μνησικακέω
τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them
English (LSJ)
A remember past injuries, bear malice, Hdt.8.29, Ar. Lys.590, Pl.1146, etc.; πόλλ' ἂν ἐχόντων μνησικακῆσαί τισι τῶν πραχθέντων D.18.96; especially in party politics, Lys.18.19, etc.; μηδὲν μνησικακεῖν or μὴ μνησικακεῖν = pass an act of amnesty, Th.4.74, X.HG2.4.43, Decr. ap. And.1.79, D. 23.193, etc.:—Constr.: c. gen. rei, Antipho 2.1.6: c. dat. pers., Th.8.73, Lys.30.9; ὁ μνησικακῶν αὐτὸς αὑτῷ And.1.95: c. dat. pers. et gen. rei, μ. τινί τινος bear one a grudge for a thing, X.An.2.4.1; ἔδοξε μὴ μνησικακεῖν ἀλλήλοις τῶν γεγενημένων And.1.81; also οὐ μνησικακήσω τῶν παροιχομένων ἕνεκα IG12.90.15; μ. περί τινος Isoc.14.14: later c. acc. rei, κακίαν ἕκαστος τοῦ ἀδελφοῦ μὴ μνησικακείτω LXX Za.7.10: c. acc. pers., dub. l. in X.Eph.2.9.
II μ. τὴν ἡλικίαν cast his age in his teeth, Ar.Nu.999.
German (Pape)
[Seite 195] des erlittenen Bösen eingedenk sein, Her. 8, 29; bes. bei Beilegung politischer Streitigkeiten und Rückführung von Verbannten üblich, μηδέν, Thuc. 4, 74. 8, 73; σίγα μὴ μνησικακήσῃς, Ar. Plut. 590, vgl. Nubb. 986; μὴ μνησικακήσῃς, εἰ Φυλὴν κατέλαβες, Plut. 1146, auf die bekannte, von Thrasybul nach der Verjagung der dreißig Männer veranlaßte Amnestie gehend, daß die siegende Partei des ihr in der vorigen Zeit angethanen Leides nicht gedenken wolle; τινός, Antiph. 2 α 6; τινί, φράσω γὰρ οὔτι μνησικακεῖν βουλόμενος ὑμῖν, Plat. Lgg. IV, 706 a; Andoc. 1, 90; Lys. 18, 19; ἔδοξε μὴ μνησικακεῖν ἀλλήλοις τῶν γεγενημένων, Andoc. 1, 81, wie Xen. μὴ μνησικακήσειν τὸν βασιλέα αὐτοῖς τῆς σὺν Κύρῳ ἐπιστρατείας, An. 2, 4, 1; Dem. 18, 96; πρός τινα, ih. 101, περί τινος, Isocr. 14, 14; absol., Xen. Hell. 2, 4, 30, Dem. 59, 46 u. öfter, wie auch Sp., z. B. Luc. Nigr. 10.
French (Bailly abrégé)
f. μνησικακήσω, ao. ἐμνησικάκησα, pf. inus.
1 conserver du ressentiment, garder rancune : τινί, πρός τινα à qqn, en vouloir à qqn ; τινός, περί τινος pour qch ; τινί τινος ou τινί τι en vouloir à qqn pour qch;
2 exercer des représailles en parl. des querelles politiques.
Étymologie: μνησίκακος.
Russian (Dvoretsky)
μνησῐκᾰκέω: быть злопамятным, не прощать зла, быть мстительным, питать злобу (τινι Thuc. и πρός τινα Dem.; μ. περί τινος Isocr.): μὴ μ. τινι μηδενὸς τῶν παροιχομένων Xen. не мстить ни за одно из прошлых дел; μ. τὴν ἡλικίαν Arph. попрекать старостью.
Greek (Liddell-Scott)
μνησῐκᾰκέω: ἐνθυμοῦμαι ἀδικήματα ἢ κακὰ ἃ ἔπαθον παρά τινος, Ἡρόδ. 8. 29, Ἀριστοφ. Λυσ. 590, Δημ. 258. 12· ἰδίως ἐπὶ πολιτικῶν φατριῶν, Λυσ. 151. 5, κτλ.· οὐ μνησικακῶ, δὲν μνησικακῶ, κηρύττω ἀμνησίαν, Ἀριστοφ. Πλ. 1146, Θουκ. 4. 74, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 43, καὶ Ρήτορ., πρβλ. ἰδίως Δημ. 685. 7· - Συντάσσεται, μετὰ γεν. πράγμ., Ἀντιφῶν 115. 26· μετὰ δοτ. προσ., Θουκ. 8. 73, Ἀνδοκ. 12. 40, Λυσ. 184. 2· μετὰ δοτ. προσ. καὶ γεν. πράγμ., μ. τινί τινος, τρέφω πάθος μνησικακίας ἐναντίον τινος, διά τι πρᾶγμα, παρ’ Ἀνδοκ. 115, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1· καί, μν. περί τινος Ἰσοκρ. 299Β. κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., τὴν ἡλικίαν μνησικακῶ, μνείαν ποιοῦμαι τῶν δεινῶν τοῦ γήρατος περιγελῶ τινα διὰ τὸ γῆράς του, μηδ’ Ἰαπετὸν καλέσαντα μνησικακῆσαι τὴν ἡλικίαν Ἀριστοφ. Νεφ. 999.
Greek Monolingual
(ΑΜ μνησικακῶ, μνησικακέω) μνησίκακος
εμφορούμαι από μνησικακία, κρατώ κακία σε κάποιον για κακό που μού έκανε («πόλλ' ἂν ἐχόντων μνησικακῆσαι καὶ Κορινθίοις... τῶν περὶ τὸν πόλεμον πραχθέντων», Δημοσθ.)
αρχ.
φρ. α) «μηδὲν μνησικακεῖν» και «μὴ μνησικακεῖν»
(σε πολιτικά κυρίως θέματα) δεν μνησικακώ, κηρύσσω αμνηστία
β) «μνησικακεῖν τὴν ἡλικίαν» — περιγελώ κάποιον για τα γεράματά του.
Greek Monotonic
μνησῐκᾰκέω: μέλ. -ήσω,
I. θυμάμαι τις αδικίες ή το κακό που μου έκανε κάποιος, θυμάμαι περασμένες τραυματικές εμπειρίες, σε Ηρόδ., Δημ.· οὐ μνησικακῶ, δεν κρατώ κακία, προσφέρω αμνηστία, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., μνησικακῶ τινί τινος, τρέφω μνησικακία, έχθρα εναντίον κάποιον για κάτι, σε Ξεν.
II. με αιτ. πράγμ., τὴν ἡλικίαν μνησικακῶ, υπενθυμίζω σε κάποιον τις συμφορές των γηρατειών του, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
I. to remember wrongs done one, remember past injuries, Hdt., Dem.; οὐ μν. to bear no malice, pass an act of amnesty, Ar., Thuc., etc.: c. dat. pers. et gen. rei, μ. τινί τινος to bear one a grudge for a thing, Xen.
II. c. acc. rei, τὴν ἡλικίαν μν. to remind one of the ills of age, Ar.
Lexicon Thucydideum
memorem esse iniuriae, to remember an injury, 4.74.2, 8.73.6.