διοικώ
From LSJ
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
Greek Monolingual
(AM διοικῶ, -έω) οικώ
1. ρυθμίζω, διευθετώ, διαχειρίζομαι
2. επαρκώ, φτάνω
αρχ.-μσν.
είμαι επίτροπος
μσν.
1. μέσ. κυβερνιέμαι, κανονίζω τη ζωή μου, περνώ τον καιρό μου
2. (για φατρίες του Ιπποδρόμου) ενεργώ ως διευθυντής, ως υπεύθυνος
αρχ.
1. διατηρώ, συντηρώ οίκο, σπίτι
2. ρυθμίζω ως αντιπρόσωπος
3. μέσ. κυβερνώ σύμφωνα με τη θέληση και τις επιθυμίες μου
4. προνοώ, προμηθεύω, εξοικονομώ
5. (για κόρη) τακτοποιώ, αποκαθιστώ
6. εκμισθώνω αγρό, καλλιεργώ
7. (για τροφή) χωνεύω
8. κατατάσσω την ύλη του λόγου
9. κατοικώ χωριστά
10. τρέφω, συντηρώ
11. καταγράφω σε λογιστικά βιβλία
12. φρ. «διοικῶ πρός τινα» — έρχομαι σε συνεννόηση, σε συμφωνία με κάποιον.