μετακαλέω
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
A recall, Th.8.11: esp. metaph., τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς ὀργῆς ἐπὶ… Aeschin.2.159, cf. Plb.30.2.4, Paul.Aeg.3.71:—Med., τινὰς ἀπὸ τῆς ἀποστάσεως D.S.16.10.
2 simply, summon, Philostr.VA1.15; ἐς κοινωνίαν μετακληθῆναι Id.Her.2.14; ψυχαῖς ταῖς εἰς χωρία θεῶν καὶ τοὺς ἐγγὺς ἄστρων τόπους καὶ ἱεροὺς δαίμονας μετακεκλημέναις Herm. ap.Stob.1.49.44; call in a midwife, doctor, Sor.1.4, Gal.10.4; ὁ ἰατρὸς μετακληθείς being called in, Luc.Peregr.44:—Med., summon, πανταχόθεν E.Ep.4.4, cf. Act.Ap.7.14, POxy.33vii 2 (ii A.D.); invoke, τὴν σελήνην v.l. in Sch.Theoc.2.10.
II call or name differently, Arch.Pap.3.419 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 147] (s. καλέω), ab-, anderswohin rufen, ὁπόθεν δεῦρο μετεκλήθην, Plat. Ax. g. E.; zurückrufen, Thuc. 8, 11 u. A.; τινὰ ἀπό τινος, ihn abwendig machen von Einem, Pol. 14, 1, 3; τινὰ ἀπὸ τῆς ἀποστάσεως, D. Sic. 16, 10, abbringen davon.
French (Bailly abrégé)
μετακαλῶ :
1 rappeler, faire revenir;
2 p. ext. mander en gén.
Étymologie: μετά, καλέω.
Russian (Dvoretsky)
μετακᾰλέω: тж. med.
1 призывать, вызывать (ὁ ἰατρὸς μετακληθείς Luc.; ἐπάνειμι ἐς Κυνόσαργες, ὁπόθεν δεῦρο μετεκλήθην Plat.);
2 отзывать обратно, возвращать (τὰς ναῦς προανηγμένας Thuc.; τινὰ ἀπό τινος Polyb.; τινὰ ἀπὸ τῆς ἀποστάσεως Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
μετακᾰλέω: μέλλ. -έσω, καλῶ ἀπὸ ἑνὸς εἰς ἄλλο μέρος, μετακαλεῖ τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς ὀργῆς ὁ κίνδυνος ἐπὶ τοὺς ὑπὲρ τῆς σωτηρίας λόγους Αἰσχίν. 49. 30, πρβλ Πολύβ. 30. 2, 4· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Διόδ. 16. 10· καλῶ ὀπίσω, ἀνακαλῶ, Θουκ. 8. 11. ΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προσκαλῶ, τινα Εὐρ. Ἐπιστ. 4· Παθ., ὁ ἰατρός μετακληθείς, προσκληθείς, Λουκ. π. Περεγρίνου Τελευτ. 44. ΙΙΙ. καλῶ ἢ ὀνομάζω διαφόρως, μὲ ἄλλο ὄνομα, Τζετζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 40, 23.
English (Strong)
from μετά and καλέω; to call elsewhere, i.e. summon: call (for, hither).
English (Thayer)
μετακάλω: middle, 1st aorist μετεκαλεσαμην; 1future μετακαλέσομαί; to call from one place to another, to summon (Plato, Ax. at the end); middle to call to oneself, to send for: τινα, Acts 24:25.
Greek Monotonic
μετακᾰλέω: μέλ. -έσω,
I. ζητώ σε κάποιον να μεταβεί από ένα μέρος σε άλλο, σε Αισχίν.· ανακαλώ, ζητώ να έλθει πίσω κάποιος, σε Θουκ.
II. στον Μέσ., καλώ έναν γιατρό να έλθει, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. έσω
I. to call away to another place, Aeschin.: to call back, recall, Thuc.
II. in Mid. to call in a physician, Luc.
Chinese
原文音譯:metakalšw 姆他-卡累哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:同著-召 相當於: (קָרָא)
字義溯源:在別處召,呼召,叫來,延請,請來,請去別處;由(μετά)*=同)與(καλέω)=召)組成;其中 (καλέω)出自(κελεύω)=激勵,邀請),而 (κελεύω)出自(κελεύω)X*=力言)。參讀 (ἐπικαλέω)同義字
出現次數:總共(4);徒(4)
譯字彙編:
1) 請⋯來(3) 徒7:14; 徒10:32; 徒20:17;
2) 我要叫⋯來(1) 徒24:25