ὑποσημαίνω

English (LSJ)

A throw out hints of, intimate, τι Th.1.82; χρεῶν ἀποκοπάς Pl.R. 566a; χελιδὼν ὑ. τι Ael.NA1.52, cf. Plu.Per.11: abs., indicate, καθάπερ τοὔνομα αὐτὸ ὑ. Arist.EN1122a23, cf. 1112a16.
2 in military sense, σάλπιγγι ὑ. make signal by sound of trumpet, τῇ σάλπιγγι σιωπὴ ὑπεσημάνθη Th.6.32; also ὑπεσήμηνεν ἡ σάλπιγξ ἀνακλητικόν Plu.Comp.Pel.Marc.3: abs., ἡ σάλπιγξ ὑ. D.C.49.9, cf. Polyaen.1.35.1.
3 intr., to be just visible, of the whites of the eyes, Archig. ap. Orib.46.26.4.
II sign, ἐπιστολῇ PSI5.471.3 (v/vi A. D.); πιττάκιον PKlein.Form.1033 (vi A. D.).
III Med., observe, τὠυτὸ σχῆμα ἔχοντα Hp.Morb.3.16.

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. ὑπεσημάνθην;
1 faire comprendre par un signal convenu ; donner un signal : τὸ ἀνακλητικόν PLUT donner le signal de la retraite, sonner le rappel;
2 faire comprendre, donner à entendre, indiquer, prescrire, acc..
Étymologie: ὑπό, σημαίνω.

German (Pape)

darunter ein Zeichen machen, unterzeichnen, – dabei ein Zeichen geben, τῇ σάλπιγγι σιωπὴ ὑπεσημάνθη Thuc. 6.32; πολεμικόν, Mel. 4.21; bes. Beifall klatschen, Sp.; – versteckt ein Zeichen geben, andeuten, zu verstehen geben, Plat. Rep. VIII.566a; Plut. Pericl. 11.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσημαίνω:
1 попутно указывать, давать понять (τι Thuc., Plat.);
2 обозначать (διαφοράν τινος Plut.);
3 давать сигнал: ὑ. ἀνακλητικόν Plut. трубить отступление; τῇ σάλπιγγι σιωπὴ ὑπεσημάνθη Thuc. трубой был подан сигнал к молчанию.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσημαίνω: ὑποδηλῶ, ὑπεμφαίνω, ὑποδεικνύω, τι Θουκ. 1. 82· χρεῶν ἀποκοπὰς Πλάτ. Πολ. 566Α· χελιδὼν ὑπ. τι Αἰλ. περὶ Ζῴων 1. 52, πρβλ. Πλουτ. Περικλ. 11· ἀπολ., καθάπερ καὶ τοὔνομα ὑπ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 2, 17, πρβλ. 4. 2. 1. 2) ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, τῇ σάλπιγγι σιωπὴ ὑπεσημάνθη, ἐδόθη σημεῖον σιωπῆς διὰ τῆς σάλπιγγος, Θουκ. 6. 32· ὡσαύτως, ὡς ὑπεσήμηνεν ἡ σάλπιγξ ἀνακλητικὸν Πλουτ. Πελοπ. κ. Μαρκέλλ. Σύγκρ. 3· ἀπολ., τό γε σημεῖον ἤρθη καὶ ἡ σάλπιγξ ὑπεσήμηνεν Δίων Κάσσ. 49. 9· μετ’ ἀπαρ., ὅταν ὑποσημήνῃ θεῖν ἐπὶ τοὺς πολεμίους Πολύαινος 1. 35, 1. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὑποσημειοῦμαι, ὑπογράφω, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 5. 19· - οὕτως ὑποσήμανσις, Γ. Παχυμ. ἐν Βίῳ Μιχ. Παλαιολ. σ. 265Α· - ὑποσημάντωρ, Θεόδ. Προδρ. ἐν Notitt. Mss τ. 6, σ. 562.

Greek Monolingual

ὑποσημαίνω ΝΜΑ σημαίνω
δηλώνω κάτι έμμεσα, υποδηλώνω
νεοελλ.
1. ναυτ. επαναλαμβάνω σήμα που δόθηκε από κάποιο πλοίο για να το μεταδώσω σε άλλο ή για να δείξω ότι το είδα και το κατανόησα
2. κάνω κρυφά σήμα
μσν.-αρχ.
μέσ. ὑποσημαίνομαι
υπογράφω
αρχ.
1. στρ. δίνω σημείο, κάνω σήμα («ὡς ὑπεσήμηνεν ἡ σάλπιγξ ἀνακλητικόν», Πλούτ.)
2. (αμτβ.) είμαι μόλις ορατός.

Greek Monotonic

ὑποσημαίνω: μέλ. -ᾰνῶ,
1. περνώ κρυφά μηνύματα, υποδεικνύω, υποδηλώνω, κάνω νύξη ή υπαινίσσομαι, υπονοώ, σε Θουκ.
2. με στρατιωτική σημασία, σάλπιγγι ὑποσημαίνω, δίνω σήμα, σύνθημα, σινιάλο μέσω του ήχου της σάλπιγγας, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
1. to give secret signs of, to indicate or intimate, Thuc.
2. in military sense, σάλπιγγι ὑπ. to make signal by sound of trumpet, Thuc.

Lexicon Thucydideum

significare, to indicate, signify, 1.82.3,
PASS. 6.32.1.