χαλκίον
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
τό,
A copper vessel, cauldron, kettle, IG12.393, Ar.Ach.1128, Fr.107,330, Eup.108,256, X.Oec.8.19; χαλκίον θερμαντήριον = θερμαντήρ, IG22.1416, 4.39 (Aegina), Gal.13.663.
2 cymbal, τὸ Δωδωναῖον χαλκίον, prov. of a chatterbox, Men.66, cf. Zen.6.5.
3 bowl of the κότταβος, Poll.6.110.
4 copper ticket given to the dicasts, bearing the name of the court in which they were to serve, D.39.10.
5 piece of copper money, πονηρὰ χαλκία Ar.Ra.724 (troch.); παραλαβὼν τὼ χαλκίω Eub.83; cf. Poll.9.90.—Freq. written χαλκεῖον in codd., but χαλκίον is required by the metre in Com., and corroborated by Inscrr. (v. supr.), and Pap., PCair.Zen.630.4 (iii B. C.), PMich.Zen.65.2 (iii B. C.), PSI6.625.12 (iii B. C.), etc.
II prob. Dim. of χάλκη, = κάλχη ΙΙ, IG42(1).102.242 (Epid., iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 1330] τό (der Form nach dim. von χαλκός), alles verarbeitete Erz od. Kupfer, kupfernes Geschirr; Ar. Ach. 1100; Xen. Oec. 8, 18. – Bes. Kupfergeld, Kupfermünze, πονηρὰ χαλκία Ar. Ran. 724.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 vase d'airain ou de cuivre;
2 bouclier d'airain;
3 monnaie de cuivre.
Étymologie: χαλκός.
Russian (Dvoretsky)
χαλκίον: τό
1 медный сосуд Arph., Xen., NT;
2 медная табличка Dem.;
3 медная монета, медяк Arph.;
4 медный кимвал (Theocr. - v.l. χαλκέον): τὸ Δωδωναῖον χ. Men. Додонский кимвал, перен. неугомонная болтушка.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκίον: τό, ὡς τὸ χαλκεῖον ΙΙ, ἀγγεῖον, σκεῦος ἐκ χαλκοῦ, λέβης, χύτρα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1128, Ἀποσπ. 169, 316, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 22, ἐν «Ταξιάρχοις» 8, Ξεν. Οἰκ. 8, 19. 2) κύμβαλον, Θεόκρ. 2. 36· τὸ Δωδωναῖον ἄν τις χαλκίον, ὃ λέγουσιν ἠχεῖν, ἂν παράψηθ’ ὁ παριὼν παροιμ. παρὰ Μενάνδρῳ ἐν Ἀρρηφόρῳ» 3, ἑρμηνευομένη παρὰ Ζηνοβ. Παροιμ. 6. 5, «ἐπὶ τῶν πολλὰ λαλούντων καὶ μὴ διαλειπόντων»· ― κοῖλον ἐκ χαλκοῦ ἡλιακὸν ὡρολόγιον, Πολυδ. Ϛ΄, 110. 3) εἰσιτήριον ἐκ χαλκοῦ διδόμενον εἰς τοὺς κληρωθέντας δικαστὰς καὶ φέρον τὸ ὄνομα τοῦ δικαστηρίου εἰς ὃ ἔπρεπε νὰ συνέλθωσι, Δημ. 997, 18. 4) νόμισμα ἐκ χαλκοῦ «πεντάρα», πονηρὰ χαλκία Ἀριστοφ. Βάτρ. 724· παραλαβὼν τὼ χαλκὶω Εὔβουλος ἐν «Παμφίλῳ» 4· πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 91. ― Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τῶν πεζογράφων συχνάκις φέρεται χαλκεῖον (ἴδε χαλκεῖον ΙΙ)· ἀλλ’ ἡ χρῆσις τῶν κωμ. ποιητῶν, ὡς ἐκ τοῦ μέτρου φαίνεται, εἶναι ὑπὲρ τῆς γραφῆς χαλκίον, καὶ ὁ Δινδ. ἀποκαθιστᾷ ταύτην τὴν γραφὴν ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ, ἔτι δὲ καὶ παρ’ Ἡροδ., ἔνθα σημαίνει σκεῦος.
English (Strong)
diminutive from χαλκός; a copper dish: brazen vessel.
English (Thayer)
χαλκιου, τό (χαλκός), a (copper or) brazen vessel: Aristophanes), Xenophon, oec. 8,19; (others).)
Greek Monolingual
και χαλκεῖον, τὸ, Α χαλκός
1. σκεύος κατασκευασμένο από χαλκό
2. κύμβαλο
3. κοίλο χάλκινο ηλιακό ρολόι
4. είδος χάλκινου νομίσματος («τούτοις τοῖς πονηροῖς χαλκίοις, χθές τε καὶ πρώην κοπεῖσι τῷ κακίστῳ κόμματι», Αριστοφ.)
5. χάλκινο εισιτήριο που δινόταν στους κληρωθέντες δικαστές και στο οποίο αναγραφόταν η ονομασία του δικαστηρίου όπου έπρεπε να συνέλθουν
6. πιθ. υποκορ. τ. του χάλκη
7. φρ. «Δωδωναῖον χαλκίον» — περίτεχνο κατασκεύασμα, πιθανώς ομοίωμα δένδρου, το οποίο είχαν δωρήσει οι Κερκυραίοι στο μαντείο της Δωδώνης (Μέν.).
Greek Monotonic
χαλκίον: τό,
1. αγγείο από χαλκό, βαρέλι, λέβητας, χύτρα, δοχείο, σε Αριστοφ., Ξεν.
2. κύμβαλο, σε Θεόκρ.
3. χάλκινο εισιτήριο που δινόταν στους δικαστές, σε Δημ.
4. κομμάτι από χάλκινο νόμισμα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
χαλκίον, ου, τό,
1. a copper vessel, a copper, caldron, kettle, pot, Ar., Xen.
2. a cymbal, Theocr.
3. a copper ticket given to the dicasts, Dem.
4. a piece of copper money, a copper, Ar.
Chinese
原文音譯:calk⋯on 哈而企按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:銅
字義溯源:銅器,碗,壺;源自(χαλκός)*=銅)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 銅器(1) 可7:4