ἐκστρέφω
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
A turn out of, βόθρου τ' ἐξέστρεψε [δένδρον] rooted up a tree from the trench it stood in, Il.17.58.
II turn inside out, τὰ βλέφαρα Ar.Pl.721: metaph., change or alter entirely, τοὺς τρόπους Id.Nu.88; τοὺς ἡμετέρους Ἱππέας ib.554:—Pass., ποσὶν ἐξεστραμμένοις πορευόμενοι with feet turned outwards, Arist.Phgn.813a14; to be distorted, Gal.7.27.
2 metaph. in pf. part. Pass., γενεὰ ἐξεστραμμένη perverse generation, LXX De.32.20.
3 transmute base metal, Zos. Alch.p.195B.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἐξστρ- SEG 30.380.6 (Tirinto VI a.C.)
1 sacar de su sitio, arrancar οἷον ... ἄνεμος ... βόθρου τ' ἐξέστρεψε igual que un vendaval arranca de su alcorque (un olivo) Il.17.58
•dislocar en v. pas. σώματα ῥᾳδίως ἐκστρέφεται Gal.7.27
•sacar de su sitio, hacer saltar, τὸ κλεῖθρον τῆς ... θύρας para forzar el cerrojo PHeid.423.7 (II a.C.).
2 dar la vuelta, volver del revés τὰ βλέφαρα Ar.Pl.721, τοῖς ποσὶν ἐξεστραμμένοις πορεύεσθαι andar con los pies torcidos Arist.Phgn.813a14
•fig. ἔκστρεψον ... τοὺς ... τρόπους dale la vuelta a tus costumbres Ar.Nu.88, de un plagio ἐκστρέψας τοὺς ἡμετέρους Ἱππέας ... κακῶς tras haberle dado la vuelta a mis «Caballeros» de mala manera Ar.Nu.554.
3 de abstr. cambiar ἐξεστρέψατε εἰς θυμὸν κρίμα cambiásteis el juicio en violencia LXX Am.6.12
•en sent. peyor. desviar, pervertir ἐκστρέφοντες τοὺς δούλους τοῦ θεοῦ con herejías, Herm.Sim.8.6.5
•en perf. med.-pas. estar pervertido γενεὰ ἐξεστραμμένη ἐστίν LXX De.32.20, cf. Ep.Tit.3.11.
4 alquim. transmutar ref. al estado de un metal τὰ πάντα ... ἐκστρέφει τὴν φύσιν todas las cosas transmutan su naturaleza Zos.Alch.Comm.Gen.10.97, cf. 133, abs., op. στρέφω ‘convertir’, Zos.Alch.195.18.
German (Pape)
[Seite 779] herausdrehen, -kehren; Ar. Plut. 721; δένδρον βόθρου, einen Baum aus der Grube, in die er gepflanzt ist, reißen, Il. 17, 58; übertr., τρόπους Ar. Nubb. 88, nach Schol. μετέβαλε, umkehren, wie ein Kleid, also gänzlich ändern; τοὺς ἱππέας 554, verdrehen, verderben.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐξέστρεψα;
1 enlever en faisant tourner ; δένδρον βόθρου IL déraciner un arbre ; détruire, faire périr;
2 retourner;
NT: pervertir ; corrompre.
Étymologie: ἐκ, στρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκστρέφω:
1 выворачивать, выдергивать (δένδρον βόθρου Hom.);
2 выворачивать наружу (τὰ βλέφαρα Arph.): τοῖς ποσὶν ἐξεστραμμένοις πορεύεσθαι Arst. ходить, выворачивая ноги в стороны;
3 перен. выворачивать наизнанку, совершенно изменять, извращать (τοὺς τρόπους Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκστρέφω: μέλλ. -ψω, στρέφω ἔξω, βόθρου τ᾿ ἐξέστρεψε δένδρον, ἐξερρίζωσε δένδρον ἐκ τοῦ βόθρου ἔνθα ἦν ἐρριζωμένον, Ἰλ. Ρ. 58. ΙΙ. στρέφω τὸ ἐντὸς ἔξω, γυρίζω «ξανάστροφα», τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Πλ. 721 μεταφ., μεταβάλλω ἐντελῶς, τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Νεφ. 88· τοὺς Ἱππέας αὐτόθι 554: - Παθ., ποσὶν ἐξεστραμμένοις Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 14.
English (Autenrieth)
aor. ἐξέστρεψε: twist or wrench out of; ἔρνος βόθρου, Il. 17.58†.
English (Strong)
from ἐκ and στρέφω; to pervert (figuratively): subvert.
English (Thayer)
(ἐκσῴζω) 1st aorist ἐξεσωσα; to save from, either to keep or to rescue from danger (from Aeschylus and Herodotus down): εἰς αἰγιαλόν ἐκσωσαι τό πλοῖον, to bring the ship safe to shore, WH text; others ἐξῶσαι, see ἐξωθέω, and εἰ I:7c.]
Greek Monolingual
(AM ἐκστρέφω)
1. στρέφω προς τα έξω, ανασπώ, ξεριζώνω («ἄνεμος βόθρου τ' ἐξέστρεψε (δένδρον)» — ο άνεμος ξερίζωσε το δέντρο από τον λάκκο του, Ιλ. Ρ.)
2. στρέφω το μέσα έξω, γυρίζω ανάποδα, αναποδογυρίζω
3. μτφ. μεταστρέφω, αλλάζω εντελώς («ἔκστρεψον... τοὺς σαυτοῦ τρόπους», Αριστοφ.)
4. μεταβάλλω τα ευγενή μέταλλα σε χρυσάφι
5. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐξεστραμμένος
διεστραμμένος, διεφθαρμένος.
Greek Monotonic
ἐκστρέφω: μέλ. -ψω,
I. στρέφω προς τα έξω, ξεριζώνω από ένα μέρος, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
II. στρέφω τα εντός έξω, σε Αριστοφ.· μεταφ., μεταβάλλω εντελώς, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to turn out of, root up from a place, c. gen., Il.
II. to turn inside out, Ar.: metaph. to alter entirely, Ar.
Chinese
原文音譯:™kstršfw 誒克-士特雷賀
詞類次數:動詞(1)
原文字根:出去-轉
字義溯源:誤入歧途,背道,引入邪路,變成更壞;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出去)與(στρέφω)=扭轉)組成;其中 (στρέφω)出自(τροπή)=轉動),而 (τροπή)又出自(τρέμω)X*=轉)
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編:
1) 已經背道(1) 多3:11
Translations
dislocate
Bulgarian: изкълчвам; Catalan: dislocar, luxar, desconjuntar, desencaixar; Chinese Mandarin: 脫臼/脱臼; Czech: vykloubit; Dutch: ontwrichten; French: disloquer, luxer, déboîter; Galician: dislocar; German: auskugeln, ausrenken, verrenken, dislozieren; Greek: εξαρθρώνω; Ancient Greek: ἀπεξαρθρέω, ἀποστρέφω, διαρθρέω, ἐκβάλλω, ἐκγομφόω, ἐκκλίνω, ἐκκοκκίζω, ἐκμοχλεύω, ἐκστρέφω, ἐξαρθρέω, ἐξαρθρόω, ἐξαρθρῶ, παραρθρέω, στρέφω; Hungarian: kificamít; Italian: slogare, lussare; Japanese: 脫臼する; Kazakh: буынын шығару, мерт қылу, мертіктіру; Latin: luxo; Polish: zwichnąć; Portuguese: deslocar; Romanian: disloca; Russian: вывихивать, вывихнуть; Slovene: izpahniti; Spanish: dislocar; Tagalog: malinsad