portuguese: movimento; Romanian: mișcare; Russian: движение; Scottish Gaelic: gluasad; Serbo-Croatian Cyrillic: крета̄ње, гиба̄ње; Roman: krétānje, gíbanje; Slovak: pohyb; Slovene: gibanje; Spanish: movimiento; Swedish: rörelse; Tajik: ҳаракат; Tamil: இயக்கம்; Thai: การเคลื่อนที่; Ukrainian: рух; Vietnamese: cử động, vận động