ἀνακάμπτω

From LSJ

Ἡδὺν δὲ βίον μύστῃσι πρόφαινε → Show forth to the initiates a sweet life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακάμπτω Medium diacritics: ἀνακάμπτω Low diacritics: ανακάμπτω Capitals: ΑΝΑΚΑΜΠΤΩ
Transliteration A: anakámptō Transliteration B: anakamptō Transliteration C: anakampto Beta Code: a)naka/mptw

English (LSJ)

A bend convexly, Arist.Mete.385b33 (Pass.); bend back, τῷ δ' οὐ πάλιν θυμὸς ἀνεκάμπτετ' B.16.82.
II make to return, Antiph.12.
2 mostly intr., bend back, return, ταύτῃ λῆγον ἀ. ἐς τὰ εἴρηται τὸ ὄρος Hdt.2.8; ἡ περιφορὰ ἐπ' ἀρχὴν ἀ. Arist.de An.407a30, cf. Pl.Phd. 72b; πάλιν ἀ. Arist.GC337a6, Men.Sam.341, etc.
b walk up and down, Str.3.4.16, Plu.2.796d, D.L.2.139.
c in Logic, of the terms of a proposition, to be converted, Arist.APo.72b36, de An.407a28.
d ἀνακάμπτων, name of a throw of the dice, Eub.57.

Spanish (DGE)

I intr. en v. med.
1 ser torcido, doblado hacia arriba τῆς γλώσσης ... ἀνακαμπτομένης Hp.Acut.(Sp.) 9, ὥστε δοκεῖν ἀνακεκάμφθαι τὸν σωλῆνα Hero Dioptr.196.14, cf. Thphr.HP 3.18.5 (text. dud.)
fig. doblegarse τῷ δ' οὐ πάλιν θυμὸς ἀνεκάμπτετο B.17.82.
2 ser convexo τὸ ἀνακαμπτόμενον καὶ τὸ κατακαμπτόμενον lo convexo y lo cóncavo Arist.Mete.385b33.
II intr. en v. act.
1 en gener. c. prep. y ac. volver, torcer en sent. local ταύτῃ μὲν λῆγον ἀνακάμπτει ἐς τὰ εἴρηται τὸ ὄρος en este lugar se interrumpe la cordillera, que tuerce en la dirección que se ha dicho Hdt.2.8, ἐκ τῆς Ῥώμης ... ἀνακαμψάντων εἰς τὴν Ἀχαΐαν Plb.33.3.1, ἀνακάμψατε, ἀπὸ πύλης ἐπὶ πύλην LXX Ex.32.27, cf. Si.40.11, μὴ ἀνακάμψαι πρὸς Ἡρῷδην Eu.Matt.2.12
tb. abs., Men.Sam.686
sin sent. local tan claro ἀπὸ τοῦ διώγματος τῶν ἱππέων ἀνακάμπτοντες volviendo de la persecución de la caballería Plb.15.14.7, de aquí, en sent. nocional διὰ τὸ ... ἐνεῖναι τὴν τοῦ ἴσου ἀναλογίαν ... ταύτην δὲ μόνην εἰς αὑτὴν ἀνακάμπτειν por estar presente la proporción de igualdad ... y ser esta proporción la única que vuelve a sí misma Arist.Pr.915a29 (= Archyt.A 23a), μὴ ἀνακάμπτοι πάλιν ἐπὶ τὸ ἕτερον (sc.γένεσις) Pl.Phd.72b, ἐπὶ τοῦτον (τὸν τοῦ παιδὸς βίον) ἀνακάμψαι πάλιν Arist.EE 1215b23, ἐπ' ἀρχήν Arist.de An.407a30, ἐπὶ τὰ δόγματα M.Ant.4.16
fig. de buenos deseos, saludos, etc. revertir πάντα τὰ ἐμὰ ἀνακάμψαι ... εἰς τὴν ... θυγατέρα BGU 869.6 (II a.C.), de la paz ἐφ' ὑμᾶς ἀνακάμψει retornara sobre vosotros, Eu.Luc.10.6
en lóg. convertirse en διὸ ἐκεῖνα μὲν οὐκ ἀνακάμπτει εἰς ἄλληλα Arist.Metaph.994a31.
2 de pers. abs. ir y venir para dar una vuelta o paseo περιπάτου χάριν Str.3.4.16, cf. Plu.2.796d, D.L.2.139.
3 en lóg. de los términos de una proposición realizarse, operar en círculo vicioso (ἀποδείξεις) οὐκ ἀνακάμπτουσί γε πάλιν ἐπ' ἀρχήν Arist.de An.407a28.
III tr. en v. act. hacer volverse Antiph.12.
IV part. ἀνακάμπτων cierta tirada de dados, Eub.57
ἀνακάμπτουσα descendente de una escala musical, Aristid.Quint.29.11, Mart.Cap.9.958.

German (Pape)

[Seite 191] zurück-, umbiegen, ἀνακάμψει Antiphan. bei B. A. 81, durch ὑποστρέψαι ποιήσει er Kl.; gew. intrans., Her. ὄρος 2, 8; auf der Rennbahn, um das Ziel herum biegen u. zurückfahren, dah. zurückkehren, wie intrans. gebraucht, πάλιν ἐπὶ τὸ ἕτερον, Plat. Phaed. 72 b; Sp. πρός τινα, Matth. 2, 12; auf-u. abgehen, Diog. L. 5, 2.

French (Bailly abrégé)

1 se recourber;
2 aller et venir, retourner sur ses pas.
Étymologie: ἀνά, κάμπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακάμπτω:
1 загибать, отгибать (τὸ ἀνακαμπτόμενον καὶ κατακαμπτόμενον Arst.);
2 поворачивать (ἔς τι Her., εἴς и πρός τι Arst.);
3 возвращаться (ἐπί τι Plat., Arst.; πρός τινα NT);
4 ходить взад и вперед, кружить (ἐν ταῖς στοαῖς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακάμπτω: κλίνω πρὸς τὰ ὀπίσω, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6· κατὰ παθ. φων. ΙΙ. κάμνω τινὰ νὰ ἐπανακάμψῃ, ἐπανέλθῃ, «ἀνακάμψει: ἀντὶ τοῦ ὑποστρέψαι ποιήσει» (Ἀντιαττικ. σ. 81. 10) Ἀντιφάν. ἐν «’Αδελφαῖς» 1. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀμετάβ., κλίνω πρὸς τὰ ὀπίσω, ὑποστρέφω, ἐπανέρχομαι, ταύτῃ μὲν λῆγον ἀνακ. ἐς τὰ εἴρηται τὸ οὖρος Ἡρόδ. 2. 8· ἡ περιφορὰ ἐπ’ ἀρχὴν ἀνακ. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 1. 3, 20 καὶ ἀλλ., πρβλ. Πλάτ. Φαίδων 72Β· πάλιν ἀνακ. Ἀριστ. Π. Γενέσ. κ. Φθορ. 2. 10, 12, κτλ. β) περιπατῶ ἄνω καὶ κάτω, Διογ. Λ. 2. 127, πρβλ. Πλούτ. 2. 796D. γ) ἐν τῇ λογικῇ ἐπὶ τῶν ὅρων προτάσεώς τινος, ἀντιστρέφω, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 3, 4, περὶ Ψυχ. ἔνθ’ ἀνωτ. δ) ἀνακάμπτων ἦτο τὸ ὄνομα μιᾶς τινος τῶν κύβων πτώσεως, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 2.

English (Strong)

from ἀνά and κάμπτω; to turn back: (re-)turn.

English (Thayer)

future ἀνακάμψω; 1st aorist ἀνέκαμψα; to bend back, turn back. In the N.T. (as often in secular authors; in the Sept. equivalent to שׁוּב) intransitive, to return: Isaiah, 'your salutation shall return to you, as if not spoken'); Hebrews 11:15.

Greek Monolingual

ἀνακάμπτω)
1. κάμπτω, λυγίζω, στρέφω κάτι προς τα επάνω ή προς τα πίσω
2. επιστρέφω, επανέρχομαι, ξαναγυρίζω (στα αρχ. και μέσ.)
νεοελλ.
παρακάμπτω
αρχ.
1. κάνω κάτι να επιστρέψει, να γυρίσει πίσω
2. περπατώ πάνω - κάτω
3. (στη Λογ.) αντιστρέφω τους όρους προτάσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κάμπτω.
ΠΑΡ. ανακαμπή, ανάκαμψη (-ις)
αρχ.
ἀνακαμπτήριον μσν.-νεοελλ. ανακαμπτικός].

Greek Monotonic

ἀνακάμπτω: μέλ. -ψω, κλίνω προς τα πίσω· κυρίως αμτβ., υποστρέφω, επανέρχομαι, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

to bend back: mostly intr. to bend one's steps back, return, Hdt.

Chinese

原文音譯:¢nak£mptw 安那-坎普拖
詞類次數:動詞(4)
原文字根:向上-彎曲
字義溯源:轉回,返回,彎回,回去,回,歸;由(ἀνά)*=上,回復)與(κάμπτω)*=屈)組成。這字既用作‘歸回’( 太2:12; 徒18:21; 來11:15),也用作‘歸到’( 路10:6)
出現次數:總共(4);太(1);路(1);徒(1);來(1)
譯字彙編
1) 回去(2) 太2:12; 來11:15;
2) 我要⋯回(1) 徒18:21;
3) 就要歸(1) 路10:6