ἰδιωτεύω
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
English (LSJ)
A occupy a private station, opp. δημοσιεύω, Pl.Ap.32a, R.579c; opp. ἄρχω, X. Hier.8.5; opp. τυραννεύω, Isoc.2.4; opp. πολιτεύεσθαι, Aeschin.1.195; of a country, to be of no consideration, X.Cyr.8.7.7.
II practise privately, of a physician, opp. ὁ δημοσιεύων, Pl.Plt. 259a, cf. Grg.514esq.
III c. gen. rei, τῆς ἀρετῆς ἰ. to be unpractised, be unskilled in.., Id.Prt.327a.
IV in Lit. Crit., to be vulgar, of expressions, Longin.31.2.
German (Pape)
[Seite 1237] ein ἰδιώτης sein; als Privatmann, ohne ein Amt u. öffentliche Wirksamkeit im Staate leben, Gegensatz τυραννεύω, Isocr. 2, 4, ἄρχειν, Xen. Hier. 8, 5, προτετιμῆσθαι, Cyr. 8, 7, 7, δημοσιεύειν, Plat. Apol. 32 a; Folgde. – Nicht öffentlich, sondern privatim eine Kunst treiben, ausüben, vom Arzt, im Gegensatz des δημοσιεύω, Plat. Polit. 259 a Gorg. 514 e. – Unerfahren sein in Etwas, so daß man es nicht öffentlich treiben kann, τῆς ἀρετῆς, εἰ μέλλει πόλις εἶναι, οὐδένα δεῖ ἰδιωτεύειν Plat. Prot. 326 e.
French (Bailly abrégé)
vivre ou agir comme un simple particulier, mener une vie privée ; fig. en parl. d'un pays être insignifiant.
Étymologie: ἰδιώτης.
Russian (Dvoretsky)
ἰδιωτεύω:
1 (тж. ἰ. τὸν βίον Arst.) жить частным человеком, не участвовать в общественных делах (ἰ., ἀλλὰ μὴ δημοσιεύειν Plat.; μὴ μόνον ἄρχοντες, ἀλλὰ καὶ ἰδιωτεύοντες Arst.; ἀργῶν ταῖς πράξεσι καὶ ἰδιωτεύων Plut.): μὴ ἰδιωτεύων, ἀλλ᾽ ἀγωνιζόμενος διάγειν τὸν βίον Plat. жить не частным гражданином, а вести жизнь полную борьбы;
2 быть бесславным, не иметь значения: τὴν πατρίδα, πρόσθεν ἰδιωτεύουσαν ἐν τῇ Ἀσίᾳ, νῦν προτετιμημένην καταλείπω Xen. (слова умирающего Кира Старшего) родину, которая прежде в Азии была лишена всякого значения, я оставляю окруженной почетом;
3 заниматься частным делом: ἰδιωτεύων ἰατρός Plat. врач, занимающийся частной практикой;
4 быть чуждым (чему-л.), не иметь опыта (в чем-л.): τῆς ἀρετῆς οὐδένα δεῖ ἰ. Plat. в области добродетели никто не вправе быть несведущим.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιωτεύω: εἶμαι ἰδιώτης, δηλ. ζῶ κατ’ ἰδίαν, μὴ ἀναμιγνυόμενος εἰς τὰ δημόσια ἢ μὴ ἔχων δημοσίαν ἢ πολιτικὴν ἀρχήν, Πλάτ. Ἀπολ. 32Α, Πολ. 579C· ἀντίθετον τῷ ἄρχῳ, Ξεν. Ἱέρ. 8. 5· ἀντίθετον τῷ τυραννεύω, Ἰσοκρ. 15D, πρβλ. Αἰσχίν. 27. 32: - ἐπὶ χώρας, εἶμαι ἀνάξια λόγου, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 7. ΙΙ ἐξασκῶ τὸ ἐπάγγελμά μου ἰδιαιτέρως, ἐπὶ ἰατροῦ, ἀντίθετον τῷ δημοσιεύω, Πλάτ. Πολιτικ. 259Α, πρβλ. Γοργ. 514Ε κἑξ. ΙΙΙ. μετὰ γεν. πράγματος, τῆς ἀρετῆς ἰδιωτεύω, εἶμαι ἄπειρος αὐτῆς, δὲν εἶμαι ἐξησκημένος εἰς αὐτήν, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 327Α.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰδιωτεύω) ιδιώτης
είμαι ιδιώτης, δεν αναμιγνύομαι στα δημόσια πράγματα («ούδὲ γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.)
μσν.
εμποδίζω κάποιον να αναμιχθεί στη δημόσια ζωή, καθιστώ κάποιον ιδιώτη
αρχ.
1. (για χώρα) είμαι ανάξιος λόγου, είμαι ασήμαντος
2. (για γιατρό) ασκώ ιδιωτικά το επάγγελμά μου ως ελεύθερος επαγγελματίας («τῶν δημοσιευόντων ἰατρῶν ἰκανὸς ξυμβουλεύειν ἰδιωτεύων αὐτός», Πλάτ.)
3. είμαι άπειρος
4. (για έκφραση και ύφος) είμαι κοινός, συνηθισμένος.
Greek Monotonic
ἰδιωτεύω: μέλ. -σω,
I. είμαι ιδιώτης, δηλ. ζω μακριά από τη δημόσια ζωή, σε Πλάτ., Ξεν.· λέγεται για χώρα, ανάξια λόγου, σε Ξεν.
II. εξασκώ σαν ιδιώτης το επάγγελμά μου, λέγεται για γιατρό, σε Πλάτ.
III. με γεν. πράγμ., είμαι άπειρος σε κάτι, τῆςἀρετῆς ἰδιωτεύω, στον ίδ.
Middle Liddell
ἰδιωτεύω, fut. -σω
I. to be a private person, i. e. to live in retirement, Plat., Xen.:—of a country, to be of no consideration, Xen.
II. to practise privately, of a physician, Plat.
III. c. gen. rei, to be unpractised in a thing, Plat. [from ἰδιώτης