εὐοδόω
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English (LSJ)
A help on the way, c. dat. pers., σφῷν δ' εὐοδοίη Ζεύς S.OC1435 (nisi leg. σφώ): c. acc. pers., LXX Ge.24.27, PSI4.299.14: abs., τὸ εὐοδοῦν Thphr. CP5.6.7.
2 Pass., have a prosperous journey, LXX Da.8.11, al., Ep.Rom.1.10; of things, prosper, be successful, ὡς Κλεομένεϊ εὐωδώθη τὸ πρῆγμα v.l. in Hdt.6.73; θησαυρίζων ὅ τι ἂν εὐοδῶται, = εὐπορῇ, 1 Ep.Cor.16.2, cf. Act.Ap.11.29.
German (Pape)
[Seite 1084] auf einen guten Weg führen, glücklich geleiten, Soph. O. C. 1437; Theophr. u. Sp. – Pass. guten Fortgang haben, ὡς Κλεομένεϊ εὐοδώθη τὸ πρῆγμα Her. 6, 73. – Im N.T. = glücklich sein, c. inf. Vgl. εὐοδέω.
French (Bailly abrégé)
εὐοδῶ :
ao. εὐώδωσα;
accorder un heureux voyage, conduire heureusement ; Pass., en parl. d'événements avoir une heureuse issue.
Étymologie: εὔοδος.
Russian (Dvoretsky)
εὐοδόω:
1 вести хорошим путем: σφῷν εὐοδοίη (v.l. к εὖ διδοίη) Ζεύς Soph. пусть ведет вас Зевс дорогой счастья;
2 pass. иметь хороший исход, удаваться: ὡς τῷ Κλεομένεϊ εὐωδώθη τὸ πρῆγμα Her. когда Клеомену удался (его) замысел;
3 pass. благоденствовать, преуспевать (εὐ. καὶ ὑγιαίνειν NT): ὅ τι ἐὰν εὐοδῶται NT насколько позволяют средства.
Greek (Liddell-Scott)
εὐοδόω: καθιστῶ τὴν πορείαν τινὸς καλήν, εὔποτμον, μετὰ δοτ. προσ., σφῷν δ’ εὐοδοίη (εὖ διδοίη Burges) Ζεύς, «νὰ σᾶς δώσῃ καλὸν κατευόδιον», Σοφ. Ο. Κ. 1435· ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. μετ’ αἰτ., Ἑβδ., κτλ., ὁ δὲ Ἕρμαννος διορθοῖ, σφὼ ἐν τῷ μνημονευθέντι χωρίῳ τοῦ Σοφ.: ἀπολ., τὸ εὐοδοῦν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 7. 2) Παθ., κάμνω εύτυχές, αἴσιον ταξείδιον, εἰ εὐοδοθήσωμαι Ἐπιστ. π. Ρωμ. α΄, 10· ἐπὶ πραγμάτων, ἐπιτυγχάνω, «πηγαίνω καλά», ὡς Κλεομένεϊ εὐωδώθη τὸ πρᾶγμα Ἡρόδ. 6. 73· θησαυρίζω ὅ τι ἂν εὐοδῶται = εὐπορῇ Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ιϛ΄ 2, πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ια΄, 29. ΙΙ. ἀμεταβ., = τῷ Παθ., Φίλων 1. 514.
English (Strong)
from a compound of εὖ and ὁδός; to help on the road, i.e. (passively) succeed in reaching; figuratively, to succeed in business affairs: (have a) prosper(-ous journey).
English (Thayer)
(εὐπάρεδρος) εὐπάρεδρον (εὖ, and πάρεδρος (sitting beside)), sitting constantly by; assiduous: πρός τό εὐπάρεδρον τῷ κυρίῳ, that ye may be constantly devoted to the Lord and his cause, εὐπρόσεδρον, which does not differ in sense (A. V. attend upon). (Hesychius εὐπάρεδρον καλῶς παραμενον.)
Greek Monotonic
εὐοδόω: μέλ. -ώσω,
1. βοηθώ στον δρόμο, με δοτ. προσ., σε Σοφ.
2. Παθ., έχω επιτυχημένο, καλό ταξίδι, σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., πηγαίνω καλά, πετυχαίνω, σε Ηρόδ., Ξεν.
Middle Liddell
εὐ-οδόω, fut. -ώσω
1. to help on the way, c. dat. pers., Soph.
2. Pass. to have a prosperous journey, NTest.:—metaph. to prosper, be successful, Hdt., NTest.
Chinese
原文音譯:eÙodÒw 由-哦多哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:好-道路
字義溯源:旅途幫助,生活平順,興盛,平順,進項,成功,得到;由(εὖ / εὖγε)=好)與(ὁδός / ὁδοποιέω)*=道路)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善)
出現次數:總共(4);羅(1);林前(1);約叄(2)
譯字彙編:
1) 興盛(2) 約叄1:2; 約叄1:2;
2) 進項(1) 林前16:2;
3) 平順(1) 羅1:10