κίτρινος

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίτρῐνος Medium diacritics: κίτρινος Low diacritics: κίτρινος Capitals: ΚΙΤΡΙΝΟΣ
Transliteration A: kítrinos Transliteration B: kitrinos Transliteration C: kitrinos Beta Code: ki/trinos

English (LSJ)

η, ον,
A of the citron-tree, ξύλον D.C.61.10.
II of a citron yellow, PMasp.6ii82 (vi A.D.), Hdn.Epim.179.
III κίτρινον, τό, a yellowish salve, Paul.Aeg.7.18.

German (Pape)

[Seite 1443] citronenfarbig, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κίτρῐνος: -η, -ον, ἐκ κίτρου, ἔχων χρῶμα κίτρινον ὡς τῶν κίτρων, τῶν λεμονίων, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 179, Ψελλ. Θαυμασ. 144.8· κίτρινον, τό, ἴσως = κιτράτον, Παῦλ. Αἰγ. 7. 18.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κίτρινος, -ίνη, -ον)
αυτός που έχει το χρώμα του κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ.
β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.)
νεοελλ.
1. ωχρός στην όψη, χλομός
2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινο
α) το χρώμα του κίτρου ή η χρωστική ύλη που έχει το χρώμα αυτό (α. «έβαλε πολύ κίτρινο στον τοίχο» β. «το κίτρινο του αργύρου» γ. «το κίτρινο του χρωμίου» δ. «το κίτρινο της κινολίνης»)
β) ο κρόκος του αβγού, το κιτρινάδι
3. φρ. α) «κίτρινη φυλή» — η μογγολική φυλή
β) «κίτρινος πυρετός» — οξεία λοιμώδης νόσος τών τροπικών και υποτροπικών χωρών, η οποία ως συμπτώματά της έχει πονοκεφάλους, πόνους στη ράχη, υψηλό πυρετό, ναυτία, εμέτους, αιμορραγίες τών βλεννογόνων και ίκτερο
γ) «κίτρινος τύπος» — το σύνολο τών εντύπων που εφαρμόζουν τις μεθόδους του κιτρινισμού
δ) «κίτρινοι εργάτες» — οι απεργοσπάστες
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέντρο κιτριά ή αυτός που προέρχεται από αυτό το δέντρο («κίτρινον ξύλον», Δίων Κάσσ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κίτρινον
αλοιφή με κίτρινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρο(ν) + κατάλ. -ινος, χαρακτηριστική της ύλης ή του χρώματος (πρβλ. ξύλινος, πράσινος).
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. κιτρινάδα
νεοελλ.
κιτρινάδι, κιτρινιάζω, κιτρινιάρης, κιτρινίζω, κιτρινίλα, κιτρινωπός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κιτρινοειδής
μσν.
κιτρινοβυσσινάτος, κιτρινογένης
νεοελλ.
κιτρινοβαμμένος, κιτρινοκόκκινος, κιτρινόμαυρος, κιτρινοπούλι, κιτρινοπράσινος, κιτρινοσιδηρίτης, κιτρινοφυλλιάζω, κιτρινόχροια, κιτρινόχρους. (Β' συνθετικό) ολοκίτρινος, χρυσοκίτρινος
νεοελλ.
ακροκίτρινος, ανοιχτοκίτρινος, ασπροκίτρινος, αχνοκίτρινος, βαθυκίτρινος, ερυθροκίτρινος, καστανοκίτρινος, κατακίτρινος, καφεκίτρινος, κοκκινοκίτρινος, μαυροκίτρινος, μελανοκίτρινος, ξανθοκίτρινος, πρασινοκίτρινος, σταχτοκίτρινος, υποκίτρινος, φαιοκίτρινος, χλομοκίτρινος, ωχροκίτρινος].