ἐξορμίζω
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
A bring out of harbour, τὴν ναῦν ἐξορμίσαι ἐκ τοῦ λιμένος D.33.9:—Pass., put out to sea, Sophr.52, Ph.1.670.
2 let down, ἐς πόντον E.Hel.1247: pf. Pass. in med. sense, ἐξώρμισαι σὸν πόσα thou hast come forth, Id.Ph.846.
German (Pape)
[Seite 888] das Schiff aus dem Hafen od. der Rhede auf die hohe See bringen, flott machen, ναῦν ἐκ τοῦ λιμένος Dem. 33, 9; vgl. Eur. Hel. 1247; übertr., πόδα, herausbewegen, Phoen. 846. – Pass. herausschiffen, -fahren, Sp.
French (Bailly abrégé)
conduire un vaisseau hors du port, le mener au large.
Étymologie: ἐξ, ὁρμίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξορμίζω:
1 выводить (из гавани) (τὴν ναῦν ἐκ τοῦ λιμένος Dem.);
2 бросать, кидать (εἰς πόντον τι Eur.);
3 med. выставлять вперед: πέλας τινὶ ἐξορμίσαι πόδα Eur. приблизиться к кому-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορμίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ἐπὶ νεώς, ἐξάγω αὐτὴν ἔξω τοῦ ὅρμου, τὴν ναῦν ἐξορμίσαι ἐκ τοῦ λιμένος Δημ. 895. 8. - Παθ., μεταφ., φέρομαι ἔξω τοῦ ὅρμου, ἀνάγομαι, ἐνθάδε ὤν κἠγὼ παρ’ ὔμε τοὺς ὁμότριχας ἐξορμίζομαι πλόον δοκάζων Σώφρων παρὰ Δημητρ. Φαληρεῖ 151. 2) καταβιβάζω, ἐς πόντον ὅσα χρὴ νέκυσιν ἐξορμίζομεν Εὐρ. Ἑλ. 1247: Παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., θάρσει· πέλας γάρ, Τειρεσία, φίλοισι σοῖς ἐξόρμισαι σὸν πόδα, ἔχε θάρρος, Τειρεσία, πλησίον φίλων ἔχεις προσορμίσῃ τὸν πὸδα σου, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 846.
Greek Monolingual
(AM ἐξορμίζω)
(για πλοίο)
1. οδηγώ από τον όρμο ή το λιμάνι στα ανοιχτά
2. μεσ. αποπλέω
αρχ.
1. ρίχνω στη θάλασσα («ἐς πόντον ὅσα χρὴ νέκυσιν ἐξορμίζομεν» — ρίχνουμε στη θάλασσα όσα πρέπουν στους νεκρούς, Ευρ.)
2. παθ. (για μέλος του σώματος) εξαρθρώνομαι
3. φρ. «ἐξορμίζομαι πόδα» — φτάνω, βρίσκομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορμίζω «οδηγώ πλοίο στο λιμάνι, οδηγώ προς την ξηρά»].
Greek Monotonic
ἐξορμίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
1. βγάζω έξω από το λιμάνι, σε Δημ.
2. κατεβάζω, σε Ευρ.· Παθ. παρακ. με Μέσ. σημασία, ἐξώρμισαι σὸν πόδα, έχεις οδηγηθεί, προσέλθει, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
1. to bring out of harbour, Dem.
2. to let down, Eur.: perf. pass. in mid. sense, ἐξώρμισαι σὸν πόδα thou hast come forth, Eur.