προσεπιβάλλω
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
A throw upon besides, τῆς γῆς throw some more earth upon, Plb.9.38.2, cf. Gal.11.489.
II impose further burdens, πλείω π. οἷς ἂν ἐξ ἀρχῆς διανοηθῶσιν Isoc.6.39.
III f.l. for προσπεριβάλλω, J.AJ5.1.20.
German (Pape)
[Seite 760] (s. βάλλω), noch dazu daraufwerfen, legen; τῆς γῆς, von der Erde, Pol. 9, 38, 2; hinzufügen, Plut. de amic. mult. cap. 6; Luc. Piscat. 1; Isocr. 6, 39 bei Bekker, noch dazu auferlegen.
French (Bailly abrégé)
jeter en outre sur, càd ajouter à, τινι.
Étymologie: πρός, ἐπιβάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-επιβάλλω bovendien gooien.
Russian (Dvoretsky)
προσεπιβάλλω: (Isocr. тж. πλείω π.)
1 подбрасывать, добавлять (τινί Isocr.; τῆς γῆς Polyb.);
2 присоединять (ζηλοτυπίαν Plut.).
Greek Monolingual
Α ἐπιβάλλω
1. ρίχνω, πετώ, θέτω κάτι άλλο επί πλέον επάνω σε κάτι («προσεπιβαλόντας τῆς γῆς κελεύειν ἀπαγγεῖλαι τῷ Ξέρξη», Πολ.)
2. επιβάλλω επιπροσθέτως
3. προσθέτω, επιβαρύνω επί πλέον.
Greek Monotonic
προσεπιβάλλω: προσθέτω επιπλέον και περισσότερο, σε Ισοκρ.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπιβάλλω: ἐπιρρίπτω προσέτι, προσθέτω ἔτι μᾶλλον, πρ. [τι] πρός τινι, = ἐπιβάλλειν τινί [τι] Ἰσοκρ. 123D· πρ. τῆς γῆς, ἐπιρρίπτω ὀλίγον χῶμα ἀκόμη, Πολύβ. 9. 38, 2. ― Παθητ., Ἱππ. 779Ε.