ἀκαθαρσία
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
English (LSJ)
ἀκαθαρσίας, ἡ, Ion. ἀκαθαρσίη
A uncleanness, foulness, of a wound or sore, Hp. Fract.31, cf. Pl.Ti.72c(pl.); ἀγγείων Hp.Epid.6.31.
b dirt, filth, BGU1117.27 (13 B.C.), etc.
2 in moral sense, depravity, corruption, D.21.119.
3 ceremonial impurity, LXXLe.15.3,al.
Spanish (DGE)
ἀκαθαρσίας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀκαθαρσίη Hp.Epid.6.3.1; ἀκαθαρτία IOrac.Dodon.14 (IV/III a.C.)
I 1medic. impureza ὅταν τινὲς ἀκαθαρσίαι γίγνωνται διὰ νόσους σώματος περὶ τὸ ἧπαρ Pl.Ti.72c, τῶν ἀγγείων Hp.l.c., cf. Gal.9.651
•en heridas o llagas, Hp.Fract.31.
2 suciedad, porquería, basura παραδώσω τὸν τόπον καθαρὸν ἀπὸ κοπρίων καὶ ἀκαθαρσίας POxy.2109.45 (III d.C.), cf. BGU 1117.27 (I a.C.), PMerton 76.25 (II d.C.).
II fig.
1 impureza moral, depravación ὑπερβολὴ ἀκαθαρσίας del que acusa a su huésped, D.21.119, cf. Ph.1.72, ἀσελγίᾳ καὶ ἀκαθαρσίᾳ ... χρώμενος D.C.46.18.6, τὴν περὶ τούτων ἄγνοιαν καὶ ἀπάτην ἀνοσιουργίαν καὶ ἀκαθαρσίαν νενόμικας = que la ignorancia y el error en torno a la divinidad son impiedad e impureza Porph.Ep.Aneb.1.5, διδάσκαλος ἀκάθαρτον μεθίστησιν τῆς ἀκαθαρσίας Didym.Gen.196.17.
2 impureza ritual LXX Le.15.3, IOrac.Dodon.l.c.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. au pr. 1 malpropreté;
2 impureté, souillure;
II. fig. corruption, dépravation;
NT: immoralité ; motif impur.
Étymologie: ἀκάθαρτος.
German (Pape)
ἡ, Unreinigkeit, Plat. Tim. 72c; Lasterhaftigkeit, Dem. 21.119; Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀκᾰθαρσία: ἡ
1 нечистота, загрязнение (διὰ νόσους Plat.);
2 испорченность, порочность Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰθαρσία: ἡ, ῥυπαρότης, ἀκαθαρσία ἀποστήματος ἢ ἕλκους, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 772, Πλάτ. Τίμ. 72C. 2) ἠθικὴ ἀκαθαρσία, κακοήθεια, διαφθορά, αἰσχρότης, Δημ. 553. 13.
English (Abbott-Smith)
ἀκαθαρσία, -ας, ἡ (< ἀκάθαρτος), [in LXX chiefly for טֻמְאָה, טָמֵא;]
uncleanness, impurity,
(a)physical (MM, VGT, s.v.): Mt 23:27;
(b)moral: Ro 1:24 6:19, II Co 12:21, Ga 5:19, Eph 4:19 5:3, Col 3:5, I Th 2:3 4:7. †
English (Strong)
from ἀκάθαρτος; impurity (the quality), physically or morally: uncleanness.
English (Thayer)
(ας, ἡ (ἀκάθαρτος) (from Hippocrates down), uncleanness;
a. physical: Demosthenes, p. 553,12.) Cf. Tittmann i., p. 150f.
Greek Monolingual
η (Α ἀκαθαρσία) ἀκάθαρτος
1. έλλειψη καθαριότητας, η βρομιά
2. λεκές, λέρα
3. τα έμμηνα
νεοελλ.
κάθε άχρηστο και περιττό αντικείμενο, και ειδικά τα περιττώματα ανθρώπου ή ζώου, τα κόπρανα
αρχ.
1. η ακαθαρσία γύρω από ένα έλκος ή τραύμα
2. ηθικός ρύπος, φαυλότητα, διαφθορά
3. το να μην έχει κανείς καθαριστεί, εξαγνιστεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του μωσαϊκού νόμου.
Greek Monotonic
ἀκᾰθαρσία: ἡ, διαφθορά, ηθική ακαθαρσία, κακοήθεια, αναισχυντία, σε Δημ.
Middle Liddell
[from ἀκάθαρτος
uncleanness, impurity, Dem.
Chinese
原文音譯:¢kaqars⋯a 阿-卡他而西阿
詞類次數:名詞(10)
原文字根:不-向下 舉起 相當於: (טָמֵא)
字義溯源:不純潔,不潔淨,不道德,污穢,不潔;源自(ἀκάθαρτος)=不純潔的);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(καθαίρω)=潔淨)組成,而 (καθαίρω)出自(καθαρός)*=潔淨的)。這字的字義是:不潔淨,但在十次的使用中,有八,九次都譯為:污穢。比較 (κοινόω)=玷污,污穢
出現次數:總共(10);太(1);羅(2);林後(1);加(1);弗(2);西(1);帖前(2)
譯字彙編:
1) 污穢(7) 太23:27; 林後12:21; 加5:19; 弗4:19; 弗5:3; 西3:5; 帖前2:3;
2) 不潔(2) 羅6:19; 帖前4:7;
3) 污穢事(1) 羅1:24
English (Woodhouse)
Léxico de magia
ἡ impureza gener. de tipo sexual o referida a ingestión de determinados alimentos προαγνεύσας καὶ ἀπεχόμενος ἐμψύχου καὶ πάσης ἀκαθαρσίας habiéndote purificado previamente y absteniéndote de alimento animal y de toda impureza P I 55 ὁ δὲ χαράσσων αὐτὰ ἔστω καθαρὸς ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας el que lo graba ha de estar libre de toda impureza P XIII 1005
Translations
dirt
Bulgarian: мръсотия; Catalan: bruticia; Danish: snavs; Dolgan: кир; Dutch: vuil; Finnish: lika, loka; French: saleté, ordure; German: Schmutz; Hungarian: piszok; Italian: sudiciume; Kyrgyz: кир; Mongolian: тоос; Norwegian: smuss; Polish: brud; Romagnol: cacaréra; Romanian: murdărie; Russian: грязь; Spanish: suciedad; Swedish: smuts; Turkish: kir; Yakut: кир
depravity
Bulgarian: поквара, поквареност; Dutch: verdorvenheid, ontaarding; Finnish: turmelus, turmeltuneisuus; German: Verdorbenheit, Schlechtigkeit, Sittenlosigkeit; Manx: ard-olkys; Polish: zepsucie, zdeprawowanie, deprawacja; Romanian: depravare, destrăbălare; Russian: порочность, безнравственность; Spanish: depravación