σκληρύνω
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
English (LSJ)
A harden, opp. μαλάσσω, Hp.Acut.45, Arist.HA548b23:—Pass., with pf. ἐσκλήρυσμαι Hp.Liqu.6, and -υμμαι, to be hardened, grow hard, Id.VM22, Thphr. De Lapidibus 11.
2 metaph., σ. τὴν καρδίαν τινός harden his heart, LXX Ex.7.3,al., Ep.Hebr.3.8,cf.Ep.Rom.9.18:—Pass., LXX Si.30.12.
German (Pape)
[Seite 901] = σκληρόω, Sp., wie N.T.
French (Bailly abrégé)
rendre dur.
Étymologie: σκληρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκληρύνω [σκληρός] aor. ἐσκλήρυνα perf. med.-pass. ἐσκλήρυσμαι act. met acc., caus. hard maken; (ver)harden. med.-pass. intrans. hard worden, (zich) verharden.
Russian (Dvoretsky)
σκληρύνω:
1 делать твердым, уплотнять (τι Arst.);
2 ожесточать, pass. ожесточаться NT.
Greek (Liddell-Scott)
σκληρύνω: [ῡ], ποιῶ τι σκληρόν, ἀντίθετ. τῷ μαλάσσω, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 391, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 7. ― Παθ., μετὰ πρκμ. ἐσκλήρυσμαι Ἱππ. 427. 20, καὶ -υμμαι, γίνομαι σκληρός, ὁ αὐτ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18. 2) μεταφορ., σκλ. τὴν καρδίαν τινός, ποιῶ τινα σκληρὸν κατὰ τὴν καρδίαν, Ἑβδ. (Ἔξ. Ζ΄, 3, κτλ.), πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. θ΄, 18, πρ. Ἑβρ. γ΄, 8. ― Παθ., Ἑβδ. (Σειρὰχ Λ΄, 11).
English (Strong)
from σκληρός; to indurate, i.e. (figuratively) render stubborn: harden.
English (Thayer)
(cf. Winer's Grammar, 92 (88)); 1st aorist subjunctive 2nd person plural σκληρύνητε; passive, imperfect ἐσκληρυνομην; 1st aorist ἐσκληρυνθην; (σκληρός, which see); the Sept. for הִקְשָׁה and הִזֵּק, to make hard, to harden; properly, in Hippocrates and Galen; metaphorically, to render obstinate, stubborn (A. V. to harden): τινα, to treat harshly, cf. Fritzsche, vol. ii., p. 323 f; (cf., too, Meyer at the passage)); τήν καρδίαν τίνος, Sept. for קָשָׁה and חָזַק) to be hardened, i. e. become obstinate or stubborn: Hebrews 3:13.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και σκληραίνω Ν σκληρός
1. καθιστώ κάτι ή κάποιον σκληρό, σκληραίνω
2. κάνω κάποιον ή κάτι σκληρότερο από ό,τι ήταν προηγουμένως
αρχ.
1. παθ. σκληρύνομαι
μτφ. γίνομαι αδιάλλακτος, άκαμπτος, ανυποχώρητος, πείσμονας
2. φρ. «σκληρύνω τὴν καρδίαν τινός» — κάνω κάποιον σκληρόκαρδο, ανηλεή, άσπλαχνο.
Greek Monotonic
σκληρύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ (σκληρός), κάνω κάτι σκληρό, σκληραίνω· μεταφ., εκτραχύνω, κάνω κάποιον σκληρόκαρδο, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
σκληρύ¯νω, σκληρός
to harden:—metaph. to harden the heart, NTest.
Chinese
原文音譯:sklhrÚnw 士克累呂挪
詞類次數:動詞(6)
原文字根:(使)硬
字義溯源:使堅硬,固執,拒絕改正,硬著,剛硬;源自(σκληρός)=乾的,艱難),而 (σκληρός)出自(σκέλος)=腿), (σκέλος)又出自(σκάφη)X*=使乾透)。( 詩95:7,
8)說:『因為他是我們的神,我們是他草場的羊,是他手下的民。惟願你們今天聽他的話。你們不可硬著心,像當日在米利巴,就是在曠野的瑪撒』。希伯來書三次引用這話( 來3:8,15; 4:7)來勸勉信徒。希伯來書也告訴我們,人被罪迷惑的結果,就產生剛硬的心( 來3:13)。比較: (πωρόω / πηρόω)=使堅硬
同源字:1) (σκληροκαρδία)硬心 2) (σκληρός)乾的 3) (σκληρότης)剛硬 4) (σκληροτράχηλος)豎琴頸 5) (σκληρύνω)使堅硬
出現次數:總共(6);徒(1);羅(1);來(4)
譯字彙編:
1) 硬著(2) 來3:15; 來4:7;
2) 就剛硬了(1) 來3:13;
3) 可硬著(1) 來3:8;
4) 他就剛硬(1) 羅9:18;
5) 剛硬(1) 徒19:9