ὑπογραμμός
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
ὁ,
A writing-copy, pattern, model, outline, LXX 2 Ma. 2.28, 1 Ep.Pet.2.21; ὑ. παιδικοί copy-heads for children, containing all the letters of the alphabet, of which three forms have been preserved by Clem.Al.Strom.5.8.49,48—μάρπτε σφὶγξ κλὼψ ζβυχθηδόν, βέδυ ζὰψ χθὼμ πλῆκτρον σφίγξ, and κναξζβὶ χθύπτης φλεγμὼ δρόψ, which last was wrongly ascribed to Thespis (Fr.4).
II outline, σκιὰ καὶ ὑ. Ph.Fr.7 H.; πρὸς ἣν ἕκαστος ἔχει παρασκευὴν τὸν τακτικὸν δεῖ ὑπογραμμὸν τιθέναι τοῦ πλήθους Ael.Tact.8.1.
German (Pape)
[Seite 1213] ὁ, Vorschrift, Muster, Vorbild, N.T. u. a. Sp.; – παιδικοὶ ὑπογραμμοί, Vorschriften für die Kinder, in denen sämmtliche Buchstaben des Alphabets in Wörter zusammengestellt waren; Clem. Al. hat drei solcher Formeln aufbewahrt, μάρπτε σφὶγξ κλὼψ ζβυχθηδόν, – βέδυ ζὰμψ χθὼ πλῆκτρον σφίγξ, und κναξζβὶ χθύπτης φλεγμὼ δρόψ, deren letzte dem Thespis zugeschrieben wurde, vgl. Bentl. opusc. philol. p. 492.
Russian (Dvoretsky)
ὑπογραμμός: ὁ образец, пример (ὑπογραμμὸν ὑπολιμπάνειν τινί, ἵνα … NT).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπογραμμός: ὁ, δεῖγμα πρὸς γραφήν, ὑπόδειγμα, τύπος, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Β΄ 28), Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 21˙ ὑπ. παιδικοί, «καλλιγραφίαι», ὑποδείγματα διὰ παιδία, περιέχοντα πάντα τὰ γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου, ὧν τρεῖς τύπους διέσωσεν ἡμῖν Κλήμης ὁ Ἀλεξ. 675, - μάρπτε σφὶγξ κλὼψ ζβυχθηδόν, βέδυ ζὰμψ χθὼ πλῆκτρον σφίγξ, καὶ κναξζβὶ χθύπτης φλεγμὼ δρόψ, ἀλλ’ ὁ τελευταῖος τύπος πλημμελῶς ἀπεδίδοτο εἰς τὸν Θέσπιν, ὡς ἀποδεικνύει ὁ Bentl. ἐν Φαλ. σ. 263 καὶ ἑξῆς (ἔκδ. W. Wagner 1883). ΙΙ. βαφὴ τοῦ ὑπὸ τὰ βλέφαρα μέρους, Νικήτ. Χρον. 37C.
English (Strong)
from a compound of ὑπό and γράφω; an underwriting, i.e. copy for imitation (figuratively): example.
English (Thayer)
ὑπογραμμου, ὁ (ὑπογράφω), properly,
1. a writing-copy, including all the letters of the alphabet, given to beginners as an aid in learning to draw them: Clement of Alexandria, strom. 5,8, 50. Hence,
2. an example set before one: Clement of Rome, 1 Corinthians 16,17 [ET]; 33,8 [ET]; (Philo, fragment vol. ii., 667 Mang. (vi. 229 Richter)), and often in ecclesiastical writings; ὁ Παῦλος ὑπομονῆς γενόμενος μέγιστος ὑπογραμμός, Clement of Rome, 1 Corinthians 5,7 [ET] (where see Lightfoot)).
Greek Monolingual
ο / ὑπογραμμός, ΝΜΑ υπογράφω
1. δείγμα για γραφή, υπόδειγμα
2. παράδειγμα, πρότυπο
νεοελλ.
φρ. «τύπος και υπογραμμός»
(για πρόσ.) πρότυπο για μίμηση
μσν.-αρχ.
διδαχή, μάθημα («ὑπογραμμὸν ἡμῖν καὶ διὰ τούτων δίδωσιν ὁ σωτήρ, μὴ φρονεῖν ἐφ' ἑαυτοῖς δεομένοις τῆς παρὰ θεοῦ βοηθείας», Ωριγ.)
μσν.
βαφή για το δέρμα του γυναικείου προσώπου κάτω από τα βλέφαρα
αρχ.
1. περίγραμμα, σχέδιο
2. φρ. «ὑπογραμμοὶ παιδικοί» — σχολικά υποδείγματα καλλιγραφίας που περιείχαν σε σειρά λέξεων όλα τα γράμματα του αλφαβήτου (Κλήμ. Αλ.).
Chinese
原文音譯:ØpogrammÒj 虛坡-格藍摩士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在下-寫(著)
字義溯源:寫字摹本,樣本,複本,模型,輪廓,模範,榜樣;由(ὑπό)*=在下,被)與(γράφω / καταγράφω)*=銘記)組成。參讀 (δεῖγμα)同義字
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 榜樣(1) 彼前2:21
French (New Testament)
οῦ (ὁ) 1 modèle, formule
2 modèle d'écriture
ὑπογράφω